Το video δημιουργήθηκε και αναρτήθηκε από το χρήστη: Ματίνα Γκούτζιου
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
Οι εργατικοί και κοινωνικοί αγώνες της Πρωτομαγιάς αποτέλεσαν διαχρονικά πηγή έμπνευσης για τους ποιητές μας. Ο πρώτος νεκρός στις 9 του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη ήταν ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης από το Ασβεστοχώρι που συμμετείχε στην παλλαϊκή απεργία των Θεσσαλονικιών εργατών. Η τότε νεοδιορισμένη κυβέρνηση Μεταξά διέταξε τη χωροφυλακή να πατάξει με κάθε μέσο τους διαδηλωτές με αποτέλεσμα τον θάνατο 12 εργατών μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Μάη. Από το φωτορεπορτάζ της εποχής προέκυψε η φωτογραφία της μάνας του Τάσου Τούση που θρηνεί τον νεκρό της γιο καταμεσής του δρόμου.
Αυτή την εικόνα είδε ο Γιάννης Ρίτσος και μας έδωσε αμέσως μετά το περιστατικό, την ποιητική του συλλογή «Επιτάφιος». Η φωτογραφία έκανε τον γύρο της υφηλίου κάνοντας τους ξένους να παραλληλίζουν τον λαϊκό αγώνα στη Θεσσαλονίκη με τα γεγονότα στην Ισπανία του Φράνκο. Το βιβλίο του Ρίτσου λίγο έλειψε να γίνει μπεστ σέλερ, πράγμα σπάνιο για ποιητικές συλλογές, γι’ αυτό η κυβέρνηση Μεταξά το καίει για παραδειγματισμό το 1938 μπροστά στους στύλους του Ολυμπίου Διός.
Ο Γιάννης Ρίτσος καταφέρνει να το επανεκδώσει το 1958 και να στείλει ένα αντίγραφό του στον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος μέσα σε μια νύχτα μελοποιεί 8 αποσπάσματά του.
Απόσπασμα από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου 1936
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τά 'δειχνες ένα-ένa
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μού ’δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μού 'δειχνες τα αστέρια και τα πλάτια,
τά 'βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.
Και μού 'λεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θά 'ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τά 'δειχνες ένα-ένa
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
Και μού ’δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μού 'δειχνες τα αστέρια και τα πλάτια,
τά 'βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.
Και μού 'λεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θά 'ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου