23 Αυγούστου 2022
Η συνοικία της Χανσεατικής Ένωσης στο Μπέργκεν (ταξίδι στη Νορβηγία το καλοκαίρι του 2018)
22 Αυγούστου 2022
Ποιηματάκι ολίγον παιδικό, μα για ενήλικες θαρρώ, για τρολ και τρολάρισμα (γραμμένο στις 21/8/2022 και εμπνευσμένο από το ταξίδι στη Νορβηγία το καλοκαίρι του2018))
Λαμπερός ήλιος
πετρωμένα τρολ
Μεταλλάχτηκαν
σε ατραξιόν.
Σε έρεβος καθολικό
στου Άδη το χωριό
έχετε εικόνες, δεν μπορεί;
Θα μας τρυπάνε με σουβλί.
Αν έχετε έλλογο ειρμό
Απαντήστε στο ερώτημα αυτό:
Να ζεις ή να ζεις σαν να μη ζεις;
Τρολ, τρολ, τρολ ...
να σε τρολάρουνε τα τρολ;
Ή να τρολάρεις τη ζωή
που είναι τόσο δα μικρή;
Στου Floyen τα υψώματα
Αεράκι δροσερό
καθαρίζει το μυαλό
κι όλοι ξορκίζουν το κακό.
Τρολ, τρολ, τρολ ...
τη μύτη σου ζουλώ
το αυτί σου το τραβώ
τα πόδια σου πατώ
Τρολ, τρολ, τρολ ...
Από το Floyen
ή απ' τον Άι-Λιά
με τα μπιστιροτρόλ
ψηφίζω δαγκωτό
το φως το λαμπερό
και τα οπίσθια σου γυρνώ.
Ματίνα Γκούτζιου
"Μίλα μου, ναι, μίλα μου ..." (ποίημα γραμμένο στις 22/8/2022)
21 Αυγούστου 2022
To Floyen, ένα από τα βουνά του Μπέργκεν στη Ν.Δ. Νορβηγία και ποιηματάκι (ταξίδι στη Νορβηγία, Ιούνιος του 2018)
20 Αυγούστου 2022
Ποίημα εμπνευσμένο από τις δικές μας στιγμές, το πολυτιμότερο. "Στην ψαραγορά του Μπέργκεν" (γραμμένο στις 19/8/2022)
19 Αυγούστου 2022
Οι ψαραγορές του Μπέργκεν στη Ν.Δ. Νορβηγία και ποίημα εμπνευσμένο από τις στιγμές μας (ταξίδι στη Νορβηγία, καλοκαίρι 2018)
"Υπνάκος", πoίημα γραμμένο στις 17 Αυγούστου 2022. Ο πίνακας "Siesta" του Orazio Orazi (Camerino 1848 - 1912) είναι η αφορμή
18 Αυγούστου 2022
Η μαμά τραγουδάει το αηδονάκι. (18 Αυγούστου 2022)
Είπαμε ότι η μαμά μου θυμάται καλά, ακόμα και σήμερα στα 93 της χρόνια, κάποια από τα τραγούδια που μας έλεγε στα μικράτα μας. Το δεύτερο, μετά "Το Πατρικό Σπίτι" του Ιωάννη Πολέμη, είναι το Αηδονάκι. Το θυμάσαι, μαμά; Τον τίτλο δεν τον θυμόταν, αλλά μόλις της έδωσα το τέμπο, πήρε φόρα, αμέσως λέμε. Περίμενε λίγο, μαμά, να ανοίξω την κάμερα του κινητού, περίμενε. Το είπε, χωρίς να της θυμίσω ούτε ένα στίχο, με χαρά μεγάλη. Λίγη ώρα αργότερα που της πήγα το φαγητό, δεν πρόλαβα να μπω από την πόρτα και άρχισε να μου απαγγέλει: "Εις το βουνό ψηλά εκεί, είναι εκκλησιά ερημική, το σήμαντρο της, δε χτυπά, δεν έχει ψάλτη, ουδέ παπά." Άλλη φορά αυτό, μαμά, τώρα είναι ώρα φαγητού, κάνε λίγο κράτει.
Εθνικό Θέατρο του Μπέργεν και Ερρίκος Ίψεν (ταξίδι στη Νορβηγία, καλοκαίρι του 2018)
17 Αυγούστου 2022
Ποίημα που ονόμασα "Βιτρό σε δυτικό ναό" γραμμένο στις 17 Αυγούστου 2022. Εμπνευσμένο από τον πίνακα του Τάκη Χάτσιου, Έργο αρ. 376 (2021).
16 Αυγούστου 2022
Ποίημα 1ο εμπνευσμένο από τον πίνακα του Τάκη Χάτσιου και τα βάσανα μου : Βουνά ( γραμμένο στις 15/8/2022)
Να ανεβαίνω κάθε μέρα σε βουνών κορφές να εξιλεωθώ
για την αναμάρτητη ζωή μου να τιμωρηθώ.
Σε αναβάσεις δύσκολες, κοπιαστικές
την ομορφιά των άγριων βουνών δεν θα κοιτώ.
Μελανοστρώματα νεφών με ιδρώτα και δάκρυα θα δημιουργώ
για να κρυφτώ, σχεδόν να εξαφανιστώ.
Και σαν σε κορυφές κι απότομες πλαγιές
με όλα πλην του ανθρώπου τα πλάσματα βρεθώ
Τότε θα βγάλω τέτοιο ουρλιαχτό
βαθύ, τραχύ, άγριο, σε διάρκεια αχρονικό
που η αντάρα μ' κάπως θα κοπάσει στο βουνό,
μα στις πεδιάδες και στις πόλεις θα ακουστεί
σαν ένα γάργαρο γελάκι, εντελώς χαριτωμένο και γλυκό.
Ματίνα Γκούτζιου
14 Αυγούστου 2022
Ανάκτορο Τσβίνγκερ (Zwinger). Ταξίδι στη Δρέσδη τον Ιούνιο του 2022
13 Αυγούστου 2022
Ποίημα (5ο) εμπνευσμένο από τον πίνακα της Θάλειας Φλωρά-Καραβία : Κοριτσάκι (καλοκαίρι 2022)
Θυμάμαι των μαλλιών μου τις κολλαριστές κορδέλες,
άσπρες, ροζ, σιέλ, καρό ...
σ' ένα χερούλι παραθύρου κρεμασμένες
με ευαρέσκεια να κοιτώ ή να φορώ.
Θυμάμαι τα δαντελωτά βρακάκια και φουρό
σαν θερινοί σωρείτες στο σώμα μου το παιδικό.
Α, στις οικογενειακές μας επίσημες εξόδους
είχαμε πρόσωπο ατσαλάκωτο, αστραφτερό.
Κι αν με παράπονο ή και λυγμό
αντιμετωπίσαμε κάποιες "αποκλίσεις " από το πρέπον, το κανονικό,
είναι οικογενειακό μας μυστικό.
Ή οι κομπορρήμονες θαρρείτε
πώς τα του οίκου είναι ένα γαλάζιο φόρεμα διάφανο παιδικό;
Ελάτε τώρα, μη βιαστείτε, για όλους μας ισχύει αυτό.
Οι επηρμένοι υποκριτές και μυστικοπαθείς συγκρατηθείτε.
Επιδεικνύετε κι εσείς κουστούμι ή φόρεμα γαλαζωπό,
μα τα του οίκου σας δε μοιάζουν με τον πίνακα αυτό.
Για διάφανο φουστάνι οι πινελιές αποδίδουν
όταν τις ζωγραφίζει χέρι δυνατό.
Ματίνα Γκούτζιου
11 Αυγούστου 2022
Το πατρικό μου σπίτι (του Ιωάννη Πολέμη), αγαπημένο τραγούδι της μαμάς μου.
που ο μύλος μας γοργά γυρνά,
κι ο ήλιος του καλοκαιριού
μέσ’ απ’ τα δέντρα δεν περνά,
εκεί ‘ναι και το φτωχικό
το σπίτι μου το πατρικό.
Εκεί πρωτάνοιξα στο φως
τα μάτια μου και την καρδιά
κι είμαι σαν ένας αδερφός
με τ’ άλλα του χωριού παιδιά.
Παιγνίδια, γέλια απ’ την αυγή
κοντά στη δροσερή πηγή.
Δε θέλω εγώ φανταχτερά
παλάτια, που λαμποκοπούν,
μηδέ την ψεύτικη χαρά
που με τα πλούτη τους σκορπούν.
Εγώ ποθώ το φτωχικό
το σπίτι μου το πατρικό. (του Ιωάννη Πολέμη)
Φάκελος με πέντε ποιήματα μου εμπνευσμένα από πίνακες της Θάλειας Φλωρά Καραβία (γραμμένα το καλοκαίρι του 2022)
https://matinaal.blogspot.com/2022/08/682022_7.html
https://matinaal.blogspot.com/2022/08/blog-post_8.html
https://matinaal.blogspot.com/2022/08/blog-post_93.html
https://matinaal.blogspot.com/2022/08/blog-post_17.html
https://matinaal.blogspot.com/2022/08/2022_13.html
Ποίματα της Ματίνας Γκούτζιου
10 Αυγούστου 2022
Ποίημα 4ο με αφορμή τον πίνακα "Γυναίκα με κόκκινο καπέλο" της Θάλειας Φλωρά Καραβία (γραμμένο το καλοκαίρι του 2022)
Στο κάστρο της Φολέγανδρου
ένα κόκκινο ψάθινο καπέλο
των εικοσιοκτώ ευρώ σε κόστος
πολύ επιθύμησα
Το φόρεσα
τρελά μου πήγαινε
μα ουδέποτε ηγοράσθη.
Επόμενες εκδρομές σκεφτόμουνα
μ' αέρα στα μαλλιά μου, στα πανιά μου
μα καβούρια στα θυλάκιά μου.
Πάρτο, μου είπε, σιγά τα λεφτά.
Μα εγώ παράκουσα
ήλπιζα πως κι αλλού θα βρω παρόμοια
κόκκινη προς το κεραμιδί ψάθινη ομορφιά.
Ως τώρα πουθενά
μόνο στον πίνακα της Θάλειας Φλωρά.
Ματίνα Γκούτζιου
Η Πολωνία σε μια σύντομη περιγραφή με τη ματιά ενός τουρίστα. Ταξίδι στην Πολωνία (Κρακοβία, αλατωρυχεία Βιελίτσκα, Άουσβιτς, ανάκτορο Λαζιένσκι, Βαρσοβία) το καλοκαίρι του 2015
Oμάδα Osvald, σαμποτέρ επί Γερμανικής κατοχής. Tο μνημείο αφιερωμένο στη δράσης τους. ( Νορβηγία, Όσλο, καλοκαίρι 2018)
Οι λουκανόπιτες της Ζακύνθου (αφήγημα γραμμένο το καλοκαίρι του 2022)
Παιδάκι των πρώτων τάξεων του δημοτικού με λογική και σύνεση πόας, απεστάλην σε χριστιανική κατασκήνωση στη Ζάκυνθο, του πατέρα Απόστολου, μητροπολίτη Ζακύνθου (1967-1974), μαζί με τις μεγαλύτερες αδελφές μου, επιφορτισμένες με την ευθύνη να με προσέχουν, κυρίως η Κικούκω, η μεγάλη αδελφή, μόλις πέντε χρόνια μεγαλύτερη, ήτοι μικρή για το βαρύ αυτό έργο. Πώς να προσέχεις ένα απερίσκεπτο στρουθίο που ακόμα φορούσε πούπουλα για πανοπλία στη ζωή; Η δεύτερη αδελφή, η Φωφώ -ήταν της μόδας τα υποκοριτικά, αλλά η μάνα μας δεν είχε χρόνο για τις τρυφερότητες που τα υποκοριστικά δηλώνουν και μας αποκαλούσε όλες με τα βαπτιστικά μας, Κυρακούλα, Φωτεινή, Ματίνα - η δεύτερη, λοιπόν, μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερη μου, λίγο φρονιμότερη ως χαρακτήρας, βάρυνε επίσης την πρώτη και εγώ αμφότερες. Τελικά η Κικούκω δεν τα κατάφερε κι άσχημα, αφού γυρίσαμε σώες στα πάτρια εδάφη, κατόρθωμα σε συνεργασία με τις ομαδάρχισσες, που τα ονόματα τους εντελώς ελησμόνησα. Άσε που η μεγάλη αδελφή κατάφερε να πουλήσει σε άλλες συγκατασκηνώτριες τις λουκανόπιτες, κάπου δύο σακούλες γεμάτες, που θα χαλούσαν μετά την παρέλευση της ημέρας αγοράς τους, καθώς το προϊόν ήτο ευπαθές.
Αλλά ας εξηγηθώ: Άπαξ του διαστήματος της παραμονής μας στην κατασκήνωση η κάθε ομάδα με την ομαδάρχισσα επισκεπτόταν τον Άγιο Διονύσιο στην πόλη της Ζακύνθου, μερικά ακόμα αξιοθέατα που δε θυμάμαι πια - δεν ξαναπήγα από τότε στο νησί - κι εμείς τα ομαδόπουλα κάναμε και κάποιες αγορές από τα καταστήματα του κέντρου, συνήθως αναμνηστικά για το σπίτι και δώρα για τους γονείς. Όλα τα μικρά ομαδόπουλα, εκτός από ένα. Ως φαίνεται θα μας πήγαν σε κάποιο μαγαζί για πρόχειρο φαγητό στο χέρι κι εκεί πουλούσαν ένα έδεσμα που για πρώτη φορά γευόμουν στη ζωή μου και με ενθουσίασε, ατομική λουκανόπιτα, παρακαλώ. Ήταν τόσο εύγεστη που με όλο μου το χαρτζιλίκι, δεν θα ήταν και ψίχουλα, αγόρασα λουκανόπιτες, να πάω και στις αδελφές μου, και στους γονείς μου, όταν θα επιστρέφαμε στην Κοζάνη, να τρώμε και στην κατασκήνωση, μάλλον δε μας τάιζαν με τέτοιες λιχουδιές, ορθά γιατί είναι βλαπτικές. Τα μαντολάτα δε θα τα είχα πάρει είδηση, ούτε τις κολόνιες με άρωμα από μπουγαρίνι, αυτά τα αγόρασαν οι αδελφές μου στη δικιά τους εξόρμηση στην πόλη.
Και να πεις ότι ήμουν φαγανή; Το αντίθετο, κλαράκι, αδύνατη με τα οστά των γονάτων, των έμπροσθεν και πίσω πλευρών, της λεκάνης να προεξέχουν, καμπούριαζα κιόλας, απ' όσα μου λένε, μάλιστα η Κικούκω με χτυπούσε γροθιές στην πλάτη, κάθε που με έβλεπε να σκύβω για να την ισιάζω. Κακόφαγη, λοιπόν, αλλά οι λουκανόπιτες ήταν το κάτι άλλο! Φαίνεται ότι έφαγα περισσότερο από ότι το στομάχι μου άντεχε και γύρισα κάπως αδιάθετη, έφαγα γερή κατσάδα από την Κικούκω για την αγορά, η Φωφώ περί άλλων ετύρβαζε, θυμόμουν κι εκείνο το μαύρο σκήνωμα του αγίου Διονυσίου που προσκυνήσαμε, νομίζω ότι με κορόιδευαν και κάποια παιδιά της ομάδας μου σταθερά και εκείνη τη μέρα ειδικά (μπούλινγκ το λέμε σήμερα), σκεφτόμουν ότι έπρεπε και να εξομολογηθώ, πριν φύγω από την κατασκήνωση, για τις αμαρτίες μου στον πατέρα Απόστολο, τι κακό έκανα, αν στεναχωρώ γονείς και τέτοια, και πώς να του έλεγα ότι είμαι άτακτη, αγοροκόριτσο, κατσίκι και τα γόνατά μου μόνιμα καλύπτονται από κακάδια αίματος σαν μεγάλες ντάμκες, ότι δεν ένιωθα και το καλύτερο παιδί ... πολύ ζοριζόμουν το έρμο και αγαθό παιδάκι και η ημερήσια στην πόλη της Ζακύνθου, έξω από τον προστατευτικό κλοιό της κατασκήνωσης, μου βγήκε ξινή. Με όλα αυτά, αδιαθεσία και ταραχή καμπούριαζα περισσότερο, είχα διπλωθεί, ένα δαρμένο κουτάβι. Αυτά τουλάχιστον μου λένε οι αδελφές μου, που ακόμα γελάν με την εικόνα και τις ανοησίες μου, παρελθοντικές και όλων των χρόνων μου. Της ενηλικίωσης μου δεν τους φαίνονται αστείες, τις κατακρίνουν και ες αεί. Διαφέρουμε οι άνθρωποι και οι αδελφές.
Η Κικούκω έτρεχε να πουλήσει τις λουκανόπιτες σε άλλα κοράσια της κατασκήνωσης και τα κατάφερε, άρα σε όλες άρεσε η λουκανόπιτα, άρα δικαίως τις αγόρασα, άρα μήπως έπρεπε και με προσαύξηση, αφού δεν μπορούσαν να πάνε στην πόλη οποιαδήποτε στιγμή; Αλλά αυτά τα σκέφτομαι τώρα που έγινα αετόπουλο μηδενικών πτήσεων στο επιχειρείν. Μπούλινγκ έτρωγα κι από τις αδελφές μου, που γελούσαν όταν έβγαινα από τη θάλασσα με την εμφάνιση μου. Βέβαια τότε το μπούλινγκ το λέγαμε αδελφικό ενδιαφέρον και ήτο. Πρώτη φορά είδα θάλασσα στη ζωή μου τότε και μου άρεσε, δεν ήθελα να βγαίνω απ' το νερό, το χρόνο που δικαιούμασταν να κολυμπάμε σ' αυτήν. Ευτυχώς, όλες οι ομάδες, μεγάλες και μικρές κατασκηνώτριες, κολυμπούσαμε μαζί. Αλλιώς σίγουρα θα πνιγόμουν. Μιμούμουν τις μεγαλύτερες προσπαθώντας μόνη να μάθω να κολυμπώ και κυρίως τη Φωφώ, που είχαν ξαναπάει με την Κική, είχαν μάθει κολύμπι, αλλά η Φωφώ ήταν και είναι το δελφίνι της οικογένειας. "Κοίτα πώς κάνω" μου έλεγε, δεν προλάβαινα να δω και ξεμάκραινε. Κάποτε την ακολούθησα στα "δεν πατάτε", ποια με έσωσε δε θυμάμαι, αλλά πάλι με μάλωσαν. Δεν έμαθα τελικά κολύμπι εκείνη τη χρονιά, ούτε σωσίβια, ούτε μπρατσάκια, ούτε κάποιον να ασχοληθεί, πυρ κατά βούληση, για κάποιες πιο εύκολο για κάποιες πιο δύσκολο. Εμένα εύκολο μου φαινόταν στο μάτι, κουνάς χέρια, πόδια, πίνεις θαλασσινό νερό, τέτοια, αλλά στην πράξη δεν τα κατάφερνα καλά, σκέτο βαριετέ, πώς να μη γελάνε μαζί μου. Έβγαινα, μου λένε, με μελανιασμένα χείλη, έτρεμα από το κρύο, αδύνατη και κοκαλιάρα και φυσικά καμπούριαζα. Γελούσαν τι να έκαναν; Κι αν γελούσαν κι άλλες, εκτός από τις αδελφές μου, δικαίως. Μπούλινγκ το λέμε σήμερα, τότε ήταν η κανονικότητα και μόνες έπρεπε να τα βγάζουμε πέρα. Γροθιά στην πλάτη σταθερά και συνεχίζαμε το πρόγραμμα της κατασκήνωσης.
Αν και χριστιανοπατριωτικού είδους η κατασκήνωση του πατέρα Απόστολου στη Ζάκυνθο κι αργότερα αυτή που δημιούργησε στο Φτελιό Μαγνησίας πρόσφερε σε πολλά Κοζανιτόπουλα ολιγοήμερες διακοπές, γνωριμία με τη θάλασσα, όνειρο απατηλό για πολλούς από μας του 60, 70, σκληραγώγηση με την καλή έννοια, μακριά από το οικογενειακό περιβάλλον, εμπειρίες πολλές, που τις περισσότερες τις θυμάμαι θετικά. Όχι, δεν ήμασταν τότε μη μου άπτου. Μάλλον κερδισμένες-οι, όλα τα παιδιά που βρεθήκαμε εκεί. μας έψηνε ο ήλιος, η αλμύρα της θάλασσας, χωρίς αντηλιακά, ομπρέλες και ξαπλώστρες, μας ενδυνάμωσαν οι επιπλήξεις και οι κοροϊδίες, ψάλλαμε ύμνους και προσευχόμασταν μπροστά σε έναν Σταυρό επί μικρού υψώματος με τους φακούς μας αναμμένους το βράδυ για να φτάσουμε ως εκεί - το θυμάμαι μαγικά - κι όταν μεγαλώσαμε κρίναμε κι αποφασίσαμε ο καθένας με τη δική του λογική και κοσμοθεωρία. Όχι, δεν περιμέναμε οι γονείς μας να μπουν μπροστά και να μας προστατέψουν, υπομέναμε ή αντιμετωπίζαμε ανάλογα και όχι δεν έχουμε ψυχολογικά προβλήματα γι' αυτούς τους λόγους. Για άλλους, ναι.
Όταν γυρίσαμε Κοζάνη - φαντάζεστε πόσες ώρες χρειάζονταν τη δεκαετία του 1970 για να φτάσεις από τη Ζάκυνθο στην Κοζάνη και το αντίστροφο, οι γονείς μας δεν αναγνώρισαν αμέσως τη Φωφώ, αν και μπροστά τους. Είχε μαυρίσει πολύ, είχε αγοράσει κι ένα καφέ τσεμπέρι με φλουριά από το νησί και το φορούσε στο κεφάλι, την έψαχναν. "Εγώ είμαι, μπαμπά" τους είπε.
Αν ήμουνα σαν κλαρί αδύνατη, γύρισα κλαράκι. Κατασκήνωση στη Ζάκυνθο δεν ξαναπήγα. Αργότερα, έφηβη, στο Φτελιό, μόνο μια φορά πάλι, γιατί είχα αρχίσει εγώ να μη δένω με το κλίμα των κατασκηνώσεων. "Λόγω ουρσουζιάς", το μπούλινγκ, όπως το λένε σήμερα, συνεχιζόταν κανονικά. Να μην ξεφύγω άσχημα φοβούνταν, στη μετάφραση. Όμως και από το Φτελιό κρατάω όμορφες εμπειρίες, που πάει να πει ότι αυτή η γνωστή ομάδα των διοργανωτών των κατασκηνώσεων αυτών τα κατάφερναν περίφημα. Άλλου παπά ευαγγέλιο έγινα εγώ, εξαίρεση μέχρι σήμερα, ευτυχώς, ανήκουσα μετά του συζύγου στην κατηγορία των μονόλυκων.
Αργότερα έφτασαν οι λουκανόπιτες και στην Κοζάνη, αλλά ποτέ ξανά δεν είχαν την ίδια γεύση. Γκάφες, επιπολαιότητες, λάθη, ατελείωτα. Είχαν να λένε στα σόγια, ότι τις υποδειγματικές Κικούκω και Φωφούκω, δεν τις έμοιασα. Κι όμως είμαι ακόμα εδώ, αν και μεγάλωσα σαν τις ντάλιες, τα χρυσάνθεμα και τα σκυλάκια που υπήρχαν στα στενόμακρα κηπάκια, τα παρτέρια του πατρικού μου σπιτιού. Ούτε σαν αγριολούλουδο, ούτε σαν πολύτιμο λουλούδι. Είμαι ακόμα εδώ, νιώθω πολύτιμη για μένα και μια δυο ακόμα ψυχές. Δηλαδή αληθινή ευλογία.
Ματίνα Γκούτζιου
08 Αυγούστου 2022
Ποίημα 3ο εμπνευσμένο από τον πίνακα της Θάλειας Φλωρά Καραβία : Κοπέλα με μακριά πλεξούδα (γραμμένο το καλοκαίρι του 2022)
Πόσους χυμούς χρωματικούς έστυψε η Φλωρά;
Κοπέλα με μακριά πλεξούδα, λέει.
