Στο Πόρτο Χέλι στην Ερμιόνη
κι από την Κόστα στο Γαλατά
κάνουν σινιάλο απ’ το τιμόνι
τα καραβάκια στο Ματαπά.
Την τράτα λεν Μαρίτσα,
τη σκούνα Βαγγελή,
Σουλτάνα τη μαούνα,
τη βάρκα Παντελή...
Τι εικόνες έβλεπε ο στιχουργός του τραγουδιού στα μέρη αυτά μισό αιώνα πριν, το 1969 που κυκλοφόρησε το τραγούδι; Σίγουρα οι εικόνες αυτές δεν έχουν καμία σχέση με τις σημερινές. Τον ρήμαξαν τον τόπο οι κάτοικοι του και οι αρχές του.
Μετά τον Ύδρα πήραμε το δρόμο για την Κόστα, όπου και το πορθμείο για το πέρασμα στις Σπέτσες. Αφήσαμε την αδιάφορη για τον περαστικό από κει Ερμιόνη και δεν ακολουθήσαμε τον κύριο οδικό άξονα προς Κρανίδι -Πόρτο Χέλι- Κόστα, θα τον κάναμε στην επιστροφή μας από το νησί. Είπαμε, λοιπόν, να πάμε παραλιακά για να δούμε τα παραλιακά χωριά και την περιοχή.
Και εκεί, στις περιοχές των Αγίων Αναργύρων, της Πετροθάλασσας κ.α. μικρών οικισμών, παγιδευτήκαμε σχεδόν. Ένας λαβύρινθος, όπου τριγυρνάς, στρίβεις, ξαναστρίβεις κι ένας φόβος, αν θα καταφέρεις να απεγκλωβιστείς από κει, σε πιάνει, ακόμα και με το τζιπιές. Φαντάζομαι ότι πρόκειται για παλιούς αγροτικούς χωματόδρομους, που ναι μεν έχουν πλέον άσφαλτο, αλλά είναι στενοί, αποπνικτικοί, ανάμεσα σε ψηλές μάντρες και περιφράξεις κάθε είδους. Και στρίβεις και ξαναστρίβεις και ελπίζεις ότι θα βγεις και η έξοδος προς κάποιο μεγαλύτερο και κεντρικό δρόμο καθυστερεί πολύ. Όλη η περιοχή ιδιόκτητη, είδαμε πωλητήριο ακόμα και για λόφο και καταλάβαμε με όλους τους τρόπους ότι πρόκειται για φαρ ουέστ, όποιος είχε τη δύναμη, έκανε ό,τι γούσταρε. Χάλια μαύρα, όπως και στις περισσότερες παραλιακές περιοχές της περιοχής των Ιρίων, πριν το Τολό στο δρόμο μας για το Ναύπλιο. Εκεί οι περιοχές μυρίζουν έντονα φυτοφάρμακα και ακόμα και τα βότσαλα της θάλασσας είναι χρωματισμένα από αυτά. Πολλοί πορτοκαλεώνες, πολλοί ροδιώνες, αλλά το τι τρώμε, άστα να πάνε.
Και εκεί, στις περιοχές των Αγίων Αναργύρων, της Πετροθάλασσας κ.α. μικρών οικισμών, παγιδευτήκαμε σχεδόν. Ένας λαβύρινθος, όπου τριγυρνάς, στρίβεις, ξαναστρίβεις κι ένας φόβος, αν θα καταφέρεις να απεγκλωβιστείς από κει, σε πιάνει, ακόμα και με το τζιπιές. Φαντάζομαι ότι πρόκειται για παλιούς αγροτικούς χωματόδρομους, που ναι μεν έχουν πλέον άσφαλτο, αλλά είναι στενοί, αποπνικτικοί, ανάμεσα σε ψηλές μάντρες και περιφράξεις κάθε είδους. Και στρίβεις και ξαναστρίβεις και ελπίζεις ότι θα βγεις και η έξοδος προς κάποιο μεγαλύτερο και κεντρικό δρόμο καθυστερεί πολύ. Όλη η περιοχή ιδιόκτητη, είδαμε πωλητήριο ακόμα και για λόφο και καταλάβαμε με όλους τους τρόπους ότι πρόκειται για φαρ ουέστ, όποιος είχε τη δύναμη, έκανε ό,τι γούσταρε. Χάλια μαύρα, όπως και στις περισσότερες παραλιακές περιοχές της περιοχής των Ιρίων, πριν το Τολό στο δρόμο μας για το Ναύπλιο. Εκεί οι περιοχές μυρίζουν έντονα φυτοφάρμακα και ακόμα και τα βότσαλα της θάλασσας είναι χρωματισμένα από αυτά. Πολλοί πορτοκαλεώνες, πολλοί ροδιώνες, αλλά το τι τρώμε, άστα να πάνε.
Όσο για το Τολό το θυμόμουν με πολλή κίνηση και προ 35ετίας που το επισκέφτηκα. Όπως το είδα σήμερα, το καταλυπήθηκα. Παρόλα αυτά κόσμος πολύς και καθαρή θάλασσα! Η φύση αντιστέκεται και αναγεννιέται παρά την καταστροφική μανία μας προς αυτή. Παντού μπορείς να ανακαλύψεις ομορφιές, παντού κάτι σώζεται, αλλά η γενική εικόνα είναι αυτή. Οι περιοχές δεν έχουν καμιά σχέση με την εποχή που σε γοήτευαν, σε ενέπνεαν και κρατούσαν την ψυχή σου αιχμάλωτη. Δεν θα ξαναπήγαινα παρά μόνο στα βουνά και τα ορεινά της περιοχής αυτής, άντε και σε κανένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι για το μεζεδάκι. Δεν θα άφηνα τα λεφτά μου σε τόσο άπληστους ανθρώπους.