Για τον Εύδηλο, το δεύτερο λιμάνι της Ικαρίας και δεύτερο σε πληθυσμό οικισμό του νησιού, είπαμε όνομα και πράγμα σε ομορφιά το λιμανάκι του. Συνεχίζοντας βόρεια συναντάς άλλες ωραίες παραλίες, Γιαλισκάρι, Αρμενιστή, Νας. Γενικά σε αντίθεση με άλλα νησιά, στην Ικαρία, στα βόρεια του νησιού βρίσκονται οι πιο ήμερες παραλίες, νότια είναι περισσότερο βραχώδεις και άγριες στη θωριά, αν εξαιρέσεις λίγες, Θέρμα, Κεραμέ, Φανάρι. Ωραία, λοιπόν, στις παραλίες αυτές για κολύμπι, φαγητό, διασκέδαση. Νομίζω ότι συγκεντρώνουν και τον περισσότερο κόσμο ή τη νεολαία.
Λίγο μετά τον Εύδηλο και προς Πεύκη υπάρχει και το εκκλησάκι Θεοσκέπαστη που αξίζει την επίσκεψη και ως γεωλογικό φαινόμενο και ως διαδρομή.
Μετά τον Αρμενιστή, στα βορειοδυτικά, η παραλία Νας στις εκβολές του ποταμού Χάλαρη, στην έξοδο του ομώνυμου φαραγγιού. Εκεί βρίσκονται και τα ερείπια ναού της θεάς Αρτέμιδος. Η θέση θεωρείται το αρχαίο λιμάνι του νησιού, αλλά το ποτάμι φράχτηκε τεχνητά από τα πρώτα χρόνια της πειρατείας για λόγους ασφάλειας. Έτσι στη μεριά της παραλίας Νας σχηματίζεται μια μικρή λίμνη, σχεδόν βάλτος όπως το είδαμε εμείς. Ο οικισμός Νας και η παραλία, μάλλον πήραν το όνομα τους από τη λέξη ναός.
Από τα βορειοδυτικά ξαναπήραμε τον ορεινό δρόμο που οδηγεί στα νότια του νησιού και βγάζει περίπου στο ύψος του τούνελ για τις Σεϋχέλλες με στάσεις σε όμορφα μέρη και τοπία. Το χωριό Ράχες που ακολουθεί τα ωράρια της νεολαίας, το πρωί τα μαγαζιά κλειστά, το βράδυ ανοιχτά, έγινε μόδα. Στην πραγματικότητα παλιά, πριν τον τουρισμό, υπήρχε λόγος γι' αυτό. Οι άνθρωποι το πρωί έλειπαν στις αγροτικές τους κ.α. εργασίες και τα μαγαζιά τους τα άνοιγαν αργότερα. Τώρα τάχατες εκφράζει την Ικαριώτικη ανεμελιά, που ταυτίζεται με την ανεμελιά της νεαρής ηλικίας, των καλομαθημένων παιδιών μας, θυμάτων ενός υπερκαταναλωτικού κόσμου και ανάλογων "επαναστάσεων" πάντα με την άνεση και πολυτέλεια του κόπου άλλων.
Κι άλλες ορεινές διαδρομές τολμήσαμε στα κεντρικά της οροσειράς του Αθέρα. Μετά το πανηγύρι στο Μονοκάμπι που τρελά μας άρεσε, μάθαμε ότι προλαβαίνουμε ένα ακόμα πριν φύγουμε από το νησί, ένα από τα τελευταία της καλοκαιρινής περιόδου, Σεπτέμβριο μήνα ήδη. Δεν ήθελε και ρώτημα, βουρ για το πανηγύρι. Κοντά στην Αρέθουσα, μας είπαν, πιο πάνω από το χωριό, στο ξωκκλήσι του Αγίου Ευσταθίου. Και ξεκινήσαμε οι κοκορόμυαλοι ή πιο σωστά οι αδαείς περί της τοποθεσίας και του στενού χωματόδρομου για χιλιόμετρα και χιλιόμετρα σε έναν ορεινό φιδωτό και επικίνδυνο δρόμο με γκρεμούς που μάλλον ενδείκνυται μόνο για πεζοπόρους. Σαν εμάς κι άλλοι πολλοί για τα πανηγύρια. Χωματόδρομος ανώμαλος με πέτρες, δύσκολος, τα αυτοκίνητα όμως ανέβαιναν, ο ένας παράσερνε τον άλλο. Από ένα σημείο και μετά, δεν μπορούσες πια να κάνεις πίσω. Έλεγες το πολύ το έφαγα, πού θα πάει, θα φτάσουμε. Μα δεν έφτανες. Δεν μπορούσες να γυρίσεις το αυτοκίνητο, τόσο στενός ο δρόμος, χωρίς ανοίγματα. Κι όπου αυτά υπήρχαν, κάποιοι είχαν παρκάρει και είχαν αποφασίσει να συνεχίσουν με τα πόδια. Δυνατότητα αναστροφής με τίποτα, ψηλά σαν σε αερόστατο, με θέα ωραία, αλλά και έναν φόβο για τους γκρεμούς να τη σκιάζει. Με τα κοντομάνικα αρχίσαμε να κρυώνουμε, τόσο ψηλά! Η θερμοκρασία ήταν τόσο χαμηλή που μόνον με κάποιο ποτό στο πανηγύρι, θα μπορούσε το σώμα μας να ζεσταθεί. Κάποιοι είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν, ίσως να είχαν ξεπαγιάσει απροετοίμαστοι τουρίστες κι αυτοί. Ο χωματόδρομος στα περισσότερα σημεία του μετά βίας χωρούσε δύο αυτοκίνητα ή έπρεπε να κάνεις λίγο όπισθεν, κάπου λίγο να χωθείς και να σταματήσεις για να περάσει ο άλλος. Κάποτε μετά από πολλές δυσκολίες φτάσαμε. Δε γνωρίζαμε ότι το ξωκκλήσι του Αγίου Ευσταθίου βρισκόταν σε μία από τις κορυφές του Αθέρα, σε ύψος περίπου 1000 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, πιο ψηλά από αρκετά σύννεφα που αφήσαμε καθώς ανεβαίναμε. Κρύο και χάος με τα αυτοκίνητα, δεν είχε πουθενά να παρκάρεις, χωρίς να κλείνεις κάποιον ή το δρόμο εξόδου. Τις μουσικές τις ακούγαμε, αλλά υπήρχαν δυσκολίες για όλους όσους φτάναμε που έμοιαζαν άλυτες. Τη λύση έδωσε ο ιδιοκτήτης του νοικιασμένου αυτοκινήτου μας. "Καλά, ρε, εδώ πάνω μου το ανεβάσατε το αυτοκίνητο, θα μου το καταστρέψετε" Δίκιο είχε, αλλά δεν ξέραμε, ακολουθούσαμε κι εμείς άλλα νοικιασμένα και αγροτικά ελπίζοντας. Όταν μετανιώσαμε, ήταν αργά. Δικαιολογηθήκαμε για την αποκοτιά μας, μεγάλοι άνθρωποι, και ντροπιασμένοι, παγωμένοι, απογοητευμένοι, μανουβράροντας ο ένας οδηγός τον άλλο, καταφέρουμε να στρίψουμε προς την έξοδο και το δρόμο της επιστροφής. Δεύτερο Ικαριώτικο πανηγύρι γιοκ. Λίγο πιο κάτω, μας σταμάτησαν δυο ώριμοι νέοι σαν εμάς, λάτρεις του Ικαριώτικου πανηγυριού επίσης, που στην ανάβαση είδαν κι απόειδαν, άφησαν το αυτοκίνητο και το έκοψαν με τα πόδια. Είχαν όμως γλεντήσει. Ο ένας ήταν τύφλα στο μεθύσι και ο ξάδελφος του, μας παρακάλεσε να τους πάμε ως το αυτοκίνητο τους. Τους πήραμε με το φόβο ότι θα σκουπίζουμε και ξερατά στο αυτοκίνητο και το μαινόμενο αφεντικό, θα μας μάλωνε ή χρέωνε ποιος ξέρει τι. Ο ξεμέθυστος ή ημιμέθυστος σ΄ όλη την κοινή μας διαδρομή μάλωνε το στουπί, τι το 'θελε, αφού δεν το σηκώνει. Κάτι ότι το αγαπάει, την αγαπάει, έλεγε η αλοιφή. Ο οδηγός κοιτούσε να μην πέσουμε σε κάποιο γκρεμό, η κίνηση πύκνωνε στον βουνίσιο δρόμο, πολλοί οι τρελοί, δε νιώθαμε μόνοι, διασκεδάζαμε εντέλει με όλα αυτά. Γύρω μας τα τοπία, αλλού πράσινα, αλλού μπιστιρένια, πιο πολύ κι απ' του Άι-Λια της πόλης μας. Συστηθήκαμε παρά το μεθύσι τους με τον πιο νηφάλιο, Βολιώτες αυτοί, Σούρδοι με πατέντα πλέον εμείς, μετά από τέτοια αποκοτιά. Τους αποχαιρετήσαμε και συνεχίσαμε για τα πιο χαμηλά με προσοχή, να πατήσουμε άσφαλτο και φυσικά να πάμε το αυτοκίνητο για πλύσιμο. Πώς να το παραδώσεις; Ο μπαμπάς του αφεντικού στον Άγιο Κήρυκο, το κοίταξε απ' όλες τις μεριές. Καθαριότητα, γρατσουνιές ... όλα καλά. Για τα αμορτισέρ δεν ξέρω, σίγουρα ταλαιπωρήθηκαν. Δεύτερο πανηγύρι δεν χαρήκαμε. Εκ των υστέρων όμως έμεινε το πάθημα να διηγούμαι και μια χαρά που πατήσαμε, έστω με αυτοκίνητο, μια από τις κορυφές του Ικαριώτικου Αθέρα.