Δε λέω, είναι και τα μαλλιά
μα αυτό το διάφανο φουστάνι-νυχτικιά
δαγκώνω γλώσσα, ας μη μιλήσω ανοιχτά.
Δεν είναι ώρα που ξύπνησε ετούτη η πληθωρική θεά
ύστερα από ανομολόγητη βραδιά
ηδονικό κορμί, ηδονική ματιά
μπράτσα γερά, στήθια μεστά,
πόδια που η φαντασία σου βλέπει καλλίγραμμα και στιβαρά
κι όλος ο γυναικείος αισθησιασμός στο πρόσωπό της αντανακλά
γαϊτανοφρύδα, ροδομάγουλη με χείλη κερασιά
εκπέμπει φως, αυτή φωτίζει των φυτών την ομορφιά
η φύση εμπρός της ωχριά συμπληρωματικά.
Να 'μουν το δέντρο που ακουμπάς
χορτάρι στο πασούμι
βλαστάρι που μέσα από το νυχτικό κοιτά,
μηλίτσα στην αυλή σου και λοιπά,
όταν σε έπλασε ο Θεός είχε κέφια πολλά.
Της γονιμότητας κορμί, Κυβέλη, Ρέα, Αφροδίτη, Ίσιδα, Αστάρτη ...
ας δώσει ο καθένας σας το όνομα που προτιμά.
Ω γυναίκα!
Κάθε περιγραφή μπροστά στις πινελιές μια ρίμα απλά,
μα η φαντασία μας μπροστά στον πίνακα
πλάθει όνειρα τρελά.
Ματίνα Γκούτζιου
Ποίημα 2ο εμπνευσμένο από τον πίνακα της Θάλειας Φλωρά Καραβία : "Κορίστσι στην ακρογιαλιά" (γραμμένο το καλοκαίρι του 2022)
κάθισε στην ακρογιαλιά
έλαμψε ο τόπος από ομορφιά!
Ζήλεψε η θάλασσα η μαγεύτρα την κοριτσίστικη ομορφιά,
ερυτίδωσε ελαφρά κι έστειλε ένα κυματάκι,
έβρεξε το κοριτσάκι που χαμογέλασε γλυκά.
Του ήλιου σκίασε η καρδιά
και ξανανέβηκε ψηλά
είχε και πιο σοβαρή δουλειά.
Φώτισε από ψηλά τόσο τα ξανθά σγουρά μαλλιά
και το άσπρο φουστανάκι
που μπερδεύτηκε ακόμα κι η Θάλεια Φλωρά
αν τον ήλιο εζωγράφιζε ή το κοριτσάκι στην ακρογιαλιά.
Ματίνα Γκούτζιου
07 Αυγούστου 2022
Ποίημα 1ο εμπνευσμένο από πίνακα της Θάλειας Φλωρά Καραβία. "Στον κήπο" το βάφτισα (γραμμένο το καλοκαίρι του 2022)
06 Αυγούστου 2022
Ο Άγγελος μου, πες τον και Μιχάλη, ο Σωτήρης, πες τον και σωτήρα (6/8/2022)
Σάστισε η κυρά Σοφία
Ω, τι τραγωδία!
Τον Μιχάλη, βάφτισαν Σωτήρη
Ή του πρέπει η ονομασία;
Ράπισμα ή σωτηρία;
Ήταν χρησμός του μέλλοντος, κυρά Σοφία.
Σωτήρας ήταν να γενεί για ολίγους, της ψυχής η σωτηρία.
05 Αυγούστου 2022
Γιαγιά κούκου! Γιαγιά!
Αμέ!!!! Έχουμε τρία πουλάκια μες τα καλαθάκια. Μακάρι να γεμίσουν όλα τα κλουβάκια (προστασίας μόνον) από τα παντρεμένα μας παιδάκια! Γιαγιά Ματίνα με λένε. Ακούω σε όλα τα σύνθετα με πρώτο συνθετικό το γιαγιά. Και στο γιαγιά-κούκου, Ματιούκου, Ματιώ, Τιτούκω, Τίτα, Τίνα ... και κολοτούμπες κάνω και γκαργκούλι βάζω 😃😀😀😀