Μπορεί τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο να μην τα αντίκρισε τελικά το πρωταγωνιστικό ζευγάρι της ταινίας, ωστόσο τους χιονάδες της ζωής τους αντιμετώπισε με τον τρόπο που τα αγαπημένα και ταιριαστά ζευγάρια αντιμετωπίζουν και κατά κάποιο τρόπο επιλύουν, προσαρμόζοντας τη ζωή τους στις όποιες νέες συνθήκες.
Μπορεί πάλι συμβολικά οι παγετώνες του Κιλιμάντζαρο να διατήρησαν άθικτες τις αξίες και το ήθος που κάνουν τη ζωή να λάμπει φωτεινή, ακόμα και μέσα στις αντιξοότητες. "Καλοί που είναι οι φτωχοί"! Ή τουλάχιστον στην περίπτωση του φιλμ, εμπνευσμένο από το ομώνυμο ποίημα του Βίκτορα Ουγκώ, όπως λέει ο σκηνοθέτης της ταινίας Robert Guédiguian: " Το τέλος του ποιήματος, το σημείο δηλαδή που ο φτωχός ψαράς αποφασίζει να υιοθετήσει τα παιδιά του πεθαμένου γείτονα και μετά ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του πήρε την πρωτοβουλία και είχε ήδη μαζέψει τα παιδιά στο σπίτι, σου σπαράζει την καρδιά. Τόση καλοσύνη, τόση μεγαλοψυχία είναι παραδειγματικές. Υπάρχει ακόμα αυτή η αμοιβαία κατανόηση, αυτή η τρυφερή χειρονομία ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες, τον άνδρα και τη γυναίκα, που είναι εξίσου γενναιόδωροι ».
"Η γειτόνισσά μας πέθανε εψές. Θα ’ταν σαν έλειπες.
Άφησε πίσω δυο μικρά, μωρά παιδιά, ευάλωτα. Γουίλιαμ και Μαντελίν.
Το ένα απλά τραυλίζει, το άλλο μόλις που βαδίζει.”
Ο άνδρας έδειχνε βαρύς και στη γωνιά διωγμένος
Το γούνινο μπερέ του, στη θάλασσα και τη βροχή λουσμένο,
Πιάνοντας το κεφάλι, μουρμούρισε δειλά – τι τέλος!
“Έχουμε πέντε παιδιά, μ’ αυτό επτά” είπε αυτός.
“Και ήδη με αναβροχιά θα κοιμηθούμε
Χωρίς τροφή πολλές φορές το δίχως άλλο. Και το λοιπόν;
Δε φταίω εγώ. Μπορούνε και ατυχίες να συμβούνε.
Θα ’ταν επιθυμία του καλού Θεού. Τι να πω.
(…)
Σύρε και φέρ’ τα, γυναίκα. Θα φοβηθούν πολύ
αν με νεκρούς ξυπνήσουν μόνο.
Ήταν η μάνα τους που χτύπησε την πόρτα ,
Πρέπει να έρθουνε κοντά μας τα μικρά.
Αδέρφια θα γενούν για τα παιδιά μας,
Και στην αγκάλη μου θα μένουν στα ζεστά.
Μόλις στο σπίτι μας τους ξένους τούτους δει,
Ο Θεός θα δώσει άλλη τόση πια τροφή.
Θα κοπιάσω. Κρασί άλλο δε θα πιω-
Σύρε και φέρ’ τα. Γιατί διστάζεις, αγαπημένη;
Έτσι καμώνεσαι να προχωράς εσύ;
Κι εκείνη έκανε στην άκρη για να πει “Ήρθαν οι ξένοι!"
Την ταινία μου τη συνέστησε φίλη μου στης οποίας την άποψη έχω εμπιστοσύνη (ευχαριστώ, Σίσσυ!) και πράγματι μας άρεσε πολύ (σ' εμένα και στον άντρα μου). Διαβάζω εκ των υστέρων πολύ καλές κριτικές για την ταινία και στα διαδίκτυο και τη συστήνω κι εγώ στους φίλους μου.
Λίγα λόγια για την υπόθεση και μια σύντομη κριτική για την ταινία του του Robert Guédiguian, παραγωγής του 2011, όπως τα διάβασα στο ιστολόγιο του Στράτου Κερσανίδη (εδώ):
Ο Μισέλ, μαχητικός συνδικαλιστής ο οποίος εργάζεται στο λιμάνι της Μασσαλίας, απολύεται μαζί με άλλους 19 συναδέλφους του. Παρόλο που μένει χωρίς δουλειά συνεχίζει να ζει ευτυχισμένος με τη γυναίκα του Μαρί Κλερ με την οποία είναι παντρεμένος 30 ολόκληρα χρόνια. Τα παιδιά, τα εγγόνια και οι φίλοι τους, τους κάνουν να νιώθουν ευτυχισμένοι. Στην επέτειο του γάμου τους τους κάνουν ένα πάρτι και οι φίλοι τους χαρίζουν δύο εισιτήρια και χρήματα για ένα ταξίδι στο Κιλιμάντζαρο. Όμως μετά από μερικές μέρες δύο κουκουλοφόροι ληστές εφορμούν στο σπίτι τους, όπου βρίσκονται μαζί με το φιλικό τους ζευγάρι, τον Ραούλ και την Ντενίς, και τους ζητούν το κουτί με τα χρήματα. Ο Μισέλ θα ανακαλύψει πως ένας από τους ληστές είναι ο Κριστόφ, ένας νεαρός συνάδελφός του που απολύθηκαν την ίδια μέρα. Τον καταγγέλλει στην αστυνομία και ο νεαρός συλλαμβάνεται. Και τότε αρχίζουν τα ηθικά διλήμματα για τον Μισέλ και τη Μαρί Κλερ. Ο Κριστόφ μεγαλώνει μόνος τα δύο μικρότερα αδέλφια του, ενώ η μητέρα του έχει εγκαταλείψει τα παιδιά της. Ο Μισέλ και η Μαρί Κλέρ, άνθρωποι πολιτικοποιημένοι και με δράση περνούν στην πράξη και με μια γενναία πράξη ανθρώπινης αλληλεγγύης αποδεικνύουν πως η επανάσταση μπορεί να είναι και μια καθημερινή πρακτική, ένας αγώνας μικρών αλλά εντέλει πολύ μεγάλων πραγμάτων.
Μια ξεκάθαρη, χωρίς υπονοούμενα και σημεία προς διευκρίνιση πολιτική ταινία. Μια ταινία αληθινή και αισιόδοξη, που μπαίνει στην καρδιά των σύγχρονων προβλημάτων, της ανεργίας και της φτώχειας, που δε διστάζει να κοιτάξει κατάματα τα πράγματα και μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει ακόμη και τη θέση του ανθρώπου που γίνεται ληστής. Ταινία που συγκινεί με την ανθρωπιά της, που κυλάει και ρουφιέται από το θεατή, που μιλά για τα μεγάλα ζητήματα της εποχής χωρίς μεγαλοστομίες, που δεν προσπαθεί να υποδείξει σε κανέναν το τι είναι σωστό. Η έννοια του σωστού και του ηθικού προκύπτουν μέσα από την ίδια την αφήγηση, η οποία είναι στρωτή, συχνά με χιούμορ αλλά πάνω απ’ όλα γεμάτη ελπίδα για τον άνθρωπο. γι' αυτό το ον που είναι ικανό για το χειρότερο αλλά και για το καλύτερο. Ο Γκεντιγκιάν βλέπει την καλή πλευρά του ανθρώπου, εκείνου που έχει ηθικές αξίες, που αγωνίζεται όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά για το σύνολο, που γνωρίζει πώς να επιδείξει την αλληλεγγύη του. Μια ταινία με ξεκάθαρη ταξική ματιά, που τολμά να κοιτάξει χωρίς φόβο ακόμη και μέσα στις διαφοροποιήσεις της ίδιας της εργατικής τάξης.
Η επανάσταση δεν τελειώνει ποτέ. Μπορεί να αποκτά νέες μορφές κι εκφράσεις, να δημιουργεί εσωτερικές συγκρούσεις κι αντιφάσεις, αλλά ο άνθρωπος ο οποίος την έχει κάνει κτήμα του και δεν φλέρταρε μαζί της λόγω μόδας ή από συμφέρον, παραμένει επαναστάτης. Καμιά φορά χωρίς κραυγές και συνθήματα, αλλά με ανοιχτό πνεύμα, ανθρωπιά και έμπρακτη αλληλεγγύη.
Συντελεστές της ταινίας:
Σκηνοθεσία: Ρομπέρ Γκεντιγκιάν
Σενάριο: Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, Ζαν-Λουί Μιλεσί, βασισμένο στο ποιήμα του Βίκτορ Ουγκό « Les pauvres gens»Φωτογραφία: Πιερ Μιλόν
Μοντάζ: Ρομπέρ Σασιά
Μουσική: Πασκάλ Μαγιέρ (μουσική επιμέλεια)
Πρωταγωνιστούν: Αριάν Ασκαρίντ, Ζαν Πιερ Νταρουσέν, Ζεράρ Μεϊλάν, Μεριλίν Καντό, Γκρεγκουάρ Λεπρίνς-Ρινγκέ, Αναϊς Ντεμουστιέ
Διάρκεια: 107 λεπτά
Σημείωση: Καμιά σχέση δεν έχει η ταινία του Robert Guédiguian με την ομώνυμη ταινία του Χένρι Κινγκ, παραγωγής 1952, που βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Χέμινγουεϊ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου