Να είσαι καλά, Δημήτρη Νικηφόρου!
Η τελευταία που ερωτεύτηκα γυναίκα έχτισε
στ' άφραχτα αμπέλια μου μια μάντρα από ξερολιθιά.
Την είπε αγάπη· 24 καλικαντζάροι μαυροτσούκαλοι
στοιβάξαν σαν τις πέτρες τα περισσά μου χρόνια το ένα πάνω στ’ άλλο κι έπειτα μες στο θρασύ της γέλιο από τα πίσω καθίσματα του τρένου
μου έβγαζαν τη γλώσσα περιπαιχτικά
ενώ κρατιόμουν όρθιος στις χειρολαβές:
Η τελευταία που ερωτεύτηκα γυναίκα έχτισε
στ' άφραχτα αμπέλια μου μια μάντρα από ξερολιθιά.
Την είπε αγάπη· 24 καλικαντζάροι μαυροτσούκαλοι
στοιβάξαν σαν τις πέτρες τα περισσά μου χρόνια το ένα πάνω στ’ άλλο κι έπειτα μες στο θρασύ της γέλιο από τα πίσω καθίσματα του τρένου
μου έβγαζαν τη γλώσσα περιπαιχτικά
ενώ κρατιόμουν όρθιος στις χειρολαβές:
Κι ήρθες με μια αγκαθωτή ομορφιά, σκέρτσο,
γράδα σωστά στην πουτανιά, ίσα που να τσιμπάει
στον ουρανίσκο. Να πίνεις, να μεθάς, να μη χαλιέσαι·
ήρθες με μάτια αμύγδαλα παιδιού,
που αθώα μένουν όσο παιδεύει το κουτάβι του, πείσμα χωριάτικο και στο κεφάλι μηχανή που τη δουλεύανε οι βάρδιες του διαόλου.
Με στήθια ήρθες στο μάρμαρο ολόγιομα, και ρώγες μοσχομύριστα κοράλλια·
πίσω χτυπούσε μια καρδιά σκληρό σφεντάμι κι ελάτι τρυφερό.
Ένα βιολί σπασμένο. Για λίγο τ' άκουσα να κελαδάει χωρίς χορδές μόνο για μένα.
Τίποτα συνταρακτικό ως εδώ!
γράδα σωστά στην πουτανιά, ίσα που να τσιμπάει
στον ουρανίσκο. Να πίνεις, να μεθάς, να μη χαλιέσαι·
ήρθες με μάτια αμύγδαλα παιδιού,
που αθώα μένουν όσο παιδεύει το κουτάβι του, πείσμα χωριάτικο και στο κεφάλι μηχανή που τη δουλεύανε οι βάρδιες του διαόλου.
Με στήθια ήρθες στο μάρμαρο ολόγιομα, και ρώγες μοσχομύριστα κοράλλια·
πίσω χτυπούσε μια καρδιά σκληρό σφεντάμι κι ελάτι τρυφερό.
Ένα βιολί σπασμένο. Για λίγο τ' άκουσα να κελαδάει χωρίς χορδές μόνο για μένα.
Τίποτα συνταρακτικό ως εδώ!