Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

19 Απριλίου 2015

Λειτουργίες – Χρήσεις των πτώσεων του ουσιαστικού. Υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο, ομοιόπτωτοι και ετερόπτωτοι προσδιορισμοί.


Λειτουργίες  - Χρήσεις των πτώσεων του ουσιαστικού 

Ο ρόλος της πτώσης είναι να συνδέει το ουσιαστικό με το στοιχείο της πρότασης από το οποίο εξαρτάται. Οι βασικές πτώσεις της Νέας Ελληνικής (ονομαστική, γενική, αιτιατική) επιτελούν διάφορες λειτουργίες: συνδέουν το ουσιαστικό με το ρήμα, με άλλο ουσιαστικό, με πρόθεση ή με επίρρημα. Αντίθετα, η κλητική δεν έχει συνδετικό ρόλο, αλλά τη χρησιμοποιούμε μόνο όταν θέλουμε να καλέσουμε ή να προσφωνήσουμε κάποιον.

17 Ιανουαρίου 2015

Κλασικός ή κλασσικός ; (του Γιώργου Δαμιανού)



Η λέξη “κλασικός” προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη “κλάσις, -εως”. Υιοθετήθηκε από τους Λατίνους, αλλά για τη λατινική προφορά έπρεπε να προστεθεί και το δεύτερο σίγμα, γιατί το -s- ανάμεσα σε δύο φωνήεντα προφέρεται ως -ζ-. Στην ελληνική ορθογραφία, λοιπόν, είναι λάθος να μεταφέρουμε τη λατινική γραφή με δύο -σσ-. Η σωστή ορθογραφία είναι: κλασικός, ή, ό
Η ιστορία της λέξης:
Σήμερα, μιλάμε για κλασική ομορφιά, μουσική, αθλητισμό, ζωγραφική, ντύσιμο, επίπλωση, συνήθειες κ.λπ. Στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, όμως, ο όρος κλασικός προσδιόριζε μόνο τους πλούσιος πολίτες και αργότερα και τους συγγραφείς.

Στην αρχαία Ρώμη ο όρος “classicus” προσδιόριζε τον πλούσιο πολίτη με μεγάλη υπόληψη και κύρος (dignitas και auctoritas).

Το 2ο αιώνα μ.Χ πρωτοπαρουσιάζεται ο όρος από τον Αύλο Γέλλιο, (Aulus Gellius, 125 – 180 μ.Χ.), για να προσδιορίζει τους συγγραφείς πρώτης τάξεως. Κλασικοί συγγραφείς, classici auctores, ήταν εκείνοι που υποστήριζαν την άρχουσα κοινωνική τάξη (classe) σε αντίθεση με τους proletarii scriptores, που έγραφαν ή ανήκαν στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Υπενθυμίζουμε ότι ο όρος προλετάριος < proletarius δήλωνε τον άκληρο πολίτη που δεν μπορούσε να δώσει κανένα έσοδο στο κράτος, παρά μόνο τα παιδιά του (proles), για να καταταγούν στον στρατό. Ο όρος προλετάριος πήρε τη σημερινή σημασία, αν και δε διαφέρει πολύ από την αρχαία, στη Μαρξιστική ορολογία.
Στον Μεσαίωνα ο όρος “κλασικός” προσδιόριζε τους συγγραφείς, που τους μελετούσαν στις classes (σχολικές αίθουσες), γιατί τους θεωρούσαν κατάλληλους για τα χρηστά ήθη της εποχής.

Στην Αναγέννηση ο όρος classicus προσδιόριζε όλη την ελληνορωμαϊκή λογοτεχνία, που έπρεπε με κάθε τρόπο να διαφυλαχθεί από τις απειλές και τα σκοτάδια του Μεσαίωνα

Στα τέλη του 18ου αιώνα πλάθεται ο όρος “Νεοκλασικός” για να να εκφραστούν όλες εκείνες οι ιδέες που εναντιωνόταν στον μπαρόκ

15 Ιανουαρίου 2015

Κοζανίτικες μεταφορικές εκφράσεις

Η Κοζάνη τη δεκαετία του 1930
Τις μεταφορικές αυτές εκφράσεις που εμπεριέχουν λέξεις σχετικές με την τροφή και τη διαδικασία του φαγητού, βρήκα στο εξαιρετικό και πολύτιμο για τον πολιτισμό της Κοζάνης βιβλίο "Γεύσεις από παλιά Κοζάνη" των Ματίνας Μόμτσιου Τσικριτζή και Φάνης Φτάκα Τσικριτζή. Εγώ προσθέτω μόνον τη σημασία τους, πότε και για ποιο λόγο λέγονταν.

1. Μισή μιρίδα άνθρουπους: Λέγονταν για τον μικροκαμωμένο, τον λιανό τον αδύνατο, τον αχαμνό, για κάποιον που δεν τον πιάνει το μάτι σου, που δεν τον λογαριάζεις σημαντικό ή ότι μπορεί να τα καταφέρει. Την έκφραση, τη χρησιμοποιούμε και σήμερα στην κοινή νεοελληνική.
2.Τιρούσιν κι τουν έπιφταν τα σάλια: Λέγονταν για κάποιον που επιθυμεί πάρα πολύ κάτι, που το λιγουρεύεται, που είναι νηστικός ή στερημένος γενικότερα και επιθυμεί αυτό που οι άλλοι απολαμβάνουν ή έχουν από μακριά.
3. Πε τα καθαρά κι μην τα μουτσιαλνάς (μουτσιαλνώ = μασώ): Λέγονταν για τους ανειλικρινείς, γι' αυτούς που προσπαθούσαν να αποκρύψουν στοιχεία, την αλήθεια γενικότερα, γι' αυτούς που μασούσαν τα λόγια τους. Για τις υπεκφυγές και τα μισόλογα, 
4. Μη γένισι μουναχουφάης: Λέγονταν για κάποιον που τα ήθελε όλα δικά του και δεν μοιράζονταν.
5. 'Ν έκαμάμι φσιέκ': α) δηλ. φάγαμε πολύ και καλά, μέχρι σκασμού, την κάναμε ταράτσα. β)Νομίζω ότι η έκφραση αυτή είχε και δεύτερη σημασία και δήλωνε ότι θυμώσαμε κάποιον πάρα πολύ (τουν έφκιασα φσιέκ'), τον κάναμε πύραυλο, Τούρκο, συνήθως για λόγους εκδίκησης ή ανταπόδοσης. 
6. Δε χαρίζ' κάστανα: Λέγονταν για κάποιον που τα λέει έξω από τα δόντια, χωρίς φόβο και πάθος, που μιλάει και εκφράζει την άποψή του με θάρρος και παρρησία. Το λέμε και σήμερα.
7. Είναι χαψιά κι σχώριου (χαψιά = μπουκιά, σχώριου = συγχώρεση): Λέγονταν για κάτι πολύ νόστιμο, εύγευστο ή πολύ όμορφο, με ιδιαίτερο κάλλος π.χ. μια όμορφη κοπέλα. "Είναι μπουκιά και συχώριο" λέμε και σήμερα.
8. Δεν αδειάζου να φάου ψουμί: Δηλαδή, δεν ευκαιρώ, δεν μου περισσεύει χρόνος, είμαι πολυάσχολος. Το έλεγαν συχνά οι παντρεμένες γυναίκες, καθώς οι πολλές δουλειές και υποχρεώσεις τις κρατούσαν συνεχώς στο πόδι. 
9. Μυρίζ' χουρτασιές: Λέγονταν για κάποιον που δεν είχε όρεξη να φάει στο κανονικό τραπέζι, γιατί προηγουμένως είχε τσιμπολογήσει ή και για κάποιον που η οικονομική του άνεση ήταν εμφανής.

Από Ματίνα Γκούτζιου

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οποιαδήποτε προσθήκη ή διόρθωση είναι καλοδεχούμενη και πολύτιμη.

08 Ιανουαρίου 2015

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ



Τι είναι η περίληψη;

Είναι η συνοπτική και περιεκτική απόδοση, σε συνεχή λόγο, ενός κειμένου. Είναι ένα νέο κείμενο, που, χωρίς να προδίδει το αρχικό, περιλαμβάνει τα σημαντικότερα σημεία του, κατάλληλα συνδεδεμένα.


Η περίληψη βασίζεται:

• Στο θεματικό κέντρο του κειμένου.

• Στους πλαγιότιτλους των παραγράφων ή των θεματικών ενοτήτων

• Στις σημαντικές λεπτομέρειες της κάθε παραγράφου (λέξεις, φράσεις -  κλειδιά).

08 Δεκεμβρίου 2014

ΑΦΗΓΗΣΗ


Α. ΟΡΙΣΜΟΣ:

Με τον όρο αφήγηση εννοούμε την προφορική ή γραπτή παρουσίαση ενός γεγονότος ή μιας σειράς γεγονότων πραγματικών ή φανταστικών μέσα στο χρόνο.

Β. ΔΟΜΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Η αφήγηση στηρίζεται στην ακόλουθη δομή:

1. Δίνονται πληροφορίες για τους ήρωες, το χώρο, το χρόνο.

2. Παρουσιάζονται τα γεγονότα, το πρόβλημα, ο στόχος, η δράση, το αποτέλεσμα. Δίνεται δηλαδή η εξέλιξη της ιστορίας, των γεγονότων μέσα στο χρόνο.

3. Δίνεται η λύση, δηλαδή το τέλος της ιστορίας, η κρίση του αφηγητή.

30 Μαΐου 2014

Μύθοι και Αλήθειες για την Ελληνική Γλώσσα (μια διάλεξη του Νίκου Σαραντάκου)

Ο Νίκος Σαραντάκος γεννήθηκε το 1959 στην Αθήνα. Γονείς του είναι ο χημικός μηχανικός και συγγραφέας Δημήτρης Σαραντάκος και η Αγγελική Πρωτονοτάριου, χημικός και ποιήτρια με το λογοτεχνικό όνομα Κική Σαραντάκου. Συγγραφείς ήταν επίσης ο παππούς του Νίκος Δ. Σαραντάκος και η γιαγιά του Ελένη Μυρογιάννη. Έχει πτυχίο της σχολής Χημικών Μηχανικών του Μετσόβειου Πολυτεχνείου και Αγγλικής Φιλολογίας. Εργάζεται στο μεταφραστικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ζει στο Λουξεμβούργο.
Έχει εκδώσει  συλλογές διηγημάτων, δοκίμια,  γλωσσολογικές πραγματείες, εγχειρίδια για το μπριτζ, έχει μεταφράσει  βιβλία,έχει δημιουργήσει ηλεκτρονική βιβλιοθήκη με κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας, διαθέσιμη στο διαδίκτυο κ.α.