Είπαμε ότι η μαμά μου θυμάται καλά, ακόμα και σήμερα στα 93 της χρόνια, κάποια από τα τραγούδια που μας έλεγε στα μικράτα μας. Το δεύτερο, μετά "Το Πατρικό Σπίτι" του Ιωάννη Πολέμη, είναι το Αηδονάκι. Το θυμάσαι, μαμά; Τον τίτλο δεν τον θυμόταν, αλλά μόλις της έδωσα το τέμπο, πήρε φόρα, αμέσως λέμε. Περίμενε λίγο, μαμά, να ανοίξω την κάμερα του κινητού, περίμενε. Το είπε, χωρίς να της θυμίσω ούτε ένα στίχο, με χαρά μεγάλη. Λίγη ώρα αργότερα που της πήγα το φαγητό, δεν πρόλαβα να μπω από την πόρτα και άρχισε να μου απαγγέλει: "Εις το βουνό ψηλά εκεί, είναι εκκλησιά ερημική, το σήμαντρο της, δε χτυπά, δεν έχει ψάλτη, ουδέ παπά." Άλλη φορά αυτό, μαμά, τώρα είναι ώρα φαγητού, κάνε λίγο κράτει.
18 Αυγούστου 2022
Η μαμά τραγουδάει το αηδονάκι. (18 Αυγούστου 2022)
10 Αυγούστου 2022
Oμάδα Osvald, σαμποτέρ επί Γερμανικής κατοχής. Tο μνημείο αφιερωμένο στη δράσης τους. ( Νορβηγία, Όσλο, καλοκαίρι 2018)
Οι λουκανόπιτες της Ζακύνθου (αφήγημα γραμμένο το καλοκαίρι του 2022)
Παιδάκι των πρώτων τάξεων του δημοτικού με λογική και σύνεση πόας, απεστάλην σε χριστιανική κατασκήνωση στη Ζάκυνθο, του πατέρα Απόστολου, μητροπολίτη Ζακύνθου (1967-1974), μαζί με τις μεγαλύτερες αδελφές μου, επιφορτισμένες με την ευθύνη να με προσέχουν, κυρίως η Κικούκω, η μεγάλη αδελφή, μόλις πέντε χρόνια μεγαλύτερη, ήτοι μικρή για το βαρύ αυτό έργο. Πώς να προσέχεις ένα απερίσκεπτο στρουθίο που ακόμα φορούσε πούπουλα για πανοπλία στη ζωή; Η δεύτερη αδελφή, η Φωφώ -ήταν της μόδας τα υποκοριτικά, αλλά η μάνα μας δεν είχε χρόνο για τις τρυφερότητες που τα υποκοριστικά δηλώνουν και μας αποκαλούσε όλες με τα βαπτιστικά μας, Κυρακούλα, Φωτεινή, Ματίνα - η δεύτερη, λοιπόν, μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερη μου, λίγο φρονιμότερη ως χαρακτήρας, βάρυνε επίσης την πρώτη και εγώ αμφότερες. Τελικά η Κικούκω δεν τα κατάφερε κι άσχημα, αφού γυρίσαμε σώες στα πάτρια εδάφη, κατόρθωμα σε συνεργασία με τις ομαδάρχισσες, που τα ονόματα τους εντελώς ελησμόνησα. Άσε που η μεγάλη αδελφή κατάφερε να πουλήσει σε άλλες συγκατασκηνώτριες τις λουκανόπιτες, κάπου δύο σακούλες γεμάτες, που θα χαλούσαν μετά την παρέλευση της ημέρας αγοράς τους, καθώς το προϊόν ήτο ευπαθές.
Αλλά ας εξηγηθώ: Άπαξ του διαστήματος της παραμονής μας στην κατασκήνωση η κάθε ομάδα με την ομαδάρχισσα επισκεπτόταν τον Άγιο Διονύσιο στην πόλη της Ζακύνθου, μερικά ακόμα αξιοθέατα που δε θυμάμαι πια - δεν ξαναπήγα από τότε στο νησί - κι εμείς τα ομαδόπουλα κάναμε και κάποιες αγορές από τα καταστήματα του κέντρου, συνήθως αναμνηστικά για το σπίτι και δώρα για τους γονείς. Όλα τα μικρά ομαδόπουλα, εκτός από ένα. Ως φαίνεται θα μας πήγαν σε κάποιο μαγαζί για πρόχειρο φαγητό στο χέρι κι εκεί πουλούσαν ένα έδεσμα που για πρώτη φορά γευόμουν στη ζωή μου και με ενθουσίασε, ατομική λουκανόπιτα, παρακαλώ. Ήταν τόσο εύγεστη που με όλο μου το χαρτζιλίκι, δεν θα ήταν και ψίχουλα, αγόρασα λουκανόπιτες, να πάω και στις αδελφές μου, και στους γονείς μου, όταν θα επιστρέφαμε στην Κοζάνη, να τρώμε και στην κατασκήνωση, μάλλον δε μας τάιζαν με τέτοιες λιχουδιές, ορθά γιατί είναι βλαπτικές. Τα μαντολάτα δε θα τα είχα πάρει είδηση, ούτε τις κολόνιες με άρωμα από μπουγαρίνι, αυτά τα αγόρασαν οι αδελφές μου στη δικιά τους εξόρμηση στην πόλη.
Και να πεις ότι ήμουν φαγανή; Το αντίθετο, κλαράκι, αδύνατη με τα οστά των γονάτων, των έμπροσθεν και πίσω πλευρών, της λεκάνης να προεξέχουν, καμπούριαζα κιόλας, απ' όσα μου λένε, μάλιστα η Κικούκω με χτυπούσε γροθιές στην πλάτη, κάθε που με έβλεπε να σκύβω για να την ισιάζω. Κακόφαγη, λοιπόν, αλλά οι λουκανόπιτες ήταν το κάτι άλλο! Φαίνεται ότι έφαγα περισσότερο από ότι το στομάχι μου άντεχε και γύρισα κάπως αδιάθετη, έφαγα γερή κατσάδα από την Κικούκω για την αγορά, η Φωφώ περί άλλων ετύρβαζε, θυμόμουν κι εκείνο το μαύρο σκήνωμα του αγίου Διονυσίου που προσκυνήσαμε, νομίζω ότι με κορόιδευαν και κάποια παιδιά της ομάδας μου σταθερά και εκείνη τη μέρα ειδικά (μπούλινγκ το λέμε σήμερα), σκεφτόμουν ότι έπρεπε και να εξομολογηθώ, πριν φύγω από την κατασκήνωση, για τις αμαρτίες μου στον πατέρα Απόστολο, τι κακό έκανα, αν στεναχωρώ γονείς και τέτοια, και πώς να του έλεγα ότι είμαι άτακτη, αγοροκόριτσο, κατσίκι και τα γόνατά μου μόνιμα καλύπτονται από κακάδια αίματος σαν μεγάλες ντάμκες, ότι δεν ένιωθα και το καλύτερο παιδί ... πολύ ζοριζόμουν το έρμο και αγαθό παιδάκι και η ημερήσια στην πόλη της Ζακύνθου, έξω από τον προστατευτικό κλοιό της κατασκήνωσης, μου βγήκε ξινή. Με όλα αυτά, αδιαθεσία και ταραχή καμπούριαζα περισσότερο, είχα διπλωθεί, ένα δαρμένο κουτάβι. Αυτά τουλάχιστον μου λένε οι αδελφές μου, που ακόμα γελάν με την εικόνα και τις ανοησίες μου, παρελθοντικές και όλων των χρόνων μου. Της ενηλικίωσης μου δεν τους φαίνονται αστείες, τις κατακρίνουν και ες αεί. Διαφέρουμε οι άνθρωποι και οι αδελφές.
