Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

27 Σεπτεμβρίου 2018

Βοβούσα, Περιβόλι, Αβδέλλα

Στη Βοβούσα, στην Αβδέλλα 
αγαπούσα μια κοπέλα
την αγαπώ δε μ' αγαπάει
και στο διάολο να πάει

Εύκολο να το λες, δύσκολο να διαολοστείλεις αν αγαπάς. Συνήθως κάθεσαι και καβουρντίζεσαι. Όμως το παλικάρι των στίχων έχει εναλλακτικές. Κι άλλες ομορφιές να αγαπάει για να γιατρέψει την κάψα του έρωτα. Τις ομορφιές του τόπου, βάλσαμο σε πληγές κάθε είδους.
Βοβούσα, Περιβόλι, Αβδέλλα ... χωριά στα όρια των νομών Ιωαννίνων και Γρεβενών, ένα ποίημα. Ποιήματα για τα μέρη αυτά έγραφε κι η μαμά του άντρα μου με καταγωγή από το Βρυσοχώρι Ιωαννίνων.

Ψηλά στις Πίνδου τα βουνά
που είναι γεμάτα χιόνια
εκεί η φύσις επιδρά 
και σου χαρίζει χρόνια.

Ήταν η αγάπη για τα βουνά αυτά που ενέπνεε τη γιαγιά Σοφία, στο όνομα και στο νου. Με τον τίτλο "Πίνδος" έγραψε πολλά που μου φαίνονται απλά, αλλά αυθεντικά και όμορφα. Θα γράψω εδώ μερικές στροφές από αυτή την ενότητα: 

23 Ιουνίου 2016

ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ ( Σαρλ Μπωντλαίρ )


Σαρλ Μπωντλαίρ

ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ

Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.

Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ' αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.

Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.

Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.

μτφρ. Αλέξανδρος Μπάρας 
(1906-1990)

Για περισσότερες μεταφράσεις του ίδιου ποιήματος:  http://www.sarantakos.com/language/par-albatros.html

07 Ιουνίου 2016

Η τελευταία που ερωτεύτηκα γυναίκα (Δημήτρης Νικηφόρου)

Να είσαι καλά, Δημήτρη Νικηφόρου!




Η τελευταία που ερωτεύτηκα γυναίκα έχτισε

στ' άφραχτα αμπέλια μου μια μάντρα από ξερολιθιά.
Την είπε αγάπη· 24 καλικαντζάροι μαυροτσούκαλοι
στοιβάξαν σαν τις πέτρες τα περισσά μου χρόνια το ένα πάνω στ’ άλλο κι έπειτα μες στο θρασύ της γέλιο από τα πίσω καθίσματα του τρένου
μου έβγαζαν τη γλώσσα περιπαιχτικά
ενώ κρατιόμουν όρθιος στις χειρολαβές:
Κι ήρθες με μια αγκαθωτή ομορφιά, σκέρτσο,
γράδα σωστά στην πουτανιά, ίσα που να τσιμπάει
στον ουρανίσκο. Να πίνεις, να μεθάς, να μη χαλιέσαι·
ήρθες με μάτια αμύγδαλα παιδιού,
που αθώα μένουν όσο παιδεύει το κουτάβι του, πείσμα χωριάτικο και στο κεφάλι μηχανή που τη δουλεύανε οι βάρδιες του διαόλου.
Με στήθια ήρθες στο μάρμαρο ολόγιομα, και ρώγες μοσχομύριστα κοράλλια·
πίσω χτυπούσε μια καρδιά σκληρό σφεντάμι κι ελάτι τρυφερό.
Ένα βιολί σπασμένο. Για λίγο τ' άκουσα να κελαδάει χωρίς χορδές μόνο για μένα.

Τίποτα συνταρακτικό ως εδώ!

09 Ιανουαρίου 2016

Μικρό αφιέρωμα στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη



Στο νυχτερινό κέντρο
Τώρα ποὺ παίζει τὸ βιολὶ κι ἔχουμε πιεῖ τόσο πολύ,
ποὺ μ᾿ ἕναν ἔρωτα τρελὸ σὰ νά ῾μαστε δεμένοι,
σ᾿ ἕνα συντρόφεμα ζεστό, βᾶνε ξανὰ νὰ ζαλιστῶ,
μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό σου νὰ κλειστῶ. Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει.

