Παιδάκι των πρώτων τάξεων του δημοτικού με λογική και σύνεση πόας, απεστάλην σε χριστιανική κατασκήνωση στη Ζάκυνθο, του πατέρα Απόστολου, μητροπολίτη Ζακύνθου (1967-1974), μαζί με τις μεγαλύτερες αδελφές μου, επιφορτισμένες με την ευθύνη να με προσέχουν, κυρίως η Κικούκω, η μεγάλη αδελφή, μόλις πέντε χρόνια μεγαλύτερη, ήτοι μικρή για το βαρύ αυτό έργο. Πώς να προσέχεις ένα απερίσκεπτο στρουθίο που ακόμα φορούσε πούπουλα για πανοπλία στη ζωή; Η δεύτερη αδελφή, η Φωφώ -ήταν της μόδας τα υποκοριτικά, αλλά η μάνα μας δεν είχε χρόνο για τις τρυφερότητες που τα υποκοριστικά δηλώνουν και μας αποκαλούσε όλες με τα βαπτιστικά μας, Κυρακούλα, Φωτεινή, Ματίνα - η δεύτερη, λοιπόν, μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερη μου, λίγο φρονιμότερη ως χαρακτήρας, βάρυνε επίσης την πρώτη και εγώ αμφότερες. Τελικά η Κικούκω δεν τα κατάφερε κι άσχημα, αφού γυρίσαμε σώες στα πάτρια εδάφη, κατόρθωμα σε συνεργασία με τις ομαδάρχισσες, που τα ονόματα τους εντελώς ελησμόνησα. Άσε που η μεγάλη αδελφή κατάφερε να πουλήσει σε άλλες συγκατασκηνώτριες τις λουκανόπιτες, κάπου δύο σακούλες γεμάτες, που θα χαλούσαν μετά την παρέλευση της ημέρας αγοράς τους, καθώς το προϊόν ήτο ευπαθές.
Αλλά ας εξηγηθώ: Άπαξ του διαστήματος της παραμονής μας στην κατασκήνωση η κάθε ομάδα με την ομαδάρχισσα επισκεπτόταν τον Άγιο Διονύσιο στην πόλη της Ζακύνθου, μερικά ακόμα αξιοθέατα που δε θυμάμαι πια - δεν ξαναπήγα από τότε στο νησί - κι εμείς τα ομαδόπουλα κάναμε και κάποιες αγορές από τα καταστήματα του κέντρου, συνήθως αναμνηστικά για το σπίτι και δώρα για τους γονείς. Όλα τα μικρά ομαδόπουλα, εκτός από ένα. Ως φαίνεται θα μας πήγαν σε κάποιο μαγαζί για πρόχειρο φαγητό στο χέρι κι εκεί πουλούσαν ένα έδεσμα που για πρώτη φορά γευόμουν στη ζωή μου και με ενθουσίασε, ατομική λουκανόπιτα, παρακαλώ. Ήταν τόσο εύγεστη που με όλο μου το χαρτζιλίκι, δεν θα ήταν και ψίχουλα, αγόρασα λουκανόπιτες, να πάω και στις αδελφές μου, και στους γονείς μου, όταν θα επιστρέφαμε στην Κοζάνη, να τρώμε και στην κατασκήνωση, μάλλον δε μας τάιζαν με τέτοιες λιχουδιές, ορθά γιατί είναι βλαπτικές. Τα μαντολάτα δε θα τα είχα πάρει είδηση, ούτε τις κολόνιες με άρωμα από μπουγαρίνι, αυτά τα αγόρασαν οι αδελφές μου στη δικιά τους εξόρμηση στην πόλη.
Και να πεις ότι ήμουν φαγανή; Το αντίθετο, κλαράκι, αδύνατη με τα οστά των γονάτων, των έμπροσθεν και πίσω πλευρών, της λεκάνης να προεξέχουν, καμπούριαζα κιόλας, απ' όσα μου λένε, μάλιστα η Κικούκω με χτυπούσε γροθιές στην πλάτη, κάθε που με έβλεπε να σκύβω για να την ισιάζω. Κακόφαγη, λοιπόν, αλλά οι λουκανόπιτες ήταν το κάτι άλλο! Φαίνεται ότι έφαγα περισσότερο από ότι το στομάχι μου άντεχε και γύρισα κάπως αδιάθετη, έφαγα γερή κατσάδα από την Κικούκω για την αγορά, η Φωφώ περί άλλων ετύρβαζε, θυμόμουν κι εκείνο το μαύρο σκήνωμα του αγίου Διονυσίου που προσκυνήσαμε, νομίζω ότι με κορόιδευαν και κάποια παιδιά της ομάδας μου σταθερά και εκείνη τη μέρα ειδικά (μπούλινγκ το λέμε σήμερα), σκεφτόμουν ότι έπρεπε και να εξομολογηθώ, πριν φύγω από την κατασκήνωση, για τις αμαρτίες μου στον πατέρα Απόστολο, τι κακό έκανα, αν στεναχωρώ γονείς και τέτοια, και πώς να του έλεγα ότι είμαι άτακτη, αγοροκόριτσο, κατσίκι και τα γόνατά μου μόνιμα καλύπτονται από κακάδια αίματος σαν μεγάλες ντάμκες, ότι δεν ένιωθα και το καλύτερο παιδί ... πολύ ζοριζόμουν το έρμο και αγαθό παιδάκι και η ημερήσια στην πόλη της Ζακύνθου, έξω από τον προστατευτικό κλοιό της κατασκήνωσης, μου βγήκε ξινή. Με όλα αυτά, αδιαθεσία και ταραχή καμπούριαζα περισσότερο, είχα διπλωθεί, ένα δαρμένο κουτάβι. Αυτά τουλάχιστον μου λένε οι αδελφές μου, που ακόμα γελάν με την εικόνα και τις ανοησίες μου, παρελθοντικές και όλων των χρόνων μου. Της ενηλικίωσης μου δεν τους φαίνονται αστείες, τις κατακρίνουν και ες αεί. Διαφέρουμε οι άνθρωποι και οι αδελφές.
Η Κικούκω έτρεχε να πουλήσει τις λουκανόπιτες σε άλλα κοράσια της κατασκήνωσης και τα κατάφερε, άρα σε όλες άρεσε η λουκανόπιτα, άρα δικαίως τις αγόρασα, άρα μήπως έπρεπε και με προσαύξηση, αφού δεν μπορούσαν να πάνε στην πόλη οποιαδήποτε στιγμή; Αλλά αυτά τα σκέφτομαι τώρα που έγινα αετόπουλο μηδενικών πτήσεων στο επιχειρείν. Μπούλινγκ έτρωγα κι από τις αδελφές μου, που γελούσαν όταν έβγαινα από τη θάλασσα με την εμφάνιση μου. Βέβαια τότε το μπούλινγκ το λέγαμε αδελφικό ενδιαφέρον και ήτο. Πρώτη φορά είδα θάλασσα στη ζωή μου τότε και μου άρεσε, δεν ήθελα να βγαίνω απ' το νερό, το χρόνο που δικαιούμασταν να κολυμπάμε σ' αυτήν. Ευτυχώς, όλες οι ομάδες, μεγάλες και μικρές κατασκηνώτριες, κολυμπούσαμε μαζί. Αλλιώς σίγουρα θα πνιγόμουν. Μιμούμουν τις μεγαλύτερες προσπαθώντας μόνη να μάθω να κολυμπώ και κυρίως τη Φωφώ, που είχαν ξαναπάει με την Κική, είχαν μάθει κολύμπι, αλλά η Φωφώ ήταν και είναι το δελφίνι της οικογένειας. "Κοίτα πώς κάνω" μου έλεγε, δεν προλάβαινα να δω και ξεμάκραινε. Κάποτε την ακολούθησα στα "δεν πατάτε", ποια με έσωσε δε θυμάμαι, αλλά πάλι με μάλωσαν. Δεν έμαθα τελικά κολύμπι εκείνη τη χρονιά, ούτε σωσίβια, ούτε μπρατσάκια, ούτε κάποιον να ασχοληθεί, πυρ κατά βούληση, για κάποιες πιο εύκολο για κάποιες πιο δύσκολο. Εμένα εύκολο μου φαινόταν στο μάτι, κουνάς χέρια, πόδια, πίνεις θαλασσινό νερό, τέτοια, αλλά στην πράξη δεν τα κατάφερνα καλά, σκέτο βαριετέ, πώς να μη γελάνε μαζί μου. Έβγαινα, μου λένε, με μελανιασμένα χείλη, έτρεμα από το κρύο, αδύνατη και κοκαλιάρα και φυσικά καμπούριαζα. Γελούσαν τι να έκαναν; Κι αν γελούσαν κι άλλες, εκτός από τις αδελφές μου, δικαίως. Μπούλινγκ το λέμε σήμερα, τότε ήταν η κανονικότητα και μόνες έπρεπε να τα βγάζουμε πέρα. Γροθιά στην πλάτη σταθερά και συνεχίζαμε το πρόγραμμα της κατασκήνωσης.
Αν και χριστιανοπατριωτικού είδους η κατασκήνωση του πατέρα Απόστολου στη Ζάκυνθο κι αργότερα αυτή που δημιούργησε στο Φτελιό Μαγνησίας πρόσφερε σε πολλά Κοζανιτόπουλα ολιγοήμερες διακοπές, γνωριμία με τη θάλασσα, όνειρο απατηλό για πολλούς από μας του 60, 70, σκληραγώγηση με την καλή έννοια, μακριά από το οικογενειακό περιβάλλον, εμπειρίες πολλές, που τις περισσότερες τις θυμάμαι θετικά. Όχι, δεν ήμασταν τότε μη μου άπτου. Μάλλον κερδισμένες-οι, όλα τα παιδιά που βρεθήκαμε εκεί. μας έψηνε ο ήλιος, η αλμύρα της θάλασσας, χωρίς αντηλιακά, ομπρέλες και ξαπλώστρες, μας ενδυνάμωσαν οι επιπλήξεις και οι κοροϊδίες, ψάλλαμε ύμνους και προσευχόμασταν μπροστά σε έναν Σταυρό επί μικρού υψώματος με τους φακούς μας αναμμένους το βράδυ για να φτάσουμε ως εκεί - το θυμάμαι μαγικά - κι όταν μεγαλώσαμε κρίναμε κι αποφασίσαμε ο καθένας με τη δική του λογική και κοσμοθεωρία. Όχι, δεν περιμέναμε οι γονείς μας να μπουν μπροστά και να μας προστατέψουν, υπομέναμε ή αντιμετωπίζαμε ανάλογα και όχι δεν έχουμε ψυχολογικά προβλήματα γι' αυτούς τους λόγους. Για άλλους, ναι.
Όταν γυρίσαμε Κοζάνη - φαντάζεστε πόσες ώρες χρειάζονταν τη δεκαετία του 1970 για να φτάσεις από τη Ζάκυνθο στην Κοζάνη και το αντίστροφο, οι γονείς μας δεν αναγνώρισαν αμέσως τη Φωφώ, αν και μπροστά τους. Είχε μαυρίσει πολύ, είχε αγοράσει κι ένα καφέ τσεμπέρι με φλουριά από το νησί και το φορούσε στο κεφάλι, την έψαχναν. "Εγώ είμαι, μπαμπά" τους είπε.
Αν ήμουνα σαν κλαρί αδύνατη, γύρισα κλαράκι. Κατασκήνωση στη Ζάκυνθο δεν ξαναπήγα. Αργότερα, έφηβη, στο Φτελιό, μόνο μια φορά πάλι, γιατί είχα αρχίσει εγώ να μη δένω με το κλίμα των κατασκηνώσεων. "Λόγω ουρσουζιάς", το μπούλινγκ, όπως το λένε σήμερα, συνεχιζόταν κανονικά. Να μην ξεφύγω άσχημα φοβούνταν, στη μετάφραση. Όμως και από το Φτελιό κρατάω όμορφες εμπειρίες, που πάει να πει ότι αυτή η γνωστή ομάδα των διοργανωτών των κατασκηνώσεων αυτών τα κατάφερναν περίφημα. Άλλου παπά ευαγγέλιο έγινα εγώ, εξαίρεση μέχρι σήμερα, ευτυχώς, ανήκουσα μετά του συζύγου στην κατηγορία των μονόλυκων.
Αργότερα έφτασαν οι λουκανόπιτες και στην Κοζάνη, αλλά ποτέ ξανά δεν είχαν την ίδια γεύση. Γκάφες, επιπολαιότητες, λάθη, ατελείωτα. Είχαν να λένε στα σόγια, ότι τις υποδειγματικές Κικούκω και Φωφούκω, δεν τις έμοιασα. Κι όμως είμαι ακόμα εδώ, αν και μεγάλωσα σαν τις ντάλιες, τα χρυσάνθεμα και τα σκυλάκια που υπήρχαν στα στενόμακρα κηπάκια, τα παρτέρια του πατρικού μου σπιτιού. Ούτε σαν αγριολούλουδο, ούτε σαν πολύτιμο λουλούδι. Είμαι ακόμα εδώ, νιώθω πολύτιμη για μένα και μια δυο ακόμα ψυχές. Δηλαδή αληθινή ευλογία.
Ματίνα Γκούτζιου