Η Κοζάνη τη δεκαετία του 1930 |
Τις μεταφορικές αυτές εκφράσεις που εμπεριέχουν λέξεις σχετικές με την τροφή και τη διαδικασία του φαγητού, βρήκα στο εξαιρετικό και πολύτιμο για τον πολιτισμό της Κοζάνης βιβλίο "Γεύσεις από παλιά Κοζάνη" των Ματίνας Μόμτσιου Τσικριτζή και Φάνης Φτάκα Τσικριτζή. Εγώ προσθέτω μόνον τη σημασία τους, πότε και για ποιο λόγο λέγονταν.
1. Μισή μιρίδα άνθρουπους: Λέγονταν για τον μικροκαμωμένο, τον λιανό τον αδύνατο, τον αχαμνό, για κάποιον που δεν τον πιάνει το μάτι σου, που δεν τον λογαριάζεις σημαντικό ή ότι μπορεί να τα καταφέρει. Την έκφραση, τη χρησιμοποιούμε και σήμερα στην κοινή νεοελληνική.
2.Τιρούσιν κι τουν έπιφταν τα σάλια: Λέγονταν για κάποιον που επιθυμεί πάρα πολύ κάτι, που το λιγουρεύεται, που είναι νηστικός ή στερημένος γενικότερα και επιθυμεί αυτό που οι άλλοι απολαμβάνουν ή έχουν από μακριά.
3. Πε τα καθαρά κι μην τα μουτσιαλνάς (μουτσιαλνώ = μασώ): Λέγονταν για τους ανειλικρινείς, γι' αυτούς που προσπαθούσαν να αποκρύψουν στοιχεία, την αλήθεια γενικότερα, γι' αυτούς που μασούσαν τα λόγια τους. Για τις υπεκφυγές και τα μισόλογα,
4. Μη γένισι μουναχουφάης: Λέγονταν για κάποιον που τα ήθελε όλα δικά του και δεν μοιράζονταν.
5. 'Ν έκαμάμι φσιέκ': α) δηλ. φάγαμε πολύ και καλά, μέχρι σκασμού, την κάναμε ταράτσα. β)Νομίζω ότι η έκφραση αυτή είχε και δεύτερη σημασία και δήλωνε ότι θυμώσαμε κάποιον πάρα πολύ (τουν έφκιασα φσιέκ'), τον κάναμε πύραυλο, Τούρκο, συνήθως για λόγους εκδίκησης ή ανταπόδοσης.
6. Δε χαρίζ' κάστανα: Λέγονταν για κάποιον που τα λέει έξω από τα δόντια, χωρίς φόβο και πάθος, που μιλάει και εκφράζει την άποψή του με θάρρος και παρρησία. Το λέμε και σήμερα.
7. Είναι χαψιά κι σχώριου (χαψιά = μπουκιά, σχώριου = συγχώρεση): Λέγονταν για κάτι πολύ νόστιμο, εύγευστο ή πολύ όμορφο, με ιδιαίτερο κάλλος π.χ. μια όμορφη κοπέλα. "Είναι μπουκιά και συχώριο" λέμε και σήμερα.
8. Δεν αδειάζου να φάου ψουμί: Δηλαδή, δεν ευκαιρώ, δεν μου περισσεύει χρόνος, είμαι πολυάσχολος. Το έλεγαν συχνά οι παντρεμένες γυναίκες, καθώς οι πολλές δουλειές και υποχρεώσεις τις κρατούσαν συνεχώς στο πόδι.
9. Μυρίζ' χουρτασιές: Λέγονταν για κάποιον που δεν είχε όρεξη να φάει στο κανονικό τραπέζι, γιατί προηγουμένως είχε τσιμπολογήσει ή και για κάποιον που η οικονομική του άνεση ήταν εμφανής.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οποιαδήποτε προσθήκη ή διόρθωση είναι καλοδεχούμενη και πολύτιμη.