Γιατὶ ἂν λείψει τὸ κρασὶ κι φύγεις ἄξαφνα κι ἐσὺ
καὶ βουβαθεῖ καὶ τὸ βιολὶ μὲ τὸ γλυκὸ βραχνᾶ του,
μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό, μεγάλο σὰ τὸν οὐρανό,
θ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου..


.
Βιογραφικά:
Ποιητής, που άκμασε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ένας από τους «καταραμένους» και «ιδανικούς αυτόχειρες» της λογοτεχνίας μας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1888 στην Αθήνα. Ήταν γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη (1852-1942), αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο, που έφτασε ως το βαθμό του αντιστρατήγου και έγινε υπουργός Στρατιωτικών μετά από συμμετοχή του στο κίνημα στο Γουδί, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, από την οποία αποφοίτησε κανονικά, χωρίς ν’ ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου.

08 Ιανουαρίου 2016

Χάρτινο το φεγγαράκι!



   Από το καλοκαίρι είχα να δω τόσο έναστρο ουρανό! Ώρα 6.15π.μ. έστεκε κατάσπαρτος και λαμπερός από πάνω μας με ένα μικρό, στη χάση του μάλλον, φεγγαράκι, ολόφωτο ωστόσο, καθώς πίσω του διακρινόταν ολοκάθαρα ο κύκλος της πανσελήνου! Κάποιος με γνώσεις αστρονομίας, σήμερα το πρωί θα μπορούσε να διακρίνει πολλούς αστερισμούς, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στην ύπαιθρο!
   Έμοιαζε χάρτινο σήμερα το φεγγαράκι σαν αυτό στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι και σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, που το τραγουδούσε και το κοριτσάκι μου, όταν ήταν μικρό και πήγαινε στο ωδείο για πιάνο κλπ ονείρατα της μαμάς της που ένα ένα τα εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τα δικά της όνειρα. 

28 Οκτωβρίου 2015

Μπέρτολντ Μπρεχτ-”Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου” (Ποιήματα του Σβέντμποργκ, 1939)

Ένα ποίημα του Μπέρτχολντ Μπρεχτ που γράφτηκε το 1939... Θα μπορούσε όμως κάλλιστα να είχε γραφτεί στις μέρες μας. Η διαχρονικότητα του περιεχομένου είναι συγκλονιστική…

Μπέρτολντ Μπρεχτ- "Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου"
(Ποιήματα του Σβέντμποργκ, 1939)


Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ
Ο λόγος; Έχουνε κι όλας φάει

Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να ’χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής

Πώς ν’ αναρωτηθούν πού ’θε έρχονται
Και πού πηγαίνουν
Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τά’χουν ακόμα δει
Όταν σημαίνει η ώρα τους

Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι’αυτό που είναι ταπεινό
Ποτέ δεν θα υψωθούν

17 Αυγούστου 2015

Ρόδια, νεραντζούλες και χιλιόμετρα (2015)

Καλλίφωνη όχι, παράφωνη μπα! Ίσα-ίσα να συνοδεύει ευχάριστα τον τραγουδιστή ή και μόνη, χωρίς τεχνητό μέσο, περισσότερο ζεστά, γιατί ζεστή και οικεία είναι η φωνή που μας αγαπά κι όταν τραγουδά, ε, τότε είναι σαν χάδι, μαλακώνει την ψυχούλα μας, φτιάχνει τη διάθεση μας και το ταξίδι χιλιομετρικό ή ζωής ομορφαίνει!

Οι εκδρομές στα πέριξ, αλλά και μακρύτερα ήταν συχνές, τότε που το "γραμματόσημο" ήταν μικρό, δεμένο στο παιδικό καθισματάκι στις πίσω θέσεις. Οι παραγγελιές συχνές κάθε φορά που νύσταζε και ήθελε να κοιμηθεί! Πες αυτό ή εκείνο ή το άλλο...αλλά για ένα διάστημα το κατεξοχήν νανουριστικό ήταν "το ρόδι" του "Λουζοζίκου". Και μία και δύο, ολόκληρο ή με επαναλήψεις του ρεφρέν - εξάσκηση για διαγωνισμό μουσικής λέμε - μέχρι ο ύπνος να σφαλίσει τα βλέφαρα!

