Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Αυγούστου 2022

Ροπαλικοί στίχοι ή φράσεις. Οι ροπαλικοί στίχοι για το " 'Εαρ " δικοί μου, οι πληροφορίες για το τι είναι οι ροπαλικοί στίχοι του Ν. Σαραντάκου



Ω
το
έαρ
πόσο
γλυκύ
ευώδες
ευθαλές
ερωτικόν
ευάρεστον
   ευαίσθητον...
Προοιωνίζει
ευδαιμονικώς
συναπαντήματα
ερωτοχτυπήματα
   κεραυνοβολήματα! 

(Ματίνα Γκούτζιου)

Η λέξη "ροπαλικός" δεν υπάρχει στην αρχαία γραμματεία, ο όρος πλάστηκε από Ρωμαίους, φυσικά από την ελληνική λέξη ρόπαλον. Ορισμένοι Ρωμαίοι γραμματικοί είχαν αποκαλέσει rhopalicus versus, δηλαδή ροπαλικό στίχο, τον στίχο όπου κάθε επόμενη λέξη έχει μια συλλαβή ή ένα γράμμα περισσότερο από την προηγούμενη. Έτσι, η φράση αυτή θυμίζει το ρόπαλο, που είναι στενό στη λαβή και μετά χοντραίνει (ή τουλάχιστον έτσι είναι ορισμένα ρόπαλα).
Παραδείγματα όπου όπου κάθε λέξη έχει μια συλλαβή περισσότερη από την προηγούμενή της. α) "Ω μάκαρ Ατρείδη μοιρηγενές ολβιόδαιμον "(Ιλιάδα) β) "ex quibus insignis pulcherrima deiopeia" (Βιργίλιος)
Όπως καταλαβαίνετε, ο ροπαλικός στίχος με βαθμίδα τη συλλαβή δεν μπορεί να έχει και πάρα πολλές λέξεις, αφού οι οχτασύλλαβες, ας πούμε, λέξεις είναι μάλλον σπάνιες. Αν πάλι έχουμε βαθμίδα το γράμμα, αν δηλ. κάθε επόμενη λέξη έχει ένα γράμμα περισσότερο από την προηγούμενη, μπορούμε να πάμε πιο μακριά.
Παράδειγμα:
Α τα δυο τους πήγαν σινεμά;
Μάλιστα! Προφανώς γουστάρει!
Προβλέπεις συναντήσεις περισσότερες;
Μακροπρόθεσμα, παντρολογήματα;
Το πρόβλημα με τις ροπαλικές φράσεις είναι ότι επειδή τα πολύτιμα εργαλεία της γλώσσας μας, άρθρα, μόρια, συνδέσμοι, βασικά ρήματα κτλ., έχουν όλα τους πολύ λίγα γράμματα, έως πέντε, είναι δύσκολο να φτιάξουμε πολύ μεγάλη ροπαλική φράση, αφού δεν θα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις απαραίτητες βιδίτσες, κι έτσι, από ένα όριο και πάνω, η ροπαλική φράση γίνεται ασύνδετη παράταξη ρημάτων, ουσιαστικών και επιθέτων.
Περισσότερα για τις ροπαλικές φράσεις και στίχους στο ιστολόγιο του κ. Ν. Σαραντάκου, απ' όπου προέρχονται και οι παραπάνω πληροφορίες :

https://sarantakos.wordpress.com/2015/04/15/rhopalic/

Η απόπειρα για ροπαλικό στίχο σχετικό με το έαρ είναι της γράφουσας.

08 Δεκεμβρίου 2015

Μ' έπιασαν κότσο, μπορεί και Κώτσο δηλαδή.



Συχνά χρησιμοποιούμε την έκφραση αυτή στον τόπο μας, καθώς συχνά επίσης πέφτουμε θύματα εξαπάτησης από επιτήδειους που ανθούν στη χώρα της κλεψιάς και της καταπάτησης των νόμων, αλλά και από ανθρώπους του στενού μας περίγυρου.
Όλοι μας, λοιπόν, πιανόμαστε κότσοι ή Κώτσοι! Όμως ποιος τέλος πάντων είναι ο σωστός τύπος και πώς προέκυψε η έκφραση;


1. Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου (εδώ) μαθαίνουμε ότι :


α) Mέχρι πρόσφατα τη λέξη κότσος στη συγκεκριμένη έκφραση όλοι την έγραφαν με ωμέγα, γιατί φαντάζονταν μέσα στο μυαλό τους ότι προέρχεται από τον Κώτσο, τον χωριάτη, τον αγαθιάρη.


Παράδειγμα: Αδερφάκι μου, άμα δεν είσαι άντρας περπατημένος στο μαχαλά, να δεις τι κοροϊδιλίκι πάει πέρα-δώθε, στο σούρτα-φέρτα στην κενωνία, πέφτεις κανονικά και πιάνεσαι κώτσος... [Ν. Τσιφόρος, Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα, σ. 199]


Εξάλλου υπάρχει και η σύγχρονη παραλλαγή (από διαφήμιση) “σε πιάσανε Αλέκο”, που (πέρα από ένα ακόμα καρφί στην απαξίωση των Αλέκων) δείχνει ότι με (κάποιο) όνομα την καταλαβαίνει ο κόσμος την έκφραση.


β) Μια άλλη εξήγηση για την έκφραση που προέρχεται από τον (έτσι κι αλλιώς όχι πολύ έγκυρο) Ζάχο [Λεξικό της πιάτσας], είναι ότι προέρχεται από το παιχνίδι κότσια, όπου ο χαμένος, ο κότσος, τρώει ξύλο με τη λουρίδα.


Μάλλον όμως δεν υπάρχει κότσος στα κότσια, αλλά υπάρχει αγαθιάρης Κώτσος, ωστόσο, όταν δεν έχουμε βεβαιότητα για την προέλευση, όταν τα λεξικά επιλέγουν αυτή την ορθογραφία και όταν στο διαδίκτυο οι περισσότεροι πια επιλέγουν την απλούστερη γραφή, θα προτιμήσουμε κι εμείς το απλοποιημένο κότσος



Οι πηγές: εδώ (όπου μπορεί κανείς να διαβάσει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες και για το πιο διάσημο χωριό του κόσμου και την προέλευση της λέξης: κόουτς, που τελικά σημαίνει τον προγυμναστή, τον καθοδηγητή) και εδώ


2. Στο Slang.gr (εδώ) υπάρχει η παρακάτω ερμηνεία για την προέλευση της λέξης και της έκφρασης:


Κότσος είναι ο αρχηγός κοπαδιού περδικών, ο οποίος καθοδηγεί το κοπάδι και ενίοτε θυσιάζεται, καθότι είναι ο τελευταίος που εγκαταλείπει το χώρο, όταν εμφανιστεί εχθρός.


Παράδειγμα: Πολλοί κυνηγοί το ξέρουν και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή, για να πιάσουν (τουφεκίσουν) τον κότσο...


3. Σε άλλα πάλι ιστολόγια, όχι καθαρά λεξιλογικά, διαδάζω ότι: ο ''κότσος'' είναι ένα είδος χτενίσματος. Στα παλιότερα χρόνια ήταν το κυριότερο γυναικείο χτένισμα. Σήμερα πού και πού γίνεται, αν το απαιτεί η μόδα,ο συρμός...

"Κό τ τ ο ς'', είναι η πρωταρχική λέξη που δημιούργησε τον κότσο και σημαίνει το λειρί του κόκορα. Μάλιστα στην επέκταση ''κ ό τ τ ο ς'' είναι ο αλέκτορας και το θηλυκό του, η ''όρνις'' ,που ονομάστηκε αργότερα '' κότα ''..!
Από αυτόν λοιπόν τον κ ό τ τ ο - το λειρί - βαφτίστηκε και το φουντωτό χτένισμα ''κ ό τ τ ο ς'' και με την σχετική παραφθορά της λέξεως κατέληξε ''κότσος''..!
''Μ'έπιασες κότσο'' λοιπόν σημαίνει ότι, όπως πιάνεις τον κότσο με φουρκέτες ,με λαστιχάκια κλπ, έτσι μ' έπιασες και μένα κότσο,δηλαδή ''με έδεσες,με τύλιξες''..!


Μας πιάνουν, επομένως, Κώτσους ή κότσους; Αν γνωρίζετε κάτι περισσότερο για την προέλευση της έκφρασης, σας παρακαλώ πολύ να σχολιάσετε.


11 Ιουλίου 2015

Μυδρίαση και μύδροι

Πρόσφατα χρειάστηκε να κάνω διάφορες οφθαλμολογικές εξετάσεις κατά τη διάρκεια των οποίων οι οφθαλμίατροι κ. Μόσχου και Κανιούρας, προκάλεσαν τεχνητή διαστολή της κόρης του οφθαλμού μου, πράγμα που λέγεται μυδρίαση. Στα ιατρικά, δηλ. τους λόγους για τους οποίους διαστέλλουν την κόρη, δεν θα υπεισέλθω, διότι γνωρίζω μόνον έναν απ' αυτούς, ότι είναι απαραίτητη η διαστολή για να καταστεί δυνατή η εξέταση του βυθού, και κανέναν άλλο που πιθανόν να υπάρχει.

Εκείνο που μας απασχόλησε με τον άντρα μου, μεταξύ των άλλων, φεύγοντας από το ιατρείο ήταν η ετυμολογία της λέξης "μυδρίαση" και η σχέση της λέξης αυτής με τη λέξη "μύδρος", ιδιαίτερα μάλιστα στον πληθυντικό αριθμό και στη γνωστή έκφραση "εξαπολύω μύδρους".

Αποφάσισα λοιπόν να το ψάξω και παραθέτω όσα βρήκα:

1.α) Η αρχ. ελλ. λέξη μυδρίασις δημιουργήθηκε από το μύδρος + -ίασις < μυδρ-ιάω <μύδρος = κομμάτια κόκκινης και καυτής μάζας ή πυρακτωμένης πέτρας που εκσφενδονίζεται από τον κρατήρα ηφαιστείου. Η λέξη μυδρίασις χρησιμοποιήθηκε από τον Γαληνό, ενώ η λέξη μύδρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Ιπποκράτη ο οποίος χρησιμοποιούσε πυρακτωμένο μέταλλο το οποίο έφερνε κοντά στο μάτι του ασθενούς προκαλώντας τη διαστολή της κόρης από φόβο. (ΠΗΓΗ: http://biolexikon2.blogspot.gr/2012/02/mydriasis.html)
β) Αβέβαιης ετυμολoγίας. Πρόκειται πιθανά για παράγωγο του μυδάω ( = είμαι υγρός, λειώνω)  που εμφανίζει επίθημα -ρος, οπότε η λέξη μύδρος θα είχε αρχικά τη σημασία «λειωμένη, ρέουσα μεταλλική μάζα».

2. Η λέξη μύδρος έχει τις εξής σημασίες:
  • πυρακτωμένος όγκος σιδήρου
  • πέτρωμα σε τήξη που τινάζεται από ηφαίστειο 
  • αμόνι από πέτρα ή από μέταλλο
  • πυρακτωμένος διάπυρος όγκος από πέτρα ή από μέταλλο (η κόρη του οφθαλμού κατά τη διαστολή της φαίνεται τρόπον τινά διάπυρη)
  • κάθε όγκος μετάλλου («μύδρον σιδήρεον κατεπόντωσαν», Ηρόδ.)
  • φρ. «μύδρους αἴρειν χεροῑν» — κρατώ πυρακτωμένο σίδηρο στα χέρια σε πράξη θεοδικίας για να αποδείξω την αθωότητά μου.
  • βλήμα πυροβόλου όπλου
  • (ειδικότερα) οβίδα κανονιού
  • (μεταφορικά) έντονη κριτική, επιθετικός λόγος, λόγος που αποτελείται από συντριπτικά επιχειρήματα εναντίον κάποιου π.χ. ο λυκειάρχης εξαπέλυσε μύδρους εναντίον των μαθητών ή η αντιπολίτευση εξαπέλυσε μύδρους κατά της κυβέρνησης (λόγια σαν τα πετρώματα που τινάζονται από το ηφαίστειο, που καίνε, που πληγώνουν ή σαν βλήματα πυροβόλου όπλου κλπ) 
  • (μεταφορικά) σκληρός

05 Ιουλίου 2015

Καύμα, καύσωνας, κάψα (του Ν. Σαραντάκου)


Πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες μας δίνει ο κ. Σαραντάκος για την προέλευση, τη σημασία, αλλά και το ταξίδι στο χρόνο και στις διάφορες χώρες της αρχαιοελληνικής λέξης καύμα που σημαίνει μεγάλη ζέστη. Θα μεταφέρω μερικές απ' αυτές τις χρήσιμες πληροφορίες για τους μαθητές μου και για όσους δεν θα ανατρέξουν στο σύνδεσμο, τον οποίο παραθέτω: http://sarantakos.wordpress.com/2010/08/02/kauma/ 

  • Μας λέει λοιπόν ο κ. Σαραντάκος ότι το αρχαίο ελληνικό καύμα, το παίρνουν οι Λατίνοι και γίνεται cauma που σημαίνει επίσης μεγάλη ζέστη κι ότι απ' αυτό προέρχεται η λέξη caumare που σήμαινε τον κάματο και την κούραση των αγροτών. 
  • Μας λέει επίσης ότι το λατινικό cauma περνάει στη ναυτική ορολογία και σημαίνει όχι μόνο τη μεγάλη ζέστη αλλά και τη νηνεμία, την άπνοια που επικρατεί στους καύσωνες.
  • Ότι το καύμα στα βυζαντινά χρόνια έγινε κάημα με τη σημασία του ψυχικού πόνου και ότι από τον αόριστο «εκάην» του ρήματος καίω βγήκε και ο καημός.
  • Ότι η λέξη «καύσων» είναι ελληνιστική και στα μεσαιωνικά χρόνια έγινε «καύσωνας» και «κάψωνας» και πήρε και μεταφορικές σημασίες, πέρα από τη μεγάλη ζέστη, σημαίνοντας και τον πόνο ή τον πόθο, σημασίες που τις έχει σήμερα η λέξη «κάψα», που σημαίνει βέβαια τη μεγάλη ζέστη αλλά επίσης, ίσως και κατεξοχήν, τον ερωτικό πόθο.
  • Τέλος η έκφραση "κυνικά καύματα" δεν έχει σχέση με το σκύλο (κύων = σκύλος), αλλά με τον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός και πιο συγκεκριμένα με τον Σείριο που ανατέλλει και δύει περίπου ταυτόχρονα με τον Ήλιο τις μέρες που παρατηρούνται οι πιο μεγάλες ζέστες, αυτές που οι αρχαίοι είχαν ονομάσει «κυνάδες ημέρες».
Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε στον παραπάνω σύνδεσμο.

12 Ιουνίου 2015

Η ετυμολογία της λέξης αιγιαλός (Νίκος Σαραντάκος)


Με αφορμή το γεγονός ότι οι αιγιαλοί της χώρας μας ξεπουλιούνται, ο κ. Νίκος Σαραντάκος στην ιστοσελίδα του: http://sarantakos.wordpress.com/ μας δίνει την ετυμολογία της λέξης, και άλλες χρήσιμες και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για λέξεις - φράσεις που περιέχουν τον όρο "αιγιαλός" ή παράγονται απ΄αυτόν, καθώς και την εξέλιξη της λέξης στο χρόνο. 

Μας λέει λοιπόν ότι "η λέξη αιγιαλός είναι αρχαία, μάλιστα πανάρχαιη αφού αναγνωρίστηκε στις μυκηναϊκές πινακίδες της Γραμμικής Β. Στην Ιλιάδα (4.422) ο Όμηρος μιλάει για τον πολυθόρυβο γιαλό (αιγιαλώ πολυηχέι). Είχαν μάλιστα και μια παροιμία οι αρχαίοι, «αιγιαλώ λαλείς», μιλάς στον βρόντο θα λέγαμε σήμερα. Φαίνεται περίεργο, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ο αιγιαλός ετυμολογείται από ένα κατοικίδιο ζώο, αφού, σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία προέρχεται από συγχώνευση σε μία λέξη της αρχαίας φράσης «εν αιγί αλός» (στην ακροθαλασσιά, αλς είναι η θάλασσα), όπου «αίγες», δηλαδή κατσίκες λέγονταν τα ορμητικά κύματα."

Για περισσότερες πληροφορίες:


07 Ιουνίου 2015

Γκόγκανα, νηστικόπιτες, μια μερίδα τίποτα με μπόλικο καθόλου κ.α. μασκαρεμένες εκφράσεις


Πολλές φορές αποφεύγει κανείς να δώσει μια αρνητική απάντηση άμεσα. Μάλιστα με περιπαικτική διάθεση απαντά με τέτοιο τρόπο, ώστε η αρνητική απάντηση να φαίνεται καταφατική. Εκτός από τη λέξη Αρίνταγας (βλ.http://matinaal.blogspot.gr/2014/07/auf-balkonien.html) που δηλώνει έναν ανύπαρκτο τόπο διακοπών, το πουθενά γενικότερα, οι Κοζανίτες, όταν θέλουν να δηλώσουν το απόλυτο τίποτα χρησιμοποιούν και τη λέξη γκόγκανα. Τα γκόγκανα (ή γκάγκανα στην Κάλιανη) στην πραγματικότητα είναι ο καρπός ενός άγριου θάμνου (οι άγριοι θάμνοι στο τοπικό ιδίωμα ονομάζονται και γκαγκτζιές) που φύεται στις εξοχές γύρω από την πόλη. Φαίνεται λοιπόν ότι σε περιόδους πείνας και φτώχειας, οι Κοζανίτες για να διασκεδάσουν τον πόνο τους έλεγαν "θα φάμε γκόγκανα" που υπήρχαν εν αφθονία αλλά δεν τρώγονταν - κατά μαρτυρία της μάνας μου ήταν στυφά - σε αντίθεση με τους φαγώσιμους καρπούς που δεν υπήρχαν ή δεν περίσσευαν. Πολλές φορές ακόμη και σήμερα όταν δεν υπάρχει φαγητό στο σπίτι, ακούμε τους Κοζανίτες να απαντούν στην ερώτηση "Τι θα φάμε σήμερα;" με τη λέξη " Γκόγκανα!" Στη συνέχεια με τη μεταφορική της σημασία η λέξη γκόγκανα χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα και μέχρι σήμερα στην τοπική διάλεκτο σημαίνει το απόλυτο τίποτα.

29 Μαΐου 2015

Η ετυμολογία της λέξης «άνθρωπος»

1.Σύμφωνα με τη γνώμη όλων των σοβαρών μελετητών, η ετυμολογία της λέξης άνθρωπος είναι αβέβαιη. Ίσως προέρχεται από το "ανδρ-ωπος" (άνδρας+ωψ-ωπός) και δηλώνει "αυτόν που έχει όψη ανδρός" (βλέπε και λεξικά: Liddell Scott, Στ. Βασδέκη κ.α.). Στην αρχαιότητα ο "άνδρας" (ανήρ) υποδήλωνε και τα δύο φύλα, δηλαδή τον άνθρωπο, όπως εξηγεί κι ο κ.Δημήτρης Λιαντίνης:


17 Ιανουαρίου 2015

Κλασικός ή κλασσικός ; (του Γιώργου Δαμιανού)



Η λέξη “κλασικός” προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη “κλάσις, -εως”. Υιοθετήθηκε από τους Λατίνους, αλλά για τη λατινική προφορά έπρεπε να προστεθεί και το δεύτερο σίγμα, γιατί το -s- ανάμεσα σε δύο φωνήεντα προφέρεται ως -ζ-. Στην ελληνική ορθογραφία, λοιπόν, είναι λάθος να μεταφέρουμε τη λατινική γραφή με δύο -σσ-. Η σωστή ορθογραφία είναι: κλασικός, ή, ό
Η ιστορία της λέξης:
Σήμερα, μιλάμε για κλασική ομορφιά, μουσική, αθλητισμό, ζωγραφική, ντύσιμο, επίπλωση, συνήθειες κ.λπ. Στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, όμως, ο όρος κλασικός προσδιόριζε μόνο τους πλούσιος πολίτες και αργότερα και τους συγγραφείς.

Στην αρχαία Ρώμη ο όρος “classicus” προσδιόριζε τον πλούσιο πολίτη με μεγάλη υπόληψη και κύρος (dignitas και auctoritas).

Το 2ο αιώνα μ.Χ πρωτοπαρουσιάζεται ο όρος από τον Αύλο Γέλλιο, (Aulus Gellius, 125 – 180 μ.Χ.), για να προσδιορίζει τους συγγραφείς πρώτης τάξεως. Κλασικοί συγγραφείς, classici auctores, ήταν εκείνοι που υποστήριζαν την άρχουσα κοινωνική τάξη (classe) σε αντίθεση με τους proletarii scriptores, που έγραφαν ή ανήκαν στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Υπενθυμίζουμε ότι ο όρος προλετάριος < proletarius δήλωνε τον άκληρο πολίτη που δεν μπορούσε να δώσει κανένα έσοδο στο κράτος, παρά μόνο τα παιδιά του (proles), για να καταταγούν στον στρατό. Ο όρος προλετάριος πήρε τη σημερινή σημασία, αν και δε διαφέρει πολύ από την αρχαία, στη Μαρξιστική ορολογία.
Στον Μεσαίωνα ο όρος “κλασικός” προσδιόριζε τους συγγραφείς, που τους μελετούσαν στις classes (σχολικές αίθουσες), γιατί τους θεωρούσαν κατάλληλους για τα χρηστά ήθη της εποχής.

Στην Αναγέννηση ο όρος classicus προσδιόριζε όλη την ελληνορωμαϊκή λογοτεχνία, που έπρεπε με κάθε τρόπο να διαφυλαχθεί από τις απειλές και τα σκοτάδια του Μεσαίωνα

Στα τέλη του 18ου αιώνα πλάθεται ο όρος “Νεοκλασικός” για να να εκφραστούν όλες εκείνες οι ιδέες που εναντιωνόταν στον μπαρόκ