Η Κικούκω έτρεχε να πουλήσει τις λουκανόπιτες σε άλλα κοράσια της κατασκήνωσης και τα κατάφερε, άρα σε όλες άρεσε η λουκανόπιτα, άρα δικαίως τις αγόρασα, άρα μήπως έπρεπε και με προσαύξηση, αφού δεν μπορούσαν να πάνε στην πόλη οποιαδήποτε στιγμή; Αλλά αυτά τα σκέφτομαι τώρα που έγινα αετόπουλο μηδενικών πτήσεων στο επιχειρείν. Μπούλινγκ έτρωγα κι από τις αδελφές μου, που γελούσαν όταν έβγαινα από τη θάλασσα με την εμφάνιση μου. Βέβαια τότε το μπούλινγκ το λέγαμε αδελφικό ενδιαφέρον και ήτο. Πρώτη φορά είδα θάλασσα στη ζωή μου τότε και μου άρεσε, δεν ήθελα να βγαίνω απ' το νερό, το χρόνο που δικαιούμασταν να κολυμπάμε σ' αυτήν. Ευτυχώς, όλες οι ομάδες, μεγάλες και μικρές κατασκηνώτριες, κολυμπούσαμε μαζί. Αλλιώς σίγουρα θα πνιγόμουν. Μιμούμουν τις μεγαλύτερες προσπαθώντας μόνη να μάθω να κολυμπώ και κυρίως τη Φωφώ, που είχαν ξαναπάει με την Κική, είχαν μάθει κολύμπι, αλλά η Φωφώ ήταν και είναι το δελφίνι της οικογένειας. "Κοίτα πώς κάνω" μου έλεγε, δεν προλάβαινα να δω και ξεμάκραινε. Κάποτε την ακολούθησα στα "δεν πατάτε", ποια με έσωσε δε θυμάμαι, αλλά πάλι με μάλωσαν. Δεν έμαθα τελικά κολύμπι εκείνη τη χρονιά, ούτε σωσίβια, ούτε μπρατσάκια, ούτε κάποιον να ασχοληθεί, πυρ κατά βούληση, για κάποιες πιο εύκολο για κάποιες πιο δύσκολο. Εμένα εύκολο μου φαινόταν στο μάτι, κουνάς χέρια, πόδια, πίνεις θαλασσινό νερό, τέτοια, αλλά στην πράξη δεν τα κατάφερνα καλά, σκέτο βαριετέ, πώς να μη γελάνε μαζί μου. Έβγαινα, μου λένε, με μελανιασμένα χείλη, έτρεμα από το κρύο, αδύνατη και κοκαλιάρα και φυσικά καμπούριαζα. Γελούσαν τι να έκαναν; Κι αν γελούσαν κι άλλες, εκτός από τις αδελφές μου, δικαίως. Μπούλινγκ το λέμε σήμερα, τότε ήταν η κανονικότητα και μόνες έπρεπε να τα βγάζουμε πέρα. Γροθιά στην πλάτη σταθερά και συνεχίζαμε το πρόγραμμα της κατασκήνωσης.
Αν και χριστιανοπατριωτικού είδους η κατασκήνωση του πατέρα Απόστολου στη Ζάκυνθο κι αργότερα αυτή που δημιούργησε στο Φτελιό Μαγνησίας πρόσφερε σε πολλά Κοζανιτόπουλα ολιγοήμερες διακοπές, γνωριμία με τη θάλασσα, όνειρο απατηλό για πολλούς από μας του 60, 70, σκληραγώγηση με την καλή έννοια, μακριά από το οικογενειακό περιβάλλον, εμπειρίες πολλές, που τις περισσότερες τις θυμάμαι θετικά. Όχι, δεν ήμασταν τότε μη μου άπτου. Μάλλον κερδισμένες-οι, όλα τα παιδιά που βρεθήκαμε εκεί. μας έψηνε ο ήλιος, η αλμύρα της θάλασσας, χωρίς αντηλιακά, ομπρέλες και ξαπλώστρες, μας ενδυνάμωσαν οι επιπλήξεις και οι κοροϊδίες, ψάλλαμε ύμνους και προσευχόμασταν μπροστά σε έναν Σταυρό επί μικρού υψώματος με τους φακούς μας αναμμένους το βράδυ για να φτάσουμε ως εκεί - το θυμάμαι μαγικά - κι όταν μεγαλώσαμε κρίναμε κι αποφασίσαμε ο καθένας με τη δική του λογική και κοσμοθεωρία. Όχι, δεν περιμέναμε οι γονείς μας να μπουν μπροστά και να μας προστατέψουν, υπομέναμε ή αντιμετωπίζαμε ανάλογα και όχι δεν έχουμε ψυχολογικά προβλήματα γι' αυτούς τους λόγους. Για άλλους, ναι.
