Άλλη μια ιστορία από το βιβλίο του Νάση Αλευρά «Μ’ είπιν η μάνα μ’» (έκδοση 1964). Τις ιστορίες αυτές θυμάμαι να μας διαβάζει ο πατέρας μου, Θύμιος Γκούτζιος, όταν ήμαστε μικρά παιδιά για να μας διασκεδάσει, θα έλεγα σαν ένα Κοζανίτικο παραμύθι ή «μπέντι» όπως λεν οι Κοζανίτες. Δηλαδή μια ιστορία από τα παλιά που σκοπό έχει να σατιρίσει, να αστειευτεί με πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά και να ευχαριστήσει, να δια-σκεδάσει, μερικές φορές ακόμα και να διδάξει. Το βιβλίο αυτό θυμήθηκα τελευταία και το αναζήτησα στη βιβλιοθήκη του πατρικού μου, με αφορμή το μουντιάλ ποδοσφαίρου, καθώς στη μνήμη μου ανασύρθηκε μια ιστορία σχετική με τη «μπάλα» από το συγκεκριμένο βιβλίο. Από κει και πέρα βλέποντας ότι αυτές οι ιστορίες δε διασώζονται σε ηλεκτρονική μορφή, θεώρησα ότι θα ήταν καλό να καταγραφούν και στον διαδικτυακό χώρο, πολύ περισσότερο αφού αποδείχτηκε ότι ενδιαφέρουν και διαβάζονται από τους Κοζανίτες. Στη συγκεκριμένη ιστορία, λόγω πολιτικών συγκυριών, θα μπορούσε να δοθεί και ένας ακόμα τίτλος από φράση του κειμένου: «Πώς οι Γιρμανοί μας ακόλτσαν τ’ άντιρα στα πλιβρά, απ’ τ’ν νησκουσίν». Τίτλος που εκφράζει απόλυτα την πείνα της κατοχής, αλλά προσεγγίζει και την πτώχευση του ελληνικού λαού εξαιτίας της ευρωπαϊκής-γερμανικής πολιτικής, καθώς και των υπηρετούντων αυτήν Ελλήνων πολιτικών.
- Ω! Κουκουλιό…
- Όρσι!
- Έβγα, ψίχα όξου, απ’ χαλέβου να σι πω!
- Τ’ είνι, αρά Κατσέλα;
- Πάει τ’ αμπέλ’ σ’! Στου τρύγισαν οι Γιρμανοί!...
- Μούλουνι κ’ ιέχου κακό απ’ ν’ καρδιά μ’!....
- Κάθι μέρα, άλλ’ δλιά δεν ιέχ’ ν. Σιβαίν’ στ’ αμπέλ’ σ’ κι πραχαλνούν τα σταφύλια.
- Αυτά δεν παρδάλτσαν ακόμα! Τ’ς αγουρίδις τρων;
- Ιέχ’ν χαμπάρ’ αυτοί απ’ αγουρίδις κι απού φτασμένα!…Σταφύλια νάνι μούνκι κι’ όπους νάντα, τα ρίχ’ν σιακάτ’!
- Να πααίνου μπάριμ, να ιδώ τι γένιτι!...
- Σύρι τ’ αγλιούγουρα, να μι σιαφήκ’ν μούνκι τα κούτσουρα!
Φουρτών’ τ’ γουμάρα τ’ ου Κουκουλιός κι κινάει για του Σιώπουτου. Τουν γλέπ’ ου δάσκαλους κι τουν αρουτάει.
- Για πού μι του καλό, πάπου, έτσια βιαστικός;
- Πααίνου στ’ αμπέλ’, απ’ μας το τρύγ’σαν οι Γιρμανοί!
- Καρτέρα ναρθώ κι γω αντάμα.
- Κι τι τα κάμ’ς ισύ;
- Είσι αγράμματους κι δεν τα μπορέισ’ς να συννινουηθείς μι τιαφνούς! Τα τ’ς ουμιλήσου ιγώ κι τα καταλάβ’ν.
Φτάν’ν στ’ αμπέλ’ κι γλέπ’ν καμιά δικαρά Γιρμανοί, μι τα τφέκια κριμασμένα στουν ώμουν κι ψηλοί σαν τ’ Τσιουμούλ’ τα καραγάτσια!
- Γειά σας, καλά πιδιά! τ’ς λέει ου πάπους.
- Σιάϊζε! Τουν απουκρένουντι ιτούτ’
- Τ’ είπαν αρά δάσκαλι;
- Γειά σου, πάπου!
- Τ’ς κουντουζγών’ ου δάσκαλους κι τ’ς χιριτάει.
- Κάμαραντ, γκούντ καλημέρα!
- Σιάϊζε φαφλούκτεν μέντ’ς!
Τουν χαβά τ’ ου δάσκαλους.
- Κάμαραντ, όχι καλά σταφύλος. Αγένουτα ανκόρ! Αγκουρίντες!
- Σακραμέντο!
-Τι σι λεν αρά δάσκαλι, οι μπουμπαρέι;
- Είνι καλά κι τα φαν κι’ άλλα.
- Καλάμια κι παλιούρια στουν γκ’ριτσιλιάνου τ’ς! Οι ξιμέτουχ’ απ’ μας ξιπάτουσαν τ’ αμπέλ’!
