Φούρνοι Κορσεών, γνωστοί και ως Φούρνοι Ικαρίας, αν και ανήκουν στο νομό Σάμου. Εκεί συνήθως πάνε και για γιατρούς, μας είπαν - αυτή είναι και η μεγάλη τους ανασφάλεια, η υγεία - ξοδεύοντας ένα κάρο παράδες. Ένα αστακουδάκι στο πέλαγος, μια συστάδα μικρών ή μικρότερων νησιών ανεμοδαρμένων, κυματοδαρμένων, στεγνών και βραχωδών, όμορφων και ονειρεμένων για ήσυχες και φυσιολατρικές διακοπές. Η θέα στο Αιγαίο από τα μικρά υψώματα των νήσων πλημμυρίζει με ομορφιά την ψυχή σου. Ο αέρας, τα μποφόρια, συχνά και δυνατά, σε χτυπάνε παιχνιδιάρικα ή έντονα - σ΄αρχίζν στς ανακατουμένες στη χωριατική - οι βόστρυχοι των γυναικών με τα μακριά μαλλιά μπλέκονται σαν τα φύκια της θάλασσας, κάποιες φορές χάνεις την ορατότητα, ξεμπλέκονται ακόμα και από την σφιχτά δεμένη αλογοουρά της κόμης, στην ακοή υπερισχύει το σφύριγμα του ανέμου, δυσκολεύεσαι να κάνεις διάλογο, αλλά αυτά για τους φυσιολάτρες είναι ομορφιά, αυτός είναι ο κόσμος των νησιών που είναι ριζωμένα σε θαλάσσια ρεύματα, καταμεσής στο πέλαγος. Σίγουρα το καλοκαιράκι υπάρχουν και πιο ήσυχες μέρες, εμείς πετύχαμε μποφόρια.
Ξεκινήσαμε με καθυστέρηση - να γίνει ή να μη γίνει το δρομολόγιο - από τον Άγιο Κήρυκο Ικαρίας και το βαποράκι μας κουνιόταν πολύ, λίγοι οι επιβάτες, καμιά δεκαριά, φοβήθηκα τόσο που δε ντράπηκα να ρωτήσω, αν κινδυνεύουμε. Όχι. Σαν το βαπόρι μας μπήκε πίσω από τις πρώτες ξέρες της νήσου Θύμαινας, κάπως έκοψε το κύμα. Με δυσκολία έδεσε για λίγο στο λιμανάκι του νησιού, ίσα για να φορτώσει κάποια δέματα, προϊόντα, να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες των 151 κατοίκων που διαμένουν στους δυο οικισμούς του νησιού. Ήσυχη, αλλά δύσκολη μάλλον ζωή. Για όσους γεννήθηκαν εκεί και οι δεσμοί με τον τόπο είναι ισχυροί ή για αναχωρητές προς αποτοξίνωση από τον πολιτισμό που έγινε εντελώς απολίτιστος.
Κούνια μπέλα, κούνια μπέλα, δεν έσπασε η κουτέλα, φτάσαμε και στους Φούρνους Κορσεών, το μεγαλύτερο νησί της συστάδας με 1000 περίπου κατοίκους. Ωραία! Νοικιάσαμε αυτοκίνητο, φθηνά ακόμα τον Ιούνιο, και ξεκινήσαμε την περιήγηση του όμορφου δαντελωτού νησιού. Το νησί, ευτυχώς, αραιοκατοικημένο, δεν έχει γεμίσει με εξοχικά και βίλες, ασφαλτοστρωμένο σε όλους τους κύριους δρόμους που οδηγούν στους λίγους οικισμούς του. Κατσικούλια παντού, στο δρόμο, στις ερημικές ακόμα παραλίες. Η άσφαλτος ζωγραφισμένη σε πολλά σημεία από τα ούρα τους κι αυτά καταμεσής του δρόμου να μη σπαράσσονται για να περάσει το όχημα μας. Με σλάλομ και προσοχή περνούσαμε. Η αργυρόχρυση, γεμάτη μικρά αστεράκια λωρίδα του ήλιου ζωγραφισμένη στις θάλασσες των Φούρνων ήταν η κυρίαρχη εικόνα. Η δεύτερη, η θέα όλων των μικρότερων νησιών της συστάδας σαν κάποιος να τα έχει αποθέσει στο πέλαγος για να δημιουργήσει γέφυρες για τα γιγαντιαία βήματά του, πράγμα που ισχύει ιστορικά, αφού η ιστορία τους ξεκινάει από τότε που ο άνθρωπος ξεκίνησε τα ταξίδια του για να επιβιώσει, αργότερα για να εγκατασταθεί, να αποικίσει. Για πολλά χρόνια τα νησιά αυτά ήταν λημέρια πειρατών, αφού οι φυσικοί όρμοι και κόλποι των νησιών τους πρόσφεραν ασφαλές καταφύγιο ή ορμητήριο. Το Στρογγυλό, το Πλατύ, το Μακρύ, το Πρασονήσι, ο άγιος Μηνάς κ.α. είναι μερικά από τα νησάκια των Κορσεών, κάποια ακατοίκητα. Θυμάρι, ρείκια ... και μελίσσια, ωραίο θα είναι το μέλι που καταναλώνουν στα σπίτια τους. Ανεβήκαμε και σε μια τοποθεσία με μύλους, όπου ο τρελός αήρ, μας τρέλανε ευχάριστα. Πεινάσαμε και φάγαμε στο μοναδικό, τουλάχιστον τότε, ταβερνάκι στη Χρυσομηλιά, εμείς και ένα ακόμα ηλικιωμένο ζευγάρι Γερμανών. Τι άλλο; Ψαράκι, πατατούλες φρέσκες, σαλατούλα, μπιρόνια, έχουν αυτές οι στιγμές του φαγητού στα ήσυχα ταβερνάκια των νησιών μας την ευλογία του επίγειου παραδείσου της απόλαυσης. Ψαρευτικά σύνεργα παντού στη Χρυσομηλιά και αλλού, οι κάτοικοι των νησιών τι άλλο να κάνουν; Αλιεία και τουριστική αλιεία, κτηνοτροφία, μελισσοκομεία, λίγες ελιές, λίγα δέντρα, αυτά.
Διαδρομές με το όχημα και με τα πόδια παντού, δεν αφήσαμε κολπάκι ή δρομάκι στους υπάρχοντες δρόμους, όχι ότι θυμάμαι τις ονομασίες του κάθε κόλπου ή παραλίας, αλλά θυμάμαι τις εικόνες, κάποιες σαν να είναι μπροστά μου τώρα που καταγράφω τις στιγμές. Βεβαίως θα ξαναπήγαινα, αλλά είναι πολλά κι αυτά που δεν είδαμε, δε φτάσαμε. Μπανάκι δεν κάναμε, με το φουτεράκι ήμουνα, καθίσαμε όμως σε καφενεδάκι στη χώρα, περιμένοντας το παπόρο για Σάμο και απολαύσαμε το καφεδάκι μπροστά στην παραλία της χώρας που είναι μια ζωγραφιά - οι φωτογραφίες εκεί για καρτ ποστάλ - με τα αλμυρίκια και τα βαρκάκια της να χορεύουν σούστα; Μπάλο; Για μένα τάνγκο, έτσι μ' αρέσει. Η χώρα όμορφη, δυο τρεις κάθετοι προς το λιμανάκι δρόμοι κι ό,τι ανάμεσό τους. Πάλι καμιά δεκαριά επιβάτες, μικρού μεγέθους όλα, αλλά μεγάλης αξίας. Ματαξύ Φούρνων και Σάμου για κάποια ναυτικά μίλια πάντα Φυσάει, κατά το Πάντα Βρέχει στην Ευρυτανία. Ε, ρίξαμε ένα ακόμα χορό, αποχαιρετώντας τους Φούρνους, το έντεκα, λόγω καταγωγής από τη Σουρδία, όμως όνομα και πράγμα τα νησάκια, η καρδιά μας ήταν ζεστή, την έκαιγε η ομορφιά των τοπίων.