Όταν γυρίσαμε Κοζάνη - φαντάζεστε πόσες ώρες χρειάζονταν τη δεκαετία του 1970 για να φτάσεις από τη Ζάκυνθο στην Κοζάνη και το αντίστροφο, οι γονείς μας δεν αναγνώρισαν αμέσως τη Φωφώ, αν και μπροστά τους. Είχε μαυρίσει πολύ, είχε αγοράσει κι ένα καφέ τσεμπέρι με φλουριά από το νησί και το φορούσε στο κεφάλι, την έψαχναν. "Εγώ είμαι, μπαμπά" τους είπε.
Αν ήμουνα σαν κλαρί αδύνατη, γύρισα κλαράκι. Κατασκήνωση στη Ζάκυνθο δεν ξαναπήγα. Αργότερα, έφηβη, στο Φτελιό, μόνο μια φορά πάλι, γιατί είχα αρχίσει εγώ να μη δένω με το κλίμα των κατασκηνώσεων. "Λόγω ουρσουζιάς", το μπούλινγκ, όπως το λένε σήμερα, συνεχιζόταν κανονικά. Να μην ξεφύγω άσχημα φοβούνταν, στη μετάφραση. Όμως και από το Φτελιό κρατάω όμορφες εμπειρίες, που πάει να πει ότι αυτή η γνωστή ομάδα των διοργανωτών των κατασκηνώσεων αυτών τα κατάφερναν περίφημα. Άλλου παπά ευαγγέλιο έγινα εγώ, εξαίρεση μέχρι σήμερα, ευτυχώς, ανήκουσα μετά του συζύγου στην κατηγορία των μονόλυκων.
Αργότερα έφτασαν οι λουκανόπιτες και στην Κοζάνη, αλλά ποτέ ξανά δεν είχαν την ίδια γεύση. Γκάφες, επιπολαιότητες, λάθη, ατελείωτα. Είχαν να λένε στα σόγια, ότι τις υποδειγματικές Κικούκω και Φωφούκω, δεν τις έμοιασα. Κι όμως είμαι ακόμα εδώ, αν και μεγάλωσα σαν τις ντάλιες, τα χρυσάνθεμα και τα σκυλάκια που υπήρχαν στα στενόμακρα κηπάκια, τα παρτέρια του πατρικού μου σπιτιού. Ούτε σαν αγριολούλουδο, ούτε σαν πολύτιμο λουλούδι. Είμαι ακόμα εδώ, νιώθω πολύτιμη για μένα και μια δυο ακόμα ψυχές. Δηλαδή αληθινή ευλογία.
Ματίνα Γκούτζιου
26 Σεπτεμβρίου 2018
Ρήγας Φεραίος και Περιβόλι Γρεβενών
19 Ιουνίου 2016
Ο κυρ - Θύμιος και το ακορντεόν του
Καλοκαίρι, να μοσχοβολάει ο κήπος, να κάθεται ο κυρ- Θύμιος στην αυλή με το ακορντεόν του να παίζει και να γίνονται τα καλοκαιρινά βράδια μαγικά, τουλάχιστον στη δική μου μνήμη. Να είναι ο ουρανός γεμάτος αστέρια, να μοσχο-βολάνε οι τριανταφυλλιές, το γιασεμί, οι φλαμουριές....να μυρίζει το χώμα υγρασία μετά το βραδινό πότισμα των φυτών από την κυρα- Αρτεμισία και ο κυρ Θύμιος να παίζει, τανγκό και βαλσάκια, ενδεχομένως και άλλα τραγούδια ή μουσικές που έχουν σβηστεί από τη μνήμη μου. Παιδί του δημοτικού ήμουνα τότε, οι εικόνες όμως εξακολουθούν να είναι μαγικές όταν τις αναλογίζομαι και έντονα χαραγμένες στη μνήμη μου. Με θυμάμαι να χορεύω, όχι βέβαια βαλς και τανγκό, αλλά τους δικούς μου αυτοσχέδιους χορούς, να στροβιλίζομαι και να νιώθω ότι πετάω, ότι τάχα χορεύω υπέροχα....Ο ήχος του ακορντεόν συχνά έφερνε στην αυλή μας επισκέπτες από τη γειτονιά, που έρχονταν να απολαύσουν παρέα τη μουσική βραδιά και να σιγοτραγουδήσουν κάποιο σκοπό ή έφερνε άλλα παιδάκια της γειτονιάς που ήθελαν να χορέψουν.
02 Μαΐου 2016
Πρωτομαγιά των χρόνων της αθωότητας
Λουκάς Γεραλής - Πρωτομαγιά |
18 Απριλίου 2016
Οrnella Vanoni που ομοιοκαταληκτεί με το κανόνι, ως προς τη φωνή δηλαδή!
20 Δεκεμβρίου 2015
H "γκουγκόσια"
10 Δεκεμβρίου 2015
Με τη φιλίτσα στο χέρι
Θυμήθηκα και τις αυγόφετες που τηγάνιζε πολύ συχνά για απογευματινό η μάνα μου και τις οποίες τρώγαμε κομμένες σε "στρατιωτάκια" (δηλ. μικρά κομμάτια) πασπαλισμένα με ζάχαρη. Τις αυγόφετες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τις φτιάχνω κι εγώ για τη θυγατέρα μου και πολύ της αρέσουν.
Από Ματίνα Γκούτζιου
19 Οκτωβρίου 2015
Πόσα να φορτωθεί ο γάιδαρος του Χότζα;
Διδακτική ιστορία:
Κάποτε ο Ναστραντίν αγόρασε ένα γάιδαρο. Ο πωλητής έδωσε στο Χότζα διάφορες οδηγίες για το ζώο. Του είπε λοιπόν ότι ο γάιδαρος πρέπει να τρώει τρεις οκάδες κριθάρι κάθε μέρα. Το πρώτο διάστημα ο Χότζας ακολούθησε τις οδηγίες, κάποια στιγμή όμως σκέφτηκε «Και τι θα πάθει αν του μειώσω λίγο την τροφή;».
03 Οκτωβρίου 2015
Ούτε για "σκλιντζαράκια" τα πορτοκάλια της λαϊκής!
Συφοριασμένα τα καλύτερα πορτοκάλια που βρήκαμε στη λαϊκή αγορά! Μισοκίτρινα, μισοπράσινα, γεμάτα μαύρα στίγματα, ούτε για ξύσμα η φλούδα τους και μάλλον μόνον για χυμό κι όχι για φαγητό! Τιμή κιλού από 1.25 - 1.50 € για να πάρεις σκάρτο πράμα! Σκέφτομαι ότι οι τιμές στις λαϊκές είναι για Α' ποιότητα, αλλά τα προϊόντα τελευταίας διαλογής. Πού πήγαν τα πορτοκάλια που ανοίγαμε τη φλούδα τους με τα δάχτυλα και κάναμε "σκλιντζαράκια";
Τα πορτοκάλια των εικόνων στο διαδίκτυο σε ποια λαϊκή τα πουλάνε; Ή μόνον εξάγονται κι εμείς τρώμε τη σκαρταδούρα;
17 Σεπτεμβρίου 2015
Πάρτι θηλέων!
Ακόμα και το να μιλάς με ένα αγόρι στο δρόμο, μπορούσε να σου δημιουργήσει προβλήματα, αν σε έβλεπε κάποιος καθηγητής σου ή ο κουτσομπόλης γείτονας που έσπευδε να σε καρφώσει στους γονείς, αφήνοντας κάποιο πονηρό υπονοούμενο! Ο καθένας ερμήνευε αυτό που έβλεπε κατά το δοκούν ή μάλλον συνήθως καχύποπτα. Καταπιεσμένες λοιπόν οι νεαρές κοπέλες από θηλέων σχολεία, με αυστηρούς γονείς και καθηγητές και ζώντας σε μια άκρως συντηρητική κοινωνία, τουλάχιστον στην ελληνική επαρχία, κάναμε και τα πάρτι μας θηλέων! Χορεύαμε σέικ και μπλούζ μεταξύ μας ακούγοντας Bee Gees, Boney M, Rolling Stones, Beatles, Joe Dassin, Adamo, Albano-Romina, Abba κ.α.
16 Σεπτεμβρίου 2015
Κατανάλωση καρπουζιού αλά Κοζανίτικα ή Μακριδακικά
Για τη σχετική ιστορία: εδώ
20 Αυγούστου 2015
Κοζανίτικα αινίγματα
Και πάλι από το βιβλίο "Γεύσεις από παλιά Κοζάνη" των Ματίνας Τσικριτζή Μόμτσιου και Φανής Φτάκα Τσικριτζή που αποτελεί πηγή γνώσης για τον πολιτισμό της Κοζάνης, παραθέτω μερικά από τα πολλά αινίγματα σε τοπική διάλεκτο που σχετίζονται με τροφές, καρπούς και τη μαγειρική γενικότερα.
1. Αβγό
Έχου ένα βαριλάκι πό 'χι δυο λουιές κρασάκι. (λουιές = είδη)
2. Αρμιά (λάχανο τουρσί)
Μια παρτάλου, μια τζιρτζέλου στου καδί μέσα γκυλιέτι. (α)παρτάλου, τζιρτζέλου = αυτή που φοράει ράκη β) γκυλιέτι = κυλιέται)
3. Ελιά
Ένας καλόιρους μι του τσάκνου στουν κώλου. (τσάκνου = το κλαράκι)
4. Καρπούζι
Πράσινος πύργους, κόκκινους κάμπους, κι μέσα αράπδις χουρεύν.
5. Κουτάλα
Στιγνή τ' βάνου χλουρή τ' βγάνου. (χλουρή = φρέσκια, νωπή)
6. Κλήμα - σταφύλι - κρασί
Άσχημους πατέρας, όμουρφου πιδί κι ζουρλό αγγόν'. (ζουρλό = τρελό)
7. Ρεπάνι
Είμι άσπρου σαν τυρί κι τυρί δεν είμι, έχου πουντικού νουρά κι ποντικός δεν είμι.
8. Καλίγκα (το ρόδι)
Χίλια αδέλφια μαζουμένα σι μια κάπα τυλιγμένα.
9. Κάστανο
Απ΄όξου πιτσί, απού μέσα μαλλί κι μέσα μια χαψιά καλή (πιτσί = το πετσί)
10. Κεράσι
Τίρι - τίρι κρέμιτι, να του 'χα να του χάψου. (να του χάψου = να το φάω)
16 Αυγούστου 2015
Εικόνες και μυρωδιές από τα αραδιασμένα ξύλα της αυλής μου
20 Ιουλίου 2015
Δροσιστικά ποτά και αναψυκτικά προπολεμικά και μεταπολεμικά στην Κοζάνη
16 Ιουλίου 2015
Τα πρώτα μπάνια του λαού (σε Κοζανίτικη διάλεκτο, από τον Νάση Αλευρά)
Μια που έφτασε ο καιρός των διακοπών και της θάλασσας, αντιγράφω από το βιβλίο του Νάση Αλευρά "μ' είπιν η μάνα μ' " (έκδοση 1964) μια ακόμα σατιρική ιστορία που σκιαγραφεί την εποχή, τους ανθρώπους, τις συνήθειες, την άγνοια για όσα συνέβαιναν έξω από τη μικρή, κλειστή τους κοινωνία, την προσπάθεια εκμοντερνισμού κλπ. Η ιστορία έχει τον τίτλο "Οι Γουργόνις" (μετά το κείμενο υπάρχει γλωσσάρι).
