Φτάσαμε αργά το βράδυ στο Νόβισαντ (Novi Sad), ταλαιπωρημένοι και κατάκοποι, μετά από καθυστέρηση πέντε ωρών (ατελείωτες) στα σύνορα Ουγγαρίας-Σερβίας. Συναντήσαμε ουρές τουλάχιστον 5-6 χιλιομέτρων εκεί, κυρίως λόγω των Τούρκων που από τα μέσα Ιουλίου και τον Αύγουστο κατεβαίνουν μαζικά από τις Ευρωπαϊκές χώρες όπου δουλεύουν και ζουν στην πατρίδα τους. Οι Τούρκοι κατεβαίνουν μαζικά, αλλά οι υπάλληλοι που "ελέγχουν" τη διέλευση των καραβανιών (κι εμείς μέσα σ' αυτά) κυριολεκτικά κωλυσιεργούν. Κατάχρηση εξουσίας αλλά δε μπορείς να πεις κουβέντα, γιατί θα ταλαιπωρηθείς πολύ περισσότερο. Επιπλέον λυπηρό, ότι αυτοί (οι Τούρκοι κυρίως) που αναγκαστικά σέβονται τους κανόνες εκεί που δουλεύουν, μόλις ξεφύγουν από τον έλεγχο αυτό, γίνονται άλλοι άνθρωποι. Ένας απέραντος βρωμερός σκουπιδότοπος οι ουρές αυτές! Αν σκέφτεστε να ταξιδέψετε οδικώς προς τα βόρεια, αποφύγετε αυτή την περίοδο. Θα ταλαιπωρηθείτε πάρα πολύ.
Μπαίνοντας στη Σερβία και ειδικότερα στην επαρχία της Βοϊβοντίνα αρχίζει και το ταρακούνημα λόγω οδοστρώματος. Η Βοϊβοντίνα είναι επαρχία της Σερβίας και βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της χώρας, στην πεδιάδα της Παννονίας (που σημαίνει υγρός και νερό, λόγω των πολλών ποταμών που την διασχίζουν). Το Νόβι Σαντ είναι η μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσά της Βοϊβοντίνα και η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Σερβίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του Δούναβη και ιδρύθηκε για να εξυπηρετεί ως ενδιάμεση στάση στις εμπορικές συναλλαγές.
Η σύντομη απογευματινή ξενάγηση στο Νόβισαντ αναβλήθηκε για το επόμενο πρωί, οπότε μέσα σε 3-4 ώρες περίπου περιηγηθήκαμε στο ιστορικό κέντρο της πόλης ξεκινώντας προηγουμένως από το κάστρο ή φρούριο Πετροβαραντίν, οχυρό που χτίστηκε από τους Ρωμαίους στο Δούναβη για την προστασία των παραδουνάβιων πόλεων που βρίσκονταν υπό την κατοχή τους. Πέρασε στα χέρια των Οθωμανών, των Αυστριακών και γενικότερα ενισχύθηκε και διαμορφώθηκε ανάλογα με τις ανάγκες και την τεχνογνωσία κάθε εποχής. Σήμερα στο φρούριο λειτουργούν γκαλερί καλλιτεχνών, καφέ, εστιατόρια και διοργανώνονται σ' αυτό διάφορες εκδηλώσεις. Στο ρολόι του Φρουρίου οι δείκτες είναι ανάποδα, δηλαδή ο μεγάλος δείκτης δείχνει την ώρα και ο μικρός τα λεπτά, κάτι που έγινε για να βλέπουν από μακρυά οι ψαράδες στο Δούναβη τι ώρα είναι.
Αξιοθέατο στο Νόβισαντ αποτελούν και οι βομβαρδισμένες από τις Νατοϊκές δυνάμεις γέφυρες. Έτσι, εκεί που κάποτε επικρατούσε ο τρόμος, τώρα όλοι παίρνουν πόζες και χαμογελούν ξένοιαστα για να φωτογραφηθούν και να θυμούνται ότι να, το είδαμε κι αυτό, περάσαμε κι από κει, γίναμε οι κατοπινοί μάρτυρες αυτού του γεγονότος, εκ του ασφαλούς φυσικά!