Σήμερα το "γραμματόσημο" έγινε πεταλούδι, άνοιξε φτερά, πετά και μην το είδατε! Τα ταξίδια όμως εξακολουθούν και η τελευταία επιτυχία που έχει ζήτηση από τον συνταξιδιώτη της ζωής και των τόπων είναι "η νεραντζούλα".  Κι αν η τραγουδιστική διάθεση καθυστερήσει, σίγουρα το κατάλληλο τσίγκλισμα θα δώσει το έναυσμα για το τραγούδι! "Τι έτσι στα μουλωχτά θα το πάμε;" "Μουλωχτά στον Αη Γιώρ' (στα μνήματα)!"  Όσο ζούμε θα το πάμε με τραγούδια, ρόδια και νεραντζούλες... και χιλιόμετρα, πολλά χιλιόμετρα!

15 Αυγούστου 2015

Τίποτα δεν είναι δώρο (Βισουάβα Σιμπόρσκα,1924-2012)

Edward Hopper, Sunday, 1926

Τίποτα δεν είναι δώρο, όλα βασίζονται στο δάνειο.
Πνίγομαι στα χρέη ως τ’ αυτιά μου.
Θα πρέπει να πληρώσω για τον εαυτό μου
με τον εαυτό μου,
να παραιτηθώ απ’ τη ζωή μου για τη ζωή μου.

Να πώς έχουν κανονίσει τη συμφωνία:
μπορώ να επανακτήσω την καρδιά,
το συκώτι επίσης
και το κάθε μου δάχτυλο στο χέρι και στο πόδι.

Πολύ αργά για ν’ ακυρώσω τους όρους,
τα χρέη μου θα ξεπληρωθούν
και θα με γδύσουν απ’ το δέρμα μου
ή, για την ακρίβεια, θα με γδάρουν.

Κυκλοφορώ στον πλανήτη μας
σ’ ένα συνωστισμό από άλλους χρεώστες.
Μερικοί είναι σαμαρωμένοι το φορτίο
της εξόφλησης για τις φτερούγες τους.
Άλλοι, θέλοντας και μη,
έχουν να δώσουν λογαριασμό
για το κάθε φύλλο τους.

Κάθε ιστός μέσα μας βρίσκεται
στη στήλη της χρέωσης.
Ούτε ένα πλοκάμι ή ένα βλαστάρι
πρόκειται να διατηρηθεί.

Η απογραφή, μ’ άπειρες λεπτομέρειες,
υποδηλώνει ότι θ’ απομείνουμε
όχι μόνο μ’ άδεια χέρια
αλλά ακόμα και χωρίς χέρια.

Δεν μπορώ να θυμηθώ
που, πότε και γιατί
επέτρεψα σε κάποιον ν’ ανοίξει
αυτόν τον λογαριασμό στ’ όνομά μου.

Αποκαλούμε τη διαμαρτυρία για όλ’ αυτά
ψυχή.
Και είναι το μόνο κονδύλι
που απουσιάζει απ’ τη λίστα.


Από την ποιητική συλλογή: «Το τέλος και η αρχή» της Βισουάβα Σιμπόρσκα, Μτφρ. Βασίλης Καραβίτης, Εκδ. Σοκόλη

Για λιγοστή στοργή (Γιάννης Τσαμακίδης)

Emile Friant, Ombre, 1891

Αχ! πώς διψώ για λιγοστή στοργή,
Που ούτε στη γυναίκα μου δε βρίσκω
Κι’ όπου ζητώ και νύχτα με κερί
Απλώνοντας παντού ζητιάνου δίσκο!..

Τόσο πολύ του γάμου ο θεσμός,
ως κι’ η συγγένεια πια καταρρακώθη
Μεσ’ τη συνείδησι του καθενός,
όπου στοργή και για δικούς του να μη νοιώθη;!.

Όμως γιατί;..Ποιος φταίει από μας;..
Πώς οι ψυχές μας γίναν τώρα,
όπου και ψεύτικη στοργή να μη τολμάς
Να επαιτής χωρίς λεφτά ή δώρα;!..

30 Ιουνίου 2015

Το ρολόι (Charles Baudelaire,1860 - απόδοση στα ν.ε. Δημήτρης Νικηφόρου)


Ρολόι! Θεότης χθόνια, σκληρή και φρικαλέα,
το δάχτυλο κουνώντας απειλεί : «Θυμήσου!*1
Οι πόνοι που σαλεύουνε στην έντρομη ψυχή σου,
καθώς σε στόχο θα μπηχτούν επάνω της μοιραία

κι η ηδονή σαν τον ατμό στ’ αγέρι θα σκορπίσει,
σαν μια συλφίδα θα χαθεί μες στης σκηνής τα βάθη·
κάθε στιγμή απ’ τη γλύκα σου αρπάζει ένα κομμάτι
που στον καθένα δόθηκε για ολάκερη τη ζήση.

Με Τρισχιλιοξακόσους χτύπους την ώρα ψιθυρίζει
το δευτερόλεπτο: Θυμήσου! — Κι ύστερα με βιάση
βουίζοντας σαν έντομο: Τώρα στο Πριν έχω περάσει,
η βδελυρή μου τρόμπα τη ζωή σου ξεζουμίζει!

Άσωτε, Esto memor! Remember! Μην ξεχάσεις!
(όλες μιλά ο χαλύβδινος τις γλώσσες ο λαιμός μου*2)
Είν’ οι στιγμές, τρελέ θνητέ, το ορυχείο του κόσμου,
μην σταματάς πριν όλο το χρυσάφι ν’ ανεβάσεις!

Θυμήσου ο Χρόνος πως ποτέ στον τζόγο δεν διστάζει
και νόμος είναι να νικά πάντα χωρίς να κλέβει!
Θυμήσου, η μέρα ξεψυχά κι η νύχτα όλο θεριεύει!
Η άβυσσο διαρκώς διψά και η κλεψύδρα αδειάζει.

Σε λίγο η Τύχη η θεϊκή, σημαίνοντας την ώρα,
και η σεβάσμια Αρετή, παρθένα σύζυγος σου,
ακόμα κι η Μετάνοια (στερνό κρησφύγετό σου!),
'Ψόφα γέρο δειλέ', θα πουν, 'είναι αργά πια τώρα!'»

απόδοση, Δημήτρης Νικηφόρου
[ σε συνεργασία με την Μαριάννας Παπουτσοπούλου στο γαλλικό κείμενο και από τις αγγλικές μεταφράσεις των W. Aggeler R. Campbell]

20 Ιουνίου 2015

Κλείσε τα παράθυρα (Ναπολέων Λαπαθιώτης)

Gustave Caillebotte, Man at His Bath, 1884, Boston, Museum of Fine Arts

Κλείσε τα παράθυρα μη βλέπουν οι γειτόνοι,
και την πόρτα σφάλισε και σβήσε το κερί.
Η αγκαλιά μου πύρωσε σαν το κερί και λιώνει,
για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο καρτερεί.

Κλείσε μη μας βλέπουνε λοξά οι ματιές του κόσμου,
δώσ’ μου το χειλάκι σου, πούναι απαλό, νωπό.
Έχω κάτι ολόγλυκο για σένα απόψε, φως μου,
έχω κάτι ολόγλυκο σα μέλι να σου πω.

Έλα πέσε απάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο.
Το κερί μας έσβησε, δεν μας θωρεί κανείς.
Ξέχασε πως βρίσκονται κι άλλες ψυχές στο δρόμο,
κι άσε να κυλήσουμε σε πέλαγα ηδονής.

Έλα, ως τα μεσάνυχτα θα σε φιλώ στο στόμα,
έλα, κι είναι οι πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί,
που το γλυκοχάραμα θα μας προλάβει ακόμα
στο πρώτο μας αγκάλιασμα, στο πρώτο μας φιλί.

Κι όταν σε ρωτήσουνε τη χαραυγή οι γειτόνοι,
για ποιο λόγο σφάλισες, αχ! πες τους, να χαρείς,
πες τους πως στην κάμαρα φοβάσαι άμα νυχτώνει,
κι έπεσες και πλάγιασες νωρίς, τ’ ακούς; Νωρίς

09 Ιουνίου 2015

Αχ, τα μάτια σου! (Μ. ΛΟΙΖΟΣ)


Κι αν τα μάτια σου δεν κλαίνε
έχουν τρόπο και μου λένε
για τον πόνο που πονούν.
Μ’ ένα βλέμμα λυπημένο
πρωινό συννεφιασμένο
για την άνοιξη ρωτούν.
Με κοιτάζουν μου μιλούν και απορούνε
αχ τα μάτια σου,
για τα όνειρα που κάναμε ρωτούνε
αχ τα μάτια σου.
Μάτια παραπονεμένα
μάτια που `σαστε για μένα
θάλασσες υπομονής,
με κλωστούλες ασημένιες
πλέκω τις κρυφές σας έννοιες
σε τραγούδι της ζωής.



30 Μαΐου 2015

Σατραπεία (αφιερωμένο στις Πανελλήνιες 2015), του Γιώργου Χατζηαυγερινού


Μου' παν – και πίστεψα
πως πρέπει να μάθω γνώσεις για τον Αρταξέρξη
Άλγεβρες, αλχημείες, αρχαίες γλώσσες
Εδάφια, ιστορίες, πολιτείες
Κι όλα αυτά όχι για να τα πω στον Δήμο
Μονάχα να τα ξέρω απ'έξω
Καθώς πηγαίνω οδοιπόρος στα Σούσα
Στον Αρταξέρξη αρέσει η αποστήθιση
κι οι νέοι που δε σκέφτονται πολύ

Έτσι κι εγώ μαθαίνω και μαθαίνω και μαθαίνω
Κι η μάθησις δεν έχει τελειωμό
Μα ώρες-ώρες σκέφτομαι
Μαθαίνω; Μαθαίνω; Μαθαίνω;
Τι νόημα έχει η μάθησις δίχως Δήμο και Σοφιστές;
Δίχως την Αγορά, το Θέατρο και τους Στεφάνους;
Η σκέψη φεύγει γρήγορα, ο χρόνος δεν υπάρχει
Στον Αρταξέρξη αρέσει η αποστήθιση
κι οι νέοι που δε σκέφτονται πολύ
Κι είναι κι εκείνες οι φορές
που νιώθω δειλές σπίθες στο μυοκάρδιο
κοιτάζοντας τ'αστέρια, τη σελήνη
ονειρευόμενος τα δύσκολα και ανεκτίμητα Εύγε
Όχι, όχι! Εμένα ο στόχος μου είναι η σατραπεία!
Στον Αρταξέρξη αρέσει η αποστήθιση
κι οι νέοι που δε σκέφτονται πολύ
Προσπαθώ τόσο σκληρά να τον ευχαριστήσω
βάζω σφάγιο τη ζωή μου – λίγοι μήνες είναι...
Μετά θα έχω τη δική μου σατραπεία!
Άραγε...
θέλω σατραπείες;
Στον Αρταξέρξη αρέσει η αποστήθιση
κι οι νέοι που δε σκέφτονται πολύ
Σε εμένα


Σχόλιο: Είμαι τόσο περήφανη που είχα μαθητή έναν τόσο σκεπτόμενο, ικανό και ταλαντούχο νέο άνθρωπο!

Επικάρδιο (in memoriam) του Δημήτρη Νικηφόρου

Alice Neel

Επικάρδιο
(in memoriam)

Κοιμήσου τώρα Ελένη.
Αν ήμουν Σιμωνίδης ή Καλλίμαχος,
άλλο θα σου ’πλεκα στεφάνι,
μα είμαι μόνο γιος.
Κι έτσι κοιμήσου ωσότου
γιάνει ο καημός
του ανεπίστρεπτου ασώτου.
Όχι του Βυζαντίου η αγία,
μήτε της Τροίας η κλεμμένη.
Ψυχή μειλίχια, ξεπαστρεμένη,
της αγυρτείας μου η Παναγία.
Παιδούλα μοιάζεις
στο φωτεινό που αγαπούσες
φόρεμα ντυμένη.
Κανείς για σένα δεν πολέμησε,
τίμιο Σταυρό δεν βρήκες,
άλλων κουβάλησες το κρίμα
στους ώμους σου κι απέ στο μνήμα.
Με άντρα, γονιού, τα επώνυμα
στο μάρμαρο καρσί κι αντάμα
Ελένη... ξεθωριασμένο όνομα
που χρόνια είχε γίνει μόνο μάνα.

29 Μαΐου 2015

Ιsidore Ducasse: Γέρο Ωκεανέ (μετάφραση: Kώστας Ριτσώνης)

"ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ" ΜΕ ΠΟΙΗΣΗ





Ιsidore Ducasse (Ιζιντόρ Ντυκάς ή Λωτρεαμόν ή Κόμης του Λωτρεαμόν): LES CHANTS DE MALDOROR (TA ΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΛΝΤΟΡΟΡ), Γέρο Ωκεανέ

Γέρο ωκεανέ, ω μεγάλε εργένη, όταν περιοδεύεις την πομπώδη μοναξιά των ψυχρών σου βασιλείων, σωστά περηφανεύεσαι για τη μεγαλοπρέπειά σου την έμφυτη και για τους αληθινούς επαίνους που με βιασύνη θέλω να σου κάνω. Ταλαντευόμενος με ηδονή από τα μαλακά απονέρια του αργοπορημένου μεγαλείου σου που είναι το πιο επιβλητικό από τα προτερήματα που σου χάρισε ο δημιουργός, ξετυλίγεις, στη μέση ενός σκοτεινού μυστηρίου, πάνω σε ολόκληρη τη θεσπέσια επιφάνειά σου τα ασύγκριτά σου κύματα, ήσυχος κι όλο σιγουριά για τη παντοτινή σου δύναμη. Αυτά παράλληλα πηγαίνουν, λίγη η απόσταση που τα χωρίζει κι όταν το ένα γίνεται μικρό πάει το άλλο και το συναντά για να το μεγαλώσει, τα συντροφεύει ο θόρυβος ο μελαγχολικός του αφρού που λιώνει και όλα είναι αφρός αυτό μας λένε.< Έτσι, κι οι υπάρξεις οι ανθρώπινες, αυτά τα κύματα τα ζωντανά, η μια μετά την άλλη, με τρόπο μονότονο πεθαίνουν, αλλά χωρίς να κάνουν οι αφροί τους θόρυβο.> Με εμπιστοσύνη το αποδημητικό πουλί πάνω τους ξεκουράζεται κι εγκαταλείπεται στις δικές τους τις κινήσεις που όλο περηφάνεια του κάνουν το χατίρι μέχρι που τα κόκαλά του κι οι φτερούγες του να ξαναβρούν τη δύναμη την απαραίτητη για το μεγάλο ταξίδι στον αέρα. Και η ανθρώπινη μεγαλοπρέπεια θα το ’θελα να είναι η ενσάρκωση της αντανάκλασής σου. Γυρεύω πολλά, κι αυτή η ειλικρινής ευχή είναι δοξαστική για σένα. Το ηθικό σου μεγαλείο, εικόνα του απέραντου, είναι τεράστιο όπως οι διαλογισμοί του φιλοσόφου, όπως ο έρωτας της γυναίκας, όπως η θεία ομορφιά του πουλιού, όπως οι σκέψεις του ποιητή. Είσαι πιο ωραίος κι απ’ τη νύχτα. Απάντησέ μου, ωκεανέ, θέλεις να γίνεις αδερφός μου; Κινήσου ορμητικά λοιπόν…πιο πολύ…ακόμα πιο πολύ, αν θες με την εκδίκηση του Θεού σύγκριση να σου κάνω` μάκρυνε τα γαμψά σου μαύρα νύχια και ένα δρόμο πάνω στο ίδιο σου το στήθος να χαράξεις…έτσι, σωστά. Ξετύλιξε τα τρομερά σου κύματα, φριχτέ ωκεανέ, μονάχα εγώ σε έχω καταλάβει και μπρος στα γόνατά σου πέφτω και προσκυνώ. Το μεγαλείο που έχει ο άνθρωπος του είναι δανεικό` ποτέ δε θα μου το επιβάλλει: αλλά εσύ, ναι. Aχ! όταν προχωράς με ψηλά το τρομερό κεφάλι σου, τριγυρισμένος από την ακολουθία των ύπουλων νερών, άγριος και μυστηριώδης, κυλώντας τα κύματα το ένα πάνω στ’ άλλο κι αυτό που είσαι εσύ πολύ καλά το ξέρεις, αυτή την ώρα μέσα από τα βαθιά σου στήθια σου ξεφεύγει το μούγκρισμα το ασταμάτητο, λες κι οι μεγάλες τύψεις σε έχουν ταπεινώσει και οι άνθρωποι τόσο πολύ φοβούνται, ακόμα κι όταν σε ατενίζουν, με ασφάλεια, τρέμοντας πάνω στην ακτή, και τότε το βλέπω πως εγώ δεν έχω το εξαίρετο δικαίωμα, να λέγομαι όμοιος με σένα. Να γι’ αυτό το λόγο μπρος στην ανωτερότητά σου, θα ’δινα όλο τον έρωτά μου < και για την ομορφιά κανείς δεν ξέρει οι φιλοδοξίες μου τι ποσότητα έρωτα περιέχουν >, εάν δε μ’ έκανες με πόνο να σκέφτομαι τους συνανθρώπους μου, που μαζί με σένα σχηματίζουν την πιο ειρωνική αντίθεση, την πιο αστεία εναντίωση που είδαμε μέσα στα χρόνια της δημιουργίας: δεν μπορώ πια να σε αγαπώ, για σένα έχω απέχθεια. Γιατί σε σένα να ξαναγυρίζω, για χιλιοστή φορά, στα χέρια σου τα φιλικά, που ανοιγοκλείνουν, για να χαϊδέψουν το μέτωπό μου το καυτό, που βλέπει τον πυρετό να χάνεται μόλις το ακουμπήσουν! Το πεπρωμένο σου το μυστικό δεν το γνωρίζω` ότι σε αφορά με ενδιαφέρει. Πες μου λοιπόν είσαι του πρίγκιπα των σκοταδιών η διαμονή…Πες το μου…πες το σε μένα, ωκεανέ < σε μένα μόνο, για να μη λυπούνται αυτοί που γνώρισαν μόνο τις ψευδαισθήσεις>, αν η αναπνοή του Σατανά φτιάχνει τις τρικυμίες που τα νερά σου τα αρμυρά μέχρι ψηλά στα σύννεφα σηκώνουν. Πρέπει να μου το πεις, και θα γεμίσω με χαρά όταν θα μάθω πόσο κοντά στον άνθρωπο είναι η κόλαση. Θέλω αυτή να είναι η τελευταία στροφή της ικεσίας μου. Γι’ αυτό το λόγο, γι’ ακόμα μια φορά, θέλω να σε χαιρετήσω και θα σου πω αντίο! Γέρο ωκεανέ, με τα κρυσταλλένια κύματα… Τα μάτια μου άφθονα δάκρυα γεμίζουν, δεν έχω τη δύναμη να συνεχίσω` γιατί αισθάνομαι πως ήρθε η στιγμή που θα γυρίσω πίσω στους ανθρώπους, με την εμφάνισή τους τη θηριώδη` αλλά… κουράγιο! Ας κάνουμε μια μεγάλη προσπάθεια και με το αίσθημα του καθήκοντος τον προορισμό μας πάνω σε αυτή τη γη να τον ολοκληρώσουμε. Σε χαιρετώ! γέρο ωκεανέ!

Ο Ιsidore Ducasse μένει έκθαμβος και θαμπωμένος μπρος στο μεγαλείο και τη δύναμη του ωκεανού που χωρίζει τις δυο πατρίδες του την Ουρουγουάη και τη Γαλλία και του δηλώνει την υποταγή του… Ύστερα μέσα στα υπόλοιπα κείμενα του βιβλίου ΤΑ ΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΛΝΤΟΡΟΡ, που δημοσίευσε στο Παρίσι το 1868, συνεχίζει το μεγάλο του ταξίδι περιγράφοντας το κακό, το μίσος, τη βία, τον όλεθρο…όλα τους τόσο σύγχρονα και διαχρονικά…