Κίντσαν ουόλ' οι θαλασσόλυκ' απ' τ' Σκί'ρκα, τα διλφίνια απ' τού Κυραμαργειό κ' οι γουργόνις απ' τ' Ζαμάρα, να πααίν' στ' θάλασσα να κουλυμπήσ'ν. Κίτσιν κ' η Τιάτιου μι τ' θυγατέρα τ'ς τ' Λίλυ (Κουκούλα τ' λιέν' αμ' είνι τ'ς μόδας να γιένιτι Λίλυ) απ' σπουδάζ' μαμή σ'ν Ανθήνα.
22 Ιουνίου 2015
Αρίνταγας - Μπουρντάκιοϊ - κατσεδό - Auf Balkonien, δηλ. ο λαός αδυνατεί να πάει διακοπές
Δυστυχώς και φέτος πολλοί πολίτες της άτυχης χώρας μας (η ατυχία έγκειται στους πολιτικούς που την κυβέρνησαν και την κυβερνούν) δεν θα καταφέρουν να κάνουν διακοπές, γιατί δεν τους περισσεύουν χρήματα, καθώς τους απομυζούν ποικιλοτρόπως και χωρίς έλεος οι κυβερνήσεις που εκλέγονται από τους ίδιους τους παθόντες. Ο λαός βέβαια πάντα έβρισκε τρόπους να διακωμωδεί την κατάσταση, τη δυστυχία και τα παθήματά του για να ανταπεξέρχεται στις δυσκολίες. Έτσι την αδυναμία του να πάει διακοπές την απέδωσε με λέξεις και φράσεις, διαφορετικές από τόπο σε τόπο, αλλά με την ίδια σημασία και αστεία διάθεση.
07 Ιουνίου 2015
Γκόγκανα, νηστικόπιτες, μια μερίδα τίποτα με μπόλικο καθόλου κ.α. μασκαρεμένες εκφράσεις
Πολλές φορές αποφεύγει κανείς να δώσει μια αρνητική απάντηση άμεσα. Μάλιστα με περιπαικτική διάθεση απαντά με τέτοιο τρόπο, ώστε η αρνητική απάντηση να φαίνεται καταφατική. Εκτός από τη λέξη Αρίνταγας (βλ.http://matinaal.blogspot.gr/2014/07/auf-balkonien.html) που δηλώνει έναν ανύπαρκτο τόπο διακοπών, το πουθενά γενικότερα, οι Κοζανίτες, όταν θέλουν να δηλώσουν το απόλυτο τίποτα χρησιμοποιούν και τη λέξη γκόγκανα. Τα γκόγκανα (ή γκάγκανα στην Κάλιανη) στην πραγματικότητα είναι ο καρπός ενός άγριου θάμνου (οι άγριοι θάμνοι στο τοπικό ιδίωμα ονομάζονται και γκαγκτζιές) που φύεται στις εξοχές γύρω από την πόλη. Φαίνεται λοιπόν ότι σε περιόδους πείνας και φτώχειας, οι Κοζανίτες για να διασκεδάσουν τον πόνο τους έλεγαν "θα φάμε γκόγκανα" που υπήρχαν εν αφθονία αλλά δεν τρώγονταν - κατά μαρτυρία της μάνας μου ήταν στυφά - σε αντίθεση με τους φαγώσιμους καρπούς που δεν υπήρχαν ή δεν περίσσευαν. Πολλές φορές ακόμη και σήμερα όταν δεν υπάρχει φαγητό στο σπίτι, ακούμε τους Κοζανίτες να απαντούν στην ερώτηση "Τι θα φάμε σήμερα;" με τη λέξη " Γκόγκανα!" Στη συνέχεια με τη μεταφορική της σημασία η λέξη γκόγκανα χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα και μέχρι σήμερα στην τοπική διάλεκτο σημαίνει το απόλυτο τίποτα.