- Κι’ απ’ δεν λεν να σταματίσ’ν…
-Αφκέτ’ς να ντιρλικώσ’ν όσα χαλέβ’ η κλιά τ’ς! Κι να τ’ς γιδώ ύστιρας πώς τα σ’μας’ν τα πουδουνάρια τ’ς!
- Δεν ιέχ’ν ανάγκ’ αυτοί! Αϊλί απ’ τ’ αμπέλ’!
- Άμα τ’ς τσακώσ’ ου τσίλταρους, τότις να τ’ς πω τα τραγούδια!
- Κάμαραντ, λιέει πάλι ου δάσκαλους. Στάφυλος, ξύνα – ξύνα – ξύνα!...
- Ράουστ!...κι άδραξαν τα τ’φέκια τ’ς.
Τα χράσκιν ου δάσκαλους. Ανοίγ’ τα κατσιαούλια τ’ κι γιλάει σα νάτρουγιν πιτιμέζ’!
- Κάμαραντ! Γκούντ στάφυλος! Φατέ – φατέ – φατέ! Όσου χαλέβτι!...Ώσπου να ξικλιαστείτι!...
- Ράουστ, παντίτ!...
- Ι! κάμ’ ου δάσκαλους, μας πρόκουψέτι!...Ιτούτου χράζονταν ακόμα να μας πήτι!...Δεν φτάν’ απ’ μας ακόλτσέτι τ’ άντιρα στα πλιβρά, απ’ τ’ν νησκουσίν’, να μας βγάλτι κι παντίτ!...Σιούκου, πάπου, να φύβγουμι κι σι γλέπου κούτσουρου απχάτ’ απ’ τ’ν μπαλαμιά!...
Ρουβόλτσαν τουν κατήφουρουν κι σιλουϊούνταν τα σταφύλια, απ’ δεν τα γεύουνταν ικείν’ τ’ χρουνιά….
ΓΛΩΣΣΑΡΙ (για τους νέους και τους πρωτευουσιάνους)
Όρσι = ορίστε
Ψίχα = λίγο
Χαλέβου = θέλω
Αρά = ρε
Μούλουνι = μη μιλάς, σώπαινε
Σιβαίνω = μπαίνω
Πραχαλνώ = τρώω (με όρεξη)
Παρδάλτσα = έγινα πολύχρωμος. Εδώ αναφέρεται στα σταφύλια, δηλ. ότι δεν κοκκίνισαν, δεν ωρίμασαν ακόμα.
Ιέχ’ν χαμπάρ’ = κατάφαση με αρνητική σημασία, δηλ. ότι κάποιος δεν έχει ιδέα, τη γνώση ενός πράγματος, είναι αδαής. Εμπεριέχει ειρωνεία..
Μούνκι = μόνο
Τα ρίχ’ν σιακάτ’ = τα ρίχνουν προς τα κάτω, προς την κοιλιά, τα τρών.
Μπάριμ = μήπως;
τα καραγάτσια = ψηλά δέντρα, οι πτελέες (Φτελιές), εξ΄ου και σιούκλα καραγατσίσια.
Τ’ς κουντουζγών’ = τους πλησιάζουν
Σιάϊζε φαφλούκτεν μέντ’ς = ίσως κάποια υποτιμητική βρισιά των Γερμανών για τους κατακτημένους;
Τουν χαβά τ’ = το τροπάρι του, τα δικά του (λόγια και σκέψεις) κατ' επανάληψη
Σακραμέντο = βρισιά;
οι μπουμπαρέι = έντομα που με τη μεταφορική σημασία της λέξης αναφέρονται στον αντιπαθή, τον αχώνευτο;
στουν γκ’ριτσιλιάνου τ’ς = στο λαιμό τους
Οι ξιμέτουχ’ = αυτοί που δε συμμετέχουν, οι αμέτοχοι, οι αδιάφοροι;
Αφκέτ’ς να ντιρλικώσ’ν όσα χαλέβ’… = άφησε τους να φάνε όσα θέλει….
να τ’ς γιδώ = να τους δω
πώς τα σ’μας’ν τα πουδουνάρια τ’ς = πώς θα συμμαζέψουν τα παντελόνι τους;
Τα χράσκιν = τα χρειάστηκε, φοβήθηκε
τα κατσιαούλια = τα σαγόνια
Ράουστ, παντίτ = σταμάτα, αντάρτη;
απχάτ’ απ’ τ’ν μπαλαμιά = κάτω από την αμυγδαλιά
σι γλέπου κούτσουρου απχάτ’ απ’ τ’ν μπαλαμιά = μεταφορική έκφραση που σημαίνει: σε βλέπω νεκρό
Ρουβόλτσαν τουν κατήφουρουν = πήραν βιαστικά τον κατήφορο, σχεδόν κύλησαν, έτρεξαν.
Σιλουϊούνταν = συλλογίζονταν, σκέφτονταν
Στο γλωσσάρι κάποιες λέξεις - φράσεις δίνονται με ερωτηματικό. Αν κάποιος-α γνωρίζει τη σημασία τους, θα ήταν χρήσιμο και ευχάριστο να σχολιάσει δίνοντας τη σωστή απάντηση, διορθώνοντας κλπ.
Από Ματίνα Γκούτζιου
Πραχαλνώ. Ετυμολογία;
ΑπάντησηΔιαγραφή