Το ιστορικό κέντρο της πόλης είναι πεζοδρομημένο, διατηρεί το χρώμα του, είναι όμορφο, όμως σε αρκετά σημεία τα σημάδια της εγκατάλειψης είναι έντονα (εδώ είναι Βαλκάνια). Εκκλησίες, το δημαρχείο, κάποια μουσεία, παλατάκια, αρχοντικά, το Σερβικό Γυμνάσιο (1864), ένα ελληνικό δημοτικό σχολείο (που πλέον δε λειτουργεί) και διάφορα άλλα κτίρια που διατηρούν ή συνδυάζουν αρχιτεκτονικούς ρυθμούς του παρελθόντος κοσμούν τους πεζοδρόμους του κέντρου της πόλης, όπου βέβαια λειτουργούν και τα αντίστοιχα καφέ, εστιατόρια και καταστήματα για τουρίστες και ντόπιους. Εδώ δεν βρήκαμε την καθαριότητα που επικρατεί στην Πολωνία, αντίθετα σε δευτερεύοντες δρόμους και λίγο πιο έξω από το κατ' εξοχήν τουριστικό κέντρο υπήρχε βρωμιά και μια αίσθηση εγκατάλειψης.
Ο ποταμός Δούναβης (θεό τον αποκαλώ, γιατί ο ρόλος του σε μια σειρά από χώρες, πόλεις, χωριά είναι ζωοδοτικός) έχει πολύ σημαντικό ρόλο στην πόλη και τη ζωή της. Υπάρχουν διαδρομές δίπλα στο ποτάμι για τρέξιμο, βόλτα, ποδήλατο και άλλες δραστηριότητες που δεν είδαμε, αλλά ακούσαμε γι' αυτές.
Κάτι άλλο που άκουσα ή μάλλον διάβασα στο βιβλίο του Geert Mak "Ταξίδια τον 20ο αιώνα στην Ευρώπη" και που θυμόμουν όσο βρισκόμασταν στην πόλη αυτή είναι το εξής (αναφέρεται στην περίοδο των Γιουγκοσλαβικών πολέμων): "....Το φθινόπωρο του 1991 ο πόλεμος έφτασε πολύ κοντά στο Νόβισαντ. Η γραφική πόλη Βούκοβαρ στις όχθες του Δούναβη, σε απόσταση το πολύ μιας ώρας, πολιορκήθηκε επί μήνες. Ο πανικός χτύπησε τη νεολαία του Νόβισαντ. Σχολεία, οι καντίνες του πανεπιστημίου, το καφέ Σαξ, όλα άδειασαν. Πολλά αγόρια κατέφυγαν στα δάση με τις ιτιές κοντά στο ποτάμι, λίγο έξω απ' την πόλη, και τα βράδια τα κορίτσια πήγαιναν να τους φτιάξουν το κέφι με φαγητό και κουβέρτες και άλλα καλούδια. Ακόμη ψιθυρίζουν για τα όργια που έγιναν τότε εκεί, γιατί κανείς δεν έδινε πια δεκάρα, αφού έτσι κι αλλιώς όλοι θα πέθαιναν όπως πίστευαν."
Έψαξα με το μάτι μου για τις ιτιές κοντά στο ποτάμι, να βρω το μέρος που οι νέοι έζησαν σαν να μην υπήρχε αύριο, αλλά θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε κοντά στο Δούναβη και μάλλον ήθελε να μείνει μυστικό, ίσως και να ξεχαστεί.
Οι 3-4 ώρες στο Νόβισαντ δεν επιτρέπουν σε κάποιον να πει ότι το γνώρισε. Καταγράφω εδώ μια πρώτη εντύπωση και κάποιες πολύ βασικές πληροφορίες για την πόλη. Σίγουρα τόσο το Νόβισαντ όσο και κάθε άλλη περιοχή που επισκεφτήκαμε στο ταξίδι μας προς την Πολωνία, έχουν ομορφιές και πράγματα να δεις και να ανακαλύψεις σαν ταξιδιώτης, αν ο χρόνος το επιτρέπει. Καλά να είμαστε και να ταξιδεύουμε. Εικόνες, άνθρωποι, πόλεις, μνημεία ... όλα είναι δρόμος, όπως και η ζωή.
Κλείνω παραθέτοντας μερικά ακόμα αποσπάσματα από το βιβλίο του Geert Mak "Ταξίδια τον 20ο αιώνα στην Ευρώπη" που αναφέρονται σε όσα προηγήθηκαν του πολέμου :
"....Η Γιουγκοσλαβία που δημιουργήθηκε μετά τον πόλεμο (Β' Παγκόσμιο) υπό τον Τίτο κατάφερε να συνδυάσει μια αποτελεσματική κεντρική αρχή με μεγάλο βαθμό αυτονομίας για τις έξι γιουγκοσλαβικές ομοσπονδιακές δημοκρατίες.Στο Σύνταγμα του 1974 η διοίκηση αποκεντρώθηκε ακόμα πιο πολύ: η καθεμιά εκ των γιουγκοσλαβικών ομοσπονδιών είχε τη δική της κεντρική τράπεζα, τη δική της αστυνομία, το δικό της δικαστικό και εκπαιδευτικό σύστημα. Η χώρα άρχισε να εκσυγχρονίζεται με γοργούς ρυθμούς και παντού κατασκευάζονταν σχολεία, δρόμοι, επιχειρήσεις, οικιστικά συγκροτήματα. Ως τη δεκαετία του '80 η Γιουγκοσλαβία θεωρούνταν μακράν η πιο προηγμένη απ' όλες τις κομμουνιστικές χώρες. Ο Τίτο χαρακτήρισε τις παλιές πολύπλοκες διαμάχες περασμένες ξεχασμένες, και μ' αυτό οι Γιουγκοσλάβοι μπόρεσαν να ζήσουν για πάνω από 35 χρόνια.
Τα πράγματα στράβωσαν μετά το θάνατο του γέρου ηγέτη το 1980. Αποδείχτηκε πως ο Τίτο είχε αφήσει ένα τεράστιο εξωτερικό χρέος και ο πληθωρισμός αυξανόταν γοργά. Οι οικονομίες και οι συντάξεις εξανεμίστηκαν, υπήρχαν μεγάλες ελλείψεις σε τρόφιμα και καύσιμα, οι παλιές βεβαιότητες αποδείχτηκε ότι δεν άξιζαν τίποτε πια. Αυτό δημιούργησε, όπως πρωτύτερα σε άλλες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, και στη Γιουγκοσλαβία ένα μαζικό κίνημα διαμαρτυρίας. Μόνο που εδώ η αντικομμουνιστική εξέγερση κατέληξε σε μια σειρά από νέες συγκρούσεις που ακολουθούσαν τις πάλαι ποτέ εθνικιστικές γραμμές. Υπό τον Τίτο η διασπορά εθνικιστικών απόψεων ήταν απολύτως ταμπού, αλλά κεκλεισμένων των θυρών ορισμένοι, Σέρβοι, Κροάτες και Σλοβένοι διανοούμενοι συνέχισαν να καλλιεργούν τέτοιες ιδέες.Τώρα οι πρώην κομμουνιστές απαράτσικ ξανάβγαλαν στη φόρα τις εθνικιστικές ιδέες για να παραμείνουν στην εξουσία, και μάλιστα με εντυπωσιακά μεγάλη επιτυχία....
... Έτσι, γεννήθηκε στη Γιουγκοσλαβία μια σχεδόν ψυχοπαθολογική διαδικασία, ένα ασυγκράτητο σπιράλ προβολών ανάμεσα στο "εμείς" και οι "άλλοι", γεμάτο με τις λεγόμενες αυτοεκπληρούμενες προφητείες: ο καθένας που συμμετείχε στη σύγκρουση παρουσίαζε τον εαυτό του ως θύμα ή εν δυνάμει θύμα και τον αντίπαλο ως απειλή ή εν δυνάμει απειλή. Και επειδή και οι δυο πλευρές αντιδρούσαν στον αντίπαλο μόνο σαν να ήταν απειλή, ο καθένας γινόταν φυσικά πράγματι όλο και πιο απειλητικός.
..."Λίγο ακόμα και όποιος δεν είναι θυμωμένος με μία από τις γειτονικές μας χώρες θα γίνεται ύποπτος για εσχάτη προδοσία. Το μίσος είναι πανέτοιμο και περιμένει μόνο μέχρι να του πουν σε ποιον να ορμήσει".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου