Translate

31 Μαΐου 2015

Το ελληνικό σχολείο προπολεμικά και μεταπολεμικά μέσα από το φωτογραφικό φακό και μνήμες


"Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο" λέει ο πατέρας του μικρού ήρωα και μαθητή στην "Αναφορά στο Γκρέκο". Το κείμενο είναι αυτοβιογραφικό, έτσι ο μικρός που παραδίνεται στα χέρια του δασκάλου δεν είναι άλλος από τον Νίκο Καζαντζάκη, που υπήρξε κι αυτός θύμα των αυταρχικών μεθόδων που εφαρμόζονταν στα ελληνικά σχολεία από συστάσεως νεοελληνικού κράτους, μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οι δάσκαλοι αυστηροί, αυταρχικοί, αγέλαστοι με υπερεξουσίες οι οποίες ανάλογα με τις ευαισθησίες και την παιδαγωγική κατάρτιση του καθενός χρησιμοποιούνταν είτε για το καλό, είτε για το κακό των μαθητών. Οι μαθητές φτωχοί, ανυπόδητοι, πεινασμένοι, φοβισμένοι, χωρίς μέσα και ευκολίες.


Σ' άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου, όταν ο ήρωας φοιτά στην Τετάρτη τάξη ( το δημοτικό τότε ήταν τετρατάξιο), φτάνει από την Αθήνα ένας σπουδαγμένος, όπως έλεγαν, δάσκαλος που φέρνει μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Καθώς τα παιδιά την εποχή εκείνη ήταν αθώα και άβγαλτα, θεωρούν ότι πρόκειται για τη νεαρή γυναίκα του δασκάλου. Έτσι ο ήρωας αποφασίζει να ρωτήσει, γιατί δεν πάει στο σχολείο τους η Παιδαγωγική και τότε ο παιδαγωγός δάσκαλος, που "μυγιάζεται", αρπάζει το βούρδουλα και εφαρμόζει τις κατ' ευφημισμό παιδαγωγικές μεθόδους του. Είναι να απορείς που ο Καζαντζάκης κατάφερε να αγαπήσει τόσο πολύ τα γράμματα και να γίνει ένας πνευματικός άνθρωπος!



Ήταν η διακαής επιθυμία των γονιών να μορφωθούν τα παιδιά τους για να ζήσουν καλύτερα από τους ίδιους και να ξεφύγουν από τη φτώχεια και ήταν και η βαθιά επιθυμία κάποιων παιδιών να γνωρίσουν το θαυμαστό κόσμο της γνώσης που τους έκανε να αψηφούν δυσκολίες και αντίξοες συνθήκες.
Βέβαια μπορεί η αυστηρότητα, η βέργα, το ξύλο, η τιμωρία, να ήταν ένας συνηθισμένος και αποδεκτός τρόπος διαπαιδαγώγησης, αλλά ανάμεσα στους πολλούς ανάλγητους, σκληρούς, οπωσδήποτε κακοπληρωμένους και υποταγμένους στο σύστημα δασκάλους, υπήρχαν πάντα κάποια φωτεινά μυαλά, κάποιοι πράοι και μειλίχιοι παιδαγωγοί, αυτοί που σταδιακά με το έργο και τον αγώνα τους βοήθησαν στη δημιουργία ενός καλύτερου σχολείου. 


Θυμάμαι (μέσα από διηγήσεις) και μια ιστορία πιο πρόσφατη απ' αυτή του Καζαντζάκη, όταν την περίοδο του μεσοπολέμου η θεία μου Αντιγόνη που αγαπούσε τα γράμματα και το σχολείο, το εγκατέλειψε, επειδή η δασκάλα της τη χτύπησε για κάποια μικρή αταξία με το τακούνι του παπουτσιού της στο κεφάλι. Έκτοτε δεν θέλησε να ξαναπατήσει. Που να τολμήσει ο αμόρφωτος και φτωχός γονιός να διαμαρτυρηθεί για το άγριο μερικές φορές ξύλο, για τις προσβολές και τις αδικίες. Ο μορφωμένος δάσκαλος κάτι παραπάνω θα ήξερε.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου, τη Φωτεινή, που έμεινε χήρα πολύ νέα, να λέει ότι έκοβε το μολύβι σε τρία κομμάτια, ένα για την καθεμιά από τις τρεις κόρες της.
Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει ότι στο δημοτικό ήταν σημαιοφόρος, όχι γιατί έπαιρνε τα γράμματα, αλλά γιατί ο θείος της ήταν δάσκαλος στο ίδιο σχολείο και ότι κατά τη γνώμη της χατιρικά της έδιναν τη σημαία, πράγμα που δείχνει και τις διακρίσεις που γίνονταν.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου, τη Ματιώ, να λέει ότι τον πατέρα μου "τον σταμάτησαν απ' το σχολείο" για να δουλέψει από την ηλικία των 12 για την οικογένεια ως πρωτότοκος. Μάλιστα ότι τους επισκέφτηκε κι ο δάσκαλος για να τους πει ότι ο Θύμιος πρέπει να συνεχίσει το σχολείο, γιατί είναι καλός και "τα παίρνει τα γράμματα". Αργότερα όταν η γιαγιά μου γέρασε, έλεγε ότι τον Θύμιο τον αδικήσαμε. Ήταν ωστόσο τόσο το μεράκι του πατέρα μου για μόρφωση που παντρεμένος και επαγγελματίας πια, κατάφερε να τελειώσει το νυχτερινό γυμνάσιο, ενώ πάντα στις λίγες ελεύθερες ώρες του τον θυμάμαι μ' ένα βιβλίο (από το κεφάλαιο του Μαρξ ή κάποια εγκυκλοπαίδεια μέχρι και μεθόδους εκμάθησης αγγλικών ή εφημερίδες ή βιβλία μουσικής, καθώς υπήρξε και αυτοδίδακτος μουσικός). Μπορώ να πω πολλά και θαυμαστά για τον πατέρα μου, αλλά για να μην ξεφύγω, επιστρέφω στη συνέχεια της ιστορίας που δείχνει πόσο οι άνθρωποι ήταν αδαείς.  "Τόσο μας έκοβε" έλεγε η γιαγιά "αποφασίσαμε να στείλουμε το δεύτερο γιο στο γυμνάσιο, γιατί είχε ωραία φωνή και θα μπορούσε να γίνει παπάς". 'Ομως ο θείος μου ο Τζήκας, μεγάλος πια κι αυτός και αστειευόμενος έλεγε "πρώτος έμπαινα για τις εξετάσεις, πρώτος έβγαινα" εννοώντας ότι δεν κατείχε το αντικείμενο και φυσικά καθόλου δεν ενδιαφερόταν να γίνει παπάς. Έτσι τελικά τη γλύτωσε. 



Ο καλός, ήπιος, πράος και γλυκός δάσκαλος αποτελούσε την εξαίρεση ακόμα και στα δικά μου χρόνια (δεκαετία του '70). Η βέργα δεν είχε τελείως καταργηθεί και μερικές φορές άπλωνες τα χεράκια σου για να δεχτείς το παιδαγωγικό της άγγιγμα. Οι κοινωνικές διακρίσεις και διαχωρισμοί ανάλογα με το επάγγελμα του πατέρα δεν ήταν σπάνιοι, εξάλλου τα παιδιά των δικηγόρων, γιατρών, αξιωματικών κλπ εκείνη την εποχή ήταν μετρημένα στα δάχτυλα. Οι πολλοί είχαμε γονείς τεχνίτες, εμπόρους, εργάτες, αγρότες, άντε και δημόσιους υπάλληλους.
Θυμάμαι ότι επειδή έκανα ωραία γράμματα, η δασκάλα μου στη δευτέρα δημοτικού με έστελνε στο σπίτι μιας συμμαθήτριας μου, κόρης δικηγόρου, για να της δείξω να γράφει. Όταν δε απουσίαζε από το σχολείο, έπρεπε κάποιο παιδί να πάει στο σπίτι της για να της δείξει τα μαθήματα, πράγμα που δεν συνέβαινε για κανένα άλλο παιδί. Τώρα ή η δασκάλα ήταν πολύ προχωρημένη και πίστευε στην αλληλοδιδακτική ή μεροληπτούσε, καθώς και οι μικροδωρεές από τους γονείς των πιο ευκατάστατων παιδιών στα σχολεία δεν ήταν σπάνιες. Έχω πολλές τέτοιες μνήμες κοινωνικού διαχωρισμού στα σχολεία, αλλά να μην επεκταθώ περισσότερο.
Θυμάμαι επίσης στο γυμνάσιο πια και εν έτει 1979, το θεολόγο καθηγητή μου να με συμβουλεύει να μην κάνω παρέα με κάποια κορίτσια "γιατί είναι κουμουνίστριες και θα χαλάσουν και μένα".


Από τη δεκαετία του '80 και μετά ο εκσυγχρονισμός του ελληνικού σχολείου ακολουθεί πιο γρήγορους ρυθμούς, οι αυστηρές, αντιπαιδαγωγικές μέθοδοι εγκαταλείπονται και πλέον αποτελούν σπάνια και μεμονωμένα περιστατικά.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό, όπως εξάλλου είναι εμφανές, δεν βασίζεται σε επιστημονικά στοιχεία και στατιστικές. Με αφορμή το κείμενο του Καζαντζάκη, καθώς και άλλες αναγνώσεις, διηγήσεις ή βιώματα που αναφέρονται στο προπολεμικό και μεταπολεμικό σχολείο, προσεγγίζει το θέμα, περισσότερο ως συνοδευτικό κείμενο των ούτως ή άλλως εύγλωττων φωτογραφιών.

Το φωτογραφικό υλικό είναι της Βούλας Παπαϊωάννου, του Δημήτρη Χαρισιάδη κ.α.

Από Ματίνα Γκούτζιου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου