Μια που έφτασε ο καιρός των διακοπών και της θάλασσας, αντιγράφω από το βιβλίο του Νάση Αλευρά "μ' είπιν η μάνα μ' " (έκδοση 1964) μια ακόμα σατιρική ιστορία που σκιαγραφεί την εποχή, τους ανθρώπους, τις συνήθειες, την άγνοια για όσα συνέβαιναν έξω από τη μικρή, κλειστή τους κοινωνία, την προσπάθεια εκμοντερνισμού κλπ. Η ιστορία έχει τον τίτλο "Οι Γουργόνις" (μετά το κείμενο υπάρχει γλωσσάρι).
Κίντσαν ουόλ' οι θαλασσόλυκ' απ' τ' Σκί'ρκα, τα διλφίνια απ' τού Κυραμαργειό κ' οι γουργόνις απ' τ' Ζαμάρα, να πααίν' στ' θάλασσα να κουλυμπήσ'ν. Κίτσιν κ' η Τιάτιου μι τ' θυγατέρα τ'ς τ' Λίλυ (Κουκούλα τ' λιέν' αμ' είνι τ'ς μόδας να γιένιτι Λίλυ) απ' σπουδάζ' μαμή σ'ν Ανθήνα.
Σιέφκαν στ' θάλασσα οι άντρις μι τα κουντουβράκια. Σιέφκαν κ' οι γυναίκις μι τα κουντά τα πκάμσα, ουόξου πουδάρια, ουόξου χέρια κι λιμόν κι πλάτις. Κι τα λιανά τα πιδιά μου στου τσιτσί.
Πήριν κ' η Τιάτιου του σαπούν' κ' ιένα πισκίρ' ιέμασιν τα πουδουνάρια τ'ς κι σιέφκιν στ' θάλασσα να πλύν' τα πουδάρια τ'ς. Σαπούντζιν, σαπούντζιν κι αφρά δεν ιέβγινιν. Τ' λιέει η Λίλυ.
-Καλέ μαμά το αλμυρό νερό δεν σαπουνίζει, δεν το ξέρεις;
-Σάματ' τα πλύνου κι τουν αφαλό. Ιά, ψίχα τα πουδάρια ως τα κότσια κι τ' χρόν' πάλι!
-Κάνε γρήγορα, εγώ θα μπω στη θάλασσα να κολυμπήσω.
-Να μην σιβείς βαθά μούνκι...
Βγήκιν η Τιάτιου. Σιέφκιν η Λίλη. Ρίθκιν στου νιρό κι χίρσιν να πλιατσκαλνάει μι τα χέρια. Ουόλ' τ' θάμαξαν. Κ' είπαν, απ' ξιέρ' καλό κουλύμπ' κι μούνκι ου Ντιντιός τ'ς Ακρίβους δεν του πίστιψιν. Ιέβαλιν του κιφάλ' τ' απχάτ' απ' του νιρό να γ' ιδεί αν κουλυμπάει ή τ'ς κάμ' μαλιουμάτια.
Κι είδιν. Ακουμπούσιν στου ιένα του πουδάρ' κι μι τάλλου ταρακνούσιν του νιρό κ' ιέκαμνιν πως κουλυμπάει σαν γουργόνα.
-Ιέτσια, μαρ' Κουκούλα, κουλυμπάτι ισείς στ'ν Ανθήνα;
Γινατχιάσκιν η Λίλυ, μιάν απ' τ'ν είπιν Κουκούλα κι μιάν απ' τ'ς τάβγαλιν στου φανιρό μι του κουλύμπημα.
-Είσθε πολύ αγενής, κύριε!
- Ξουραφίσκα τ' χαραή για ταύτου.
-Εννοώ πως δεν έχετε καθόλου τρόπους και ευγένεια!
Σάματ' είνι λίρα η ιβγαίνεια, να τουν πέσ' τουν άλλουν στου σουκάκ' κι να τ' βρούμι ιμείς, να τ'ν δώσουμι ισένα.
-Θα το πω της μαμάς μου...
-Ιά γκαϊλιές!
Ύστιρας βγήκαν ουόλ στουν άμμου να κάμ'ν 'λιουθιραπεία. Τ'ς είδιν ου Κουτιούλ'ς τ'ς Νιότσιους κι τ'ς αλπήθκιν.
-Μην κάθιστι αυτουϊά, τ'ς είπιν, κι τα σας τουρλάν' ου γ' ήλιους του κιφάλ'.
-Μάξους καθουμέστι. Να μας καψαλίσ' ου γ' ήλιους του κουρμί, λιέει, να μαυρίσουμι, να γιένουμι σαν τσικουλάτου, λιέει, γιατ' είνι τ'ς μόδας, λιέει!
Σας είπα κι να μην μι πήτι απ' δεν σας είπα κι μιαραδάτι ύστερας γ' ιλιάτσια.
-Τήρσι τ'ν δλιά σ' Κουκόλ'!...
Άμα τ'ς ζ'μάτσιν ου γ' ήλιους για καλά, απουτραβήθκαν στουν ίσκιου, ιέστρουσαν καταής τα σκτιά κ' ιέβαλαν να φαν'. Η Τιάτιου είχιν πάρ' σκουρδόξιδου να φκιάσ' τιρατόρ' για να κόβ' τ' δίψα. Ιέφαγαν μι τ' Λίλυ κι καρπούζ' κι καταλάβινιν απ' χίρσιν να ν' τσούζ' η κλιά τ'ς.
-Αμάρ' Κουκούλα μι τσάκουσιν η ανάγκ'.
-Καλέ μαμά, δεν το λένε έτσι.
-Αμ' πώς, καλό μ' κουρίτσ';
-Το λένε με τρόπο κ' ευγενικά: μ' έπιασε τσίλταρος!
-Άλλ' φουράς τα τόχου κατά νουν, να του λιέου ιέτσιας απ' χαλέβ'ς ισύ...Πέμι κατά πού να πααίνου;
-Στην τουαλέτα.
-Αναγκαίου δεν ιέχ'ν;
-Το ίδιο είναι.
-Πούντου, ντέ;
-Να, προς τα κει. Κι τ'ν ιέδειξιν στ'ν άκρα απ' του μαγιέρκου.
Πχιάλτσιν τουν κουσιό η Τιάτιου κι ρουκώθκιν σ' ιένα καλύβ' απού σανίδια. Σαν βγήκιν ραχατμέν' ιέπισιν ουπάν' σ' ιέναν γκλιάγκουραν απ' τ'ν αγριοτηρούσιν μ' ιένα μάτ'.
-Τι έκανες, κυρία, εκεί μέσα;
-Τ'ν ανάγκη μ' γιέμ'!
-Δεν ξέρεις ότι απαγορεύεται;
-Κι γιατί;
-Εδώ ξεντύνονται οι λουόμενοι και δεν αποπατούν!
-Κι απού πού να του ξιέρου ιγώ;
-Πάρε τώρα τη σκούπα κ' έναν κουβά με νερό να το καθαρίσεις, για να μη σε καταγγείλω στην αστυνομία.
Να του παστρέψου, γιέμ'!...
Ανασκουμπώθκιν η έρμ' η Τιάτιου, του πάστρηψιν κι τόκαμιν γυαλί. Κι άλλ' φουράς, είπιν απού μέσα τ'ς, ξίκ' να γιέν' κ' η θάλασσα κι το καλότ'ς, απ' τ'ν βγήκιν απ' τ'ς μύτις...
ΓΛΩΣΣΑΡΙ (για τους πρωτευουσιάνους και τους νέους)
Κίντσαν ουόλ' = ξεκίνησαν όλοι
Σκί'ρκα, Κυραμαργειό, Ζαμάρα = περιοχές, συνοικίες της Κοζάνης
Τιάτιου = Αναστασία
Κουκούλα = Βασιλική
Σιέφκαν = μπήκαν
μου στου τσιτσί = ολόγυμνα (τσιτσί = δέρμα, κρέας)
πισκίρ' = πετσέτα
Ιά, ψίχα... = Να, λίγο...
Να μην σιβείς βαθά μούνκι... = Να μη μπεις βαθιά μόνο...
χίρσιν να πλιατσκαλνάει = άρχισε να χτυπά με τα χέρια το νερό, να πλατσουρίζει
Ντιντιός = Θεόδωρος
τ' απχάτ' απ' του νιρό = κάτω από το νερό
τ'ς κάμ' μαλιουμάτια = ξεγελάσματα των ματιών;
Ιέτσια = έτσι
Γινατχιάσκιν = θύμωσε
Ιά γκαϊλιές! = Να βάσανο!(ειρωνικά). Πιο ελεύθερα: δε με νοιάζει, δε μ' ενδιαφέρει.
Κουτιούλ'ς τ'ς Νιότσιους = ο Κώστας της Αθανασίας;
τ'ς αλπήθκιν = τις λυπήθηκε
τα σας τουρλάν' = θα σας ζαλίσει
Μάξους = επίτηδες;
κι μιαραδάτι ύστερας γ' ιλιάτσια = και μου ζητάτε ύστερα γιατροσόφια, φάρμακο, θεραπεία
Τήρσι τ'ν δλιά σ' Κουκόλ' = κοίταζε τη δουλειά σου, Νίκο
Άμα τ'ς ζ'μάτσιν = αφού τις ζεμάτισε
ιέστρουσαν καταής τα σκτιά = έστρωσαν κατάχαμα τα χράμια, τα στρωσίδια
τιρατόρ' = ένα νερουλό δροσιστικό έδεσμα φτιαγμένο με νερό,ψιλοκομμένα αγγουράκι και μαϊντανό, σκόρδο, ψίχα ψωμιού, ξύδι, λάδι. Παρασκευάζονταν κυρίως στο "θέρο" και στα αλώνια για να ανακουφίζονται οι εργάτες από τη ζέστη (Πηγή: "Γεύσεις από παλιά Κοζάνη" των Μ. Τσικριτζή και Φ. Φτάκα)
απ' χίρσιν να ν' τσούζ' η κλιά τ'ς = που άρχισε να την ενοχλεί (τσούζει) η κοιλιά της
μι τσάκουσιν η ανάγκ' = μ'έπιασε ανάγκη για τουαλέτα
τσίλταρος = διάρροια, ευκοίλια
απ' χαλέβ'ς ισύ = που θέλεις εσύ
Πχιάλτσιν τουν κουσιό = έτρεξε γρήγορα
ρουκώθκιν = χώθηκε
ραχατμέν' = ανακουφισμένη
γκλιάγκουραν = ευμεγέθη, σωματώδη
Να του παστρέψου, γιέμ'= να το καθαρίσω, γιέ μου.
ξίκ' να γιέν' = αχρείαστη να είναι, στα τσακίδια (σε ελεύθερη απόδοση)
απ' τ'ν βγήκιν απ' τ'ς μύτις = που της βγήκε ξινό
Από Ματίνα Γκούτζιου
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αν κάποιος γνωρίζει τι σημαίνουν οι λέξεις-φράσεις που δίνονται με ερωτηματικό και εφόσον έχει γίνει κάποιο λάθος, θα ήταν χρήσιμο να επικοινωνήσει για πληροφορίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου