Δε φτάσαμε στις κορυφές του - η ψηλότερη φτάνει τα 4.167 μ. - φτάσαμε σε υψόμετρο 2.500 μέτρων περίπου, πήραμε όμως μια γεύση από τη δροσιά του, Μάρτιος μήνας ακόμα, και κρύο το έλεγες, είδαμε τα χιόνια του στις ολόγυρα κορφές του δρόμου που διανύσαμε, αγναντέψαμε πηλόχτιστα βερβέρικα χωριά ή πιο σύγχρονα πάνω στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο μας, κάναμε στάσεις σε καφέ και εστιατόρια για ταξιδιώτες, είδαμε φτωχούς λιανέμπορους να πουλάνε πετρώματα με απολιθώματα, πέτρινα μικρά γλυπτά κι ασημικά σε ξέφωτα με πανοραμική θέα, εκεί που κι εμείς οι φωταγραφιόπληκτοι επισκέπτες σταματούσαμε για να απαθανατίσουμε στιγμές, αυτές που συντροφεύουν τη μνήμη μας στην καθημερινότητά μας. Είναι επιβλητικός ο Άτλαντας με τον όγκο του, γοητευτικός και δυνατός, νιώθεις τη βαρύτητα του γίγαντα και της ιστορίας του, όσο κι αν στο διάβα των αιώνων ο πολιτισμός που έφτασε σε πολλά σημεία του, κυρίως με τις ορδές ημών των τουριστών, ελάφρυνε την αγριότητα και τους κόπους του να κουβαλά τη γη. Τον φαντάζομαι να υπάρχει σα μορφή κάπου στις απάτητες κορφές ή σπηλιές, να μην κουβαλά πια στους ώμους του το βάρος όλου του κόσμου - αυτό το κάνουμε εμείς τα υποζύγια της κάθε εξουσίας - να ακούει τους ήχους του ωκεανού, τους αέρηδες σαν μουσική με όλους τους ήχους του πενταγράμμου καθώς διαβαίνουν και εισχωρούν σε κάθε επίγειο σχηματισμό, με θέα το γαλάζιο, το κόκκινο, το έντονο μπλε των βερβέρων, το εκτυφλωτικό ωχροκίτρινο του ήλιου, το άσπιλο κάτασπρο του χιονιού .... Άτλαντα, τώρα που το βάρος του κόσμου το κρατάμε εμείς, ο φραπές σου λείπει ή καλύτερα εκείνη η μέντα, αναμεμειγμένη με ένα αλκοολούχο ποτάκι που είδα να πίνει ο μαροκινός οδηγός του βαν μας σε μια στάση μας και πολύ το ζήλεψα, αλλά δεν κατάφερα τελικά να το γευτώ. Ίσως στην Τυνησία ή την Αλγερία, φτάνει ως εκεί η άπλα σου. Όταν θα χειμωνιάζει, με τους ασήμαντους που μας κυβερνούν, ίσως εμείς να έρθουμε σε σας, στην Αφρική, για να ζεσταθούμε, να τη βγάλουμε και φθηνότερα ή μήπως θα μας φερθείτε με την ίδια σκληρότητα που σας φερόμαστε, όταν φτάνετε εις τας Ευρώπας;
Απόσπασμα από ποίημα του Βάλτερ Πούχνερ για τον Άτλαντα
Εσύ γίγαντα, που σηκώνεις
Στα εξάρματα των ώμων σου
Όλο το βάρος του κόσμου
Με τα βουνά, τα πουλιά, τους θεούς
Με τους βυθούς της θάλασσας
Των βράχων τους γκρεμούς
Τις πολιτείες των ανθρώπων
Με τα τείχη, τις τάφρους
Τους τύμβους, τους τάφους
Κι όλο το θόλο του ουρανού
Κατάστικτον από άστρα
Πλανήτες, ήλιους, φεγγάρια
Όλα τα σύμπαντα, τους γαλαξίες
Και τα ασύλληπτα έτη φωτός
Η ανάσα σου βαριά και βαθιά
Δίνει ωστόσο το ρυθμό στο χρόνο
Και είναι της ζωής ο σφυγμός.
Ο Ηρακλής σε ξεγέλασε
Που του πήρες τα μήλα της δύσης
Καυχήθηκε ύστερα για το άθλος·
Και πάνω στο βουνό, βουνό εσύ
Τώρα κρατάς αχθοφόρος το σύμπαν
Σημαιοφόρος τον άξονα του παντός
Στις πλάτες σου η ύπαρξη όλη
Απλώνεται σε άπειρες εκτάσεις
Τα πνευμόνια σου δίνουν τον άνεμο
Η πνοή σου είναι η Δημιουργία.
Μεγάλα τα κύματα του Ατλαντικού
Χιλιάδες μίλια τρέχουν οι ράχες τους
Και τους αφρούς ιδρώνουν
Ώσπου να σβήσουνε στις αμμουδιές
Της Ταγγέρης, του Ραμπάτ, στην Καζαμπλάνκα
Θολώνουν κι άλλο την πυκνή ομίχλη
Της κατασκοπείας του κινηματογράφου
Ώσπου να φτάσουν στα πόδια του πατέρα
Η δύναμή του είναι ο κόσμος όλος.
Απ' τα ρουθούνια του γίγαντα
Θύελλες δέρνουν στέπες και ερημιές
Ψυχρά φαράγγια και καυτές πεδιάδες
Απ’ το χιονισμένο μέτωπό του στάζουν
Βροχές και τρέφονται ποτάμια
Και ριζώνουν δάση στο χώμα του
Βράχια σηκώνουν κούτελο στα ύψη
Και στα πόδια του τρέφει μια Εδέμ
Στις πελώριες παλάμες του τόπου
Ρέει η άμμος του γιαλού, της ερήμου
Φυτεύεται ο σπόρος, μεστώνει ο καρπός
Λάμπει η ελιά, δροσίζουν τα φρούτα
Στη σκιά του ένας παλαιός πολιτισμός
Με ρίζες στο βυθό των αιώνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου