Γέρο ωκεανέ, ω μεγάλε εργένη,
όταν περιοδεύεις την πομπώδη μοναξιά των ψυχρών σου βασιλείων,
σωστά περηφανεύεσαι για τη μεγαλοπρέπειά σου την έμφυτη
και για τους αληθινούς επαίνους που με βιασύνη θέλω να σου κάνω.
Ταλαντευόμενος με ηδονή από τα μαλακά απονέρια του αργοπορημένου μεγαλείου σου
που είναι το πιο επιβλητικό από τα προτερήματα που σου χάρισε ο δημιουργός,
ξετυλίγεις, στη μέση ενός σκοτεινού μυστηρίου, πάνω σε ολόκληρη τη θεσπέσια επιφάνειά σου τα ασύγκριτά σου κύματα, ήσυχος κι όλο σιγουριά για τη παντοτινή σου δύναμη.
Αυτά παράλληλα πηγαίνουν, λίγη η απόσταση που τα χωρίζει
κι όταν το ένα γίνεται μικρό πάει το άλλο και το συναντά για να το μεγαλώσει,
τα συντροφεύει ο θόρυβος ο μελαγχολικός του αφρού που λιώνει και όλα είναι αφρός αυτό μας λένε.
Έτσι, κι οι υπάρξεις οι ανθρώπινες, αυτά τα κύματα τα ζωντανά, η μια μετά την άλλη, με τρόπο μονότονο πεθαίνουν, αλλά χωρίς να κάνουν οι αφροί τους θόρυβο.
Με εμπιστοσύνη το αποδημητικό πουλί πάνω τους ξεκουράζεται κι εγκαταλείπεται στις δικές τους τις κινήσεις
που όλο περηφάνεια του κάνουν το χατίρι μέχρι που τα κόκαλά του κι οι φτερούγες του να ξαναβρούν τη δύναμη την απαραίτητη για το μεγάλο ταξίδι στον αέρα.
Και η ανθρώπινη μεγαλοπρέπεια θα το ’θελα να είναι η ενσάρκωση της αντανάκλασής σου.
Γυρεύω πολλά, κι αυτή η ειλικρινής ευχή είναι δοξαστική για σένα. Το ηθικό σου μεγαλείο, εικόνα του απέραντου, είναι τεράστιο όπως οι διαλογισμοί του φιλοσόφου, όπως ο έρωτας της γυναίκας, όπως η θεία ομορφιά του πουλιού, όπως οι σκέψεις του ποιητή.
Είσαι πιο ωραίος κι απ’ τη νύχτα. Απάντησέ μου, ωκεανέ, θέλεις να γίνεις αδερφός μου; ...