Πολλές φορές αποφεύγει κανείς να δώσει μια αρνητική απάντηση άμεσα. Μάλιστα με περιπαικτική διάθεση απαντά με τέτοιο τρόπο, ώστε η αρνητική απάντηση να φαίνεται καταφατική. Εκτός από τη λέξη Αρίνταγας (βλ.http://matinaal.blogspot.gr/2014/07/auf-balkonien.html) που δηλώνει έναν ανύπαρκτο τόπο διακοπών, το πουθενά γενικότερα, οι Κοζανίτες, όταν θέλουν να δηλώσουν το απόλυτο τίποτα χρησιμοποιούν και τη λέξη γκόγκανα. Τα γκόγκανα (ή γκάγκανα στην Κάλιανη) στην πραγματικότητα είναι ο καρπός ενός άγριου θάμνου (οι άγριοι θάμνοι στο τοπικό ιδίωμα ονομάζονται και γκαγκτζιές) που φύεται στις εξοχές γύρω από την πόλη. Φαίνεται λοιπόν ότι σε περιόδους πείνας και φτώχειας, οι Κοζανίτες για να διασκεδάσουν τον πόνο τους έλεγαν "θα φάμε γκόγκανα" που υπήρχαν εν αφθονία αλλά δεν τρώγονταν - κατά μαρτυρία της μάνας μου ήταν στυφά - σε αντίθεση με τους φαγώσιμους καρπούς που δεν υπήρχαν ή δεν περίσσευαν. Πολλές φορές ακόμη και σήμερα όταν δεν υπάρχει φαγητό στο σπίτι, ακούμε τους Κοζανίτες να απαντούν στην ερώτηση "Τι θα φάμε σήμερα;" με τη λέξη " Γκόγκανα!" Στη συνέχεια με τη μεταφορική της σημασία η λέξη γκόγκανα χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα και μέχρι σήμερα στην τοπική διάλεκτο σημαίνει το απόλυτο τίποτα.
Η λέξη "νηστικόπιτες" αναφέρεται από τον κ. Ν. Σαραντάκο, να έχει ανόλογη σημασία με τη λέξη γκόγκανα, να σημαίνει δηλαδή ότι δεν υπάρχει φαγητό στο σπίτι.
Υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις όπου αποφεύγει κανείς, περιπαικτικά, να δώσει αρνητική απάντηση ή μασκαρεύει την αρνητική απάντηση ώστε να ακουστεί θετική μας λέει ο κ. Σαραντάκος. Για παράδειγμα οι υποτιθέμενες μηδενικές παραγγελίες σε μαγαζιά, όπου ως απάντηση στο “τι θα πάρετε;” κάποιος παραγγέλνει “μια νερουλίτα χωρίς ανθρακικό” ή “μια μερίδα τίποτα με μπόλικο καθόλου”. Μάλιστα ένας καφετζής στην Τρίπολη, έχοντας απαυδήσει ν’ ακούει τους αργόσχολους να απαντούν “τίποτα” στη στερεότυπη ερώτηση “Τι θα πάρετε;” έπιασε και τύπωσε ετικέτες από αυτές τις τυποποιημένες των ποτών (με βραβεία σε διεθνείς εκθέσεις κτλ.) και με ένα ωραιότατο ΤΙΠΟΤΑ στη μέση, και τις έβαλε σε μπουκάλια απο λικέρ με γεύση αμύγδαλο, κι έτσι στο εξής όποιος μουστερής απαντούσε “Τίποτα” έπρεπε να το πληρώσει.
(Αυτό βέβαια θυμίζει και το κόμμα Λ.Ε.Υ.Κ.Ο. που είχε πάρει μέρος σε καναδυό εκλογές και είχε καταφέρει να τσιμπήσει κάμποσες χιλιάδες ψήφους με αυτό το τέχνασμα).
Παρεμφερής είναι και η δήλωση ανύπαρκτων ημερομηνιών αντί για την απάντηση “ποτέ”. Έτσι, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι αποκλείεται να συμβεί, ή ότι θα αργήσει πάρα πολύ, λέμε ότι θα γίνει “του Αγίου Ποτέ”, σατιρική παραλλαγή της φράσης “του Αγίου Τάδε” (π.χ. του Αγίου Δημητρίου) με την οποία τον παλιό καιρό προσδιόριζαν συχνά τις ημερομηνίες. Υπάρχει φυσικά και η αισχρή παραλλαγή “του αγίου Π@@@”, όπου, για επίταση, προσθέτουμε και τη λέξη “ανήμερα”. Στο στρατό, παλιά που η θητεία διαρκούσε κοντά στα δυο χρόνια, μια συνηθισμένη απάντηση για το πότε θ’ απολυθείς ήταν αυτή: του αγίου Π@@@ ανήμερα.
Υπάρχουν κι άλλες πολλές φράσεις για δήλωση ανύπαρκτης ημερομηνίας: στις 30 του Φλεβάρη, στις 32 του μηνός, τον κόκκινο Μάη, τον μήνα που δεν έχει Σάββατο, ενώ ο μέγας Άγιος Ποτέ έχει αντίστοιχα και σε άλλες γλώσσες, π.χ. οι Γερμανοί λένε Sankt Nimmerlein ενώ οι πορτογάλοι Sâo Nunca. Οι Γάλλοι πάλι τιμούν τη γιορτή του Αγίου Γκλενγκλέν (à la Saint-Glinglin).
Κάποιες άλλες φορές, η ανύπαρκτη λέξη χρησιμεύει για παραπλάνηση. Ας πούμε, πολλοί μεσήλικες θυμούνται πως όταν ήταν παιδιά τούς έστελναν οι μεγαλύτεροι στο μαγαζί της γωνίας να πάρουν “μισή οκά (ή μισό κιλό) σιλιπινούς” και “μισή οκά σικοβάρα”, για να μην τα έχουν μέσα στα πόδια τους. Αυτά βέβαια γίνονταν σε μια μακρινή εποχή, που ο κόσμος είχε παιδιά, υπήρχε μαγαζί στη γωνία, και τολμούσε να τα στείλει ίσαμε τη γωνία ασυνόδευτα. Το “σιλιπινούς” είναι μασκαρεμένο το “σου λείπει (ο) νους”, και το “σικοβάρα” δεν έχει σχέση με τα σύκα αλλά με το “σήκω (και) βάρα”.
Σε ένα χωριό της Λέσβου, οι μεγάλοι έστελναν το παιδί να πάρει “αλικόκς” και “σικοδίρμι”. Το δεύτερο είναι βέβαια το “σήκω δείρε με”, ενώ το πρώτο προέρχεται από το ρήμα “αλικοντίζω” = εμποδίζω, καθυστερώ, και ήταν εντολή προς τον μπακάλη να κάνει το παιδί να χασομερήσει.
Κλείνει ο κ. Σαραντάκος με ένα ανέκδοτο, όχι εντελώς άσχετο με το θέμα μας, αλλά όχι και πολύ σχετικό, όπως λέει. Σε ένα χωριό, είχε μόλις γυρίσει από την Αθήνα ο γιος ενός από τους προύχοντες, ο πρώτος από τα παιδιά του χωριού που είχε πάει πανεπιστήμιο και που τώρα επέστρεφε στο χωριό με το πτυχίο του φιλόλογου στις αποσκευές του. Ο δάσκαλος, βλέποντας ότι ο νεοφερμένος απειλούσε να του πάρει τον τίτλο του πιο μορφωμένου του χωριού, έβαλε σε ενέργεια τα μεγάλα μέσα. Εκεί που καθόντουσαν στην πλατεία του χωριού και πίναν τον καφέ τους, ρωτάει ο δάσκαλος τον νεαρό, εις επήκοον όλων:
-Μπορείτε να μου πείτε, κύριε συνάδελφε, τι σημαίνει ‘ουκ οίδα’;
-Δεν ξέρω.
-Ουκ επίσταμαι;
-Δεν ξέρω.
-Ου γιγνώσκω;
-Δεν ξέρω.
Οπότε, οι χωριανοί σκέφτηκαν -και αργότερα είπαν: Ου, τον καημένο τον Γιωργούλα, τρία χωράφια πούλησε για να σπουδάσει τον γιο του, κι αυτός τίποτα δεν έμαθε στην Αθήνα. Τρία πράματα τον ρώτησε ο κυρ δάσκαλος, κι αυτός δεν ήξερε να απαντήσει σε κανένα!
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: 1) Για τα γκόγκανα γράφει η Ματίνα Γκούτζιου, όλες οι υπόλοιπες πληροφορίες προέρχονται από τον κ. Ν. Σαραντάκο: (http://sarantakos.wordpress.com/2014/07/17/burdakoy-2/)
2) Αν κάποιος γνωρίζει περισσότερες πληροφορίες για τα "γκόγκανα", ευχάριστο και χρήσιμο θα είναι να σχολιάσει.
2) Αν κάποιος γνωρίζει περισσότερες πληροφορίες για τα "γκόγκανα", ευχάριστο και χρήσιμο θα είναι να σχολιάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου