Translate

14 Ιανουαρίου 2016

Ο κύριος Άνεμος


Από τους γονείς μου άκουσα για τον "Άνεμο", "τον κύριο Άνεμο", τον άνθρωπο ή το ανθρωπάκι, που υπήρξε, κατά τα λεγόμενα τους, θύμα της σκληρής και βασανιστικής συμπεριφοράς μερίδας ευυπόληπτων, κατά τα ειωθότα, συμπολιτών μας, που όμως αμέτι μουχαμέτι το είχαν βάλει να τον τρελάνουν. Εντέλει αυτοί οι ευυπόληπτοι και νοικοκυραίοι συμπολίτες μας έστειλαν στο τρελοκομείο έναν άνθρωπο που το μεγαλύτερο όλων των λαθών του, ήταν ότι κάποτε αποκάλεσε τον αέρα άνεμο! Η λέξη αυτή στάθηκε η αφορμή για να εξοντωθεί ένας άνθρωπος ψυχικά και κοινωνικά, γιατί κάπως διέφερε  και βαρέως έφεραν το γεγονός ότι δεν ήταν όμοιος τους, ένας αδύναμος αυτός σε μια υποκριτική κοινωνία βαρβάτων αντρών ή άντρηδων με το Α μαγκοβαρεμένο και πολλά βαρύ!

Περίεργο κι υπερβολικό ακούγεται, όχι όμως σπάνιο ως συμπεριφορά στις μικρές και κλειστές κοινωνίες, όπου και η πιο μικρή, η ελάχιστη διαφοροποίηση από τα εν γένει αποδεκτά πρότυπα, μπορεί να τιμωρηθεί με απίστευτη σκληρότητα και διαπόμπευση. Έφτασε ο δυστυχής αυτός άνθρωπος να μη μπορεί να ξεμυτίσει από το σπίτι του! Παντού, στη δουλειά του, στο δρόμο...θα βρισκόταν ο αχρείος που θα τον χλεύαζε μ' αυτόν τον αδικαιολόγητο, πλην όμως ιδιαίτερα βασανιστικό τρόπο.  "Πολύ άνεμο έχει σήμερα" ψιθύριζαν δίπλα του κι ας μην είχε! "Άνεμος, άνεμος, άνεμος..." έλεγαν και τα μικρά (κωλο)παίδια και τον ακολουθούσαν τρέχοντας. Η λέξη "Άνεμος" ξεφύτρωνε αναίτια στα χείλη όλων! Η καθημερινότητα του ανθρώπου έγινε εφιαλτική και ανυπόφορη, κυκλοφορούσε όσο πιο λίγο γινόταν, έβγαινε για τα απαραίτητα, κρυβόταν, όμως η ανόητη αυτή συνήθεια δεν έλεγε να ξεχαστεί και να κοπάσει. Οι βασανιστές του ήταν πάντα εκεί και περίμεναν πώς και πώς την παραμικρή ευκαιρία για να διασκεδάσουν εξοντώνοντας τον συνάνθρωπο τους που δεν τους έφταιξε και δεν τους πείραξε ποτέ!

Τελικά τον τρέλαναν, έχασε ο άνθρωπος τα λογικά του, δεν τα κατάφερε να αντιμετωπίσει την σκληρότητα τους. Είπαμε ήταν ευαίσθητος, αδύναμος ... διαφορετικός. Κανείς φυσικά δεν τιμωρήθηκε. Εξάλλου το "έγκλημα" ήταν συλλογικό. Ποιος το ξεκίνησε, πώς γενικεύτηκε, γιατί γενικεύτηκε, αν συνειδητοποίησαν οι θύτες το έγκλημα τους και μετανόησαν, είναι άγνωστο.   Εξάλλου οι νοικοκυραίοι με τους νοικοκυραίους και όσον αφορά τον αποτρελαμένο, ε, αυτόν άστον στην τρέλα του!

Εξαιρετικά ηθογραφεί τον "Άνεμο" και τους Ανεμοβασανιστές του ο Β.Π.Κ (Βασίλης Καραγιάννης) στο δεύτερο διήγημα του βιβλίου του " Το χρώμα της Νοσταλγίας" με τίτλο "Άνεμος ... δηλαδή κατά πως λεν έγινε αέρας" (Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2008) από το οποίο παραθέτω μερικά αποσπάσματα:

Κάπου στην παλιά αγορά της Κοζάνης:

"Τα μαγαζιά ένθεν και ένθεν αυτής, χασάπικα, μανάβικα, μικρά εμπορικά με καπέλα, ρούχα φτηνής κοπής, πλαστικά, δερμάτινα κι ένα σκυτορραφείο στην αρχή της - το μόνο που ακόμα επισκεύαζε μουλαρογαϊδουρινά σαμάρια - τόνιζαν την ακινησία, την κίνηση δηλαδή της καθημερινότητας.
Εκεί ήταν που, το πρωινό, ο κύριος ταχυδρομικός διευθυντής, με σχολαστικότητα ιατρού που διεξέρχεται λεπτή χειρουργική επέμβαση στο μάτι, επεξεργαζόταν κάτι μελιτζάνες παρεξηγήσιμα ώριμες, πιπεριές ελαφρώς κυρτές, άρα καυτερές, κι άλλες ευσταλείς και σπαθάτες, άρα ακίνδυνες, αγγούρια μετά συγχωρήσεως τόσα ... όταν φύσηξε κάπως ασυνήθιστα ο αέρας και πήρε το καπέλο από το κεφάλι, αποκαλύπτοντας μια γνωστή στους περισσότερους, ημιάδεια στο κέντρο, κορυφή, χωρίς κανένα ειδικό ενδιαφέρον ή έτσι, τότε, φάνηκε.
Πήρε να κυλάει στην κατηφόρα.
"Μα, τι άνεμος είναι αυτός", ακούστηκε να λέει κυνηγώντας το κάπως.
Οι χασάπηδες, με αμάτωτες ακόμα από φρέσκο αίμα τις ποδιές, το άκουσαν (άνω τελεία) οι μανάβηδες επίσης (άνω τελεία) οι ψιλικατζήδες εν γένει, ομοίως. Κοιτούσαν τον κύριο να κυνηγώ τον πίλον του, εντελώς συνηθισμένο κατά τα άλλα, που με εξαιρετική ισορροπιστική ευστάθεια, λες και ήταν κεφαλοτύρι στρόγγυλο, έφευγε ευθεία κάτω (άνω τελεία) και όλοι οι ανωτέρω, φυσικά, υπομειδιούσαν το λιγότερο.
-Άνεμος!...
Πρώτη φορά άκουσαν αυτήν τη λέξη με τόσον ευδιάκριτη καθαρότητα, σ' αυτήν την καθημερινή κατηφόρα της ζωής τους και στις ανηφόρες των τρεχουσών υποχρεώσεων στην πόλη, όπου ο αέρας, ο απόερας, ο λίβας, ο νότος, ο βοριάς τους κοσκίνιζε κάθε εποχή....

Η λέξη, εν τούτοις, πηγαινοερχόταν από κείνη την ώρα στα χείλη των επαγγελματιών με τα μαχαίρια και την ακόνιζαν, ως καραμέλα εξωτική στο στόμα των ψιλικατζήδων, κάτι γυαλιστερό που γαργάλησε τη χλευαστική επιθυμία στους μανάβηδες, αλλά και με ελεγχόμενη συστολή σε κάποιους ημισώφρονες. Ναι μεν ήταν κάτι γελαδερό, όμως ο κύριος διευθυντής ήταν πάντα διευθυντής! Το θέμα έχρηζε ιδιαίτερης προσοχής στην πιθανή κλιμάκωσή του.  Είχε διαφανεί ότι προς τα κει πήγαινε το πράγμα. Η κοινοτοπία και η καθημερινότητα των ανθρωπο-όψεων, τα καβουρντισμένα στη συνήθεια λόγια, τα χτεσινά νέα που μασούσαν ανόρεχτα, ακόμα και τα προβλέψιμα ανέκδοτα της ημέρας, βρήκαν ξαφνικά μιαν έξοδο προς το διαφορετικό, όπως το τυφλό ρυάκι που νοτίζει το ανάχωμα βρίσκει διέξοδο και αρχίζει να κυλά, σιγαλά αλλά σταθερά, προς τη λίμνη της πραγματικότητας ή τη θάλασσα των εντυπώσεων...

Ήταν βέβαια και ο κύριος διευθυντής, που είπε τη μοιραία λέξη, όχι και μια τόσο συμμετρική, ανθρώπινη, υλικοπνευματική ενότητα στην πόλη, αφού κυκλοφορούσε συνεχώς με ατσαλάκωτα κουστούμια, καπέλα ανάλογα των εποχών κι έτρωγε κάπως περισσότερο και με τον τρόπο που προσιδιάζει στους λαίμαργους ...

Μπήκε στο θέμα (της χλεύης) ένα πρωί, μετά την πιλοδιολίσθηση, όταν άκουσε ένα ζευγάρι ταχυδρομικών πελατών με αδιάφορες φυσιογνωμίες, που είχε σταθεί στην είσοδο της υπηρεσίας του και δήθεν μεταξύ τους συζητούσαν, να λέει ο ένας δυνατά αλλά και ουδέτερα:
" Μα τι άνεμος είναι αυτός!"
Δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στο γεγονός, παρότι του φάνηκε γνωστή η φράση ακόμα και στην κοινοτοπία της. Δεν φυσούσε έξω, αλλά αυτό  δεν το πρόσεξε, αφού ακόμα δεν είχε  μπει για τα καλά στην ουσία της αρχόμενης τραγωδίας  (άνω τελεία) στεκόταν στον πρόλογό της. Όμως έμελλε να τη φέρει επί της σκηνής του πραγματικού - ένα κρύο ρεύμα στη σκέψη του - το τηλέφωνο, που χτύπησε σε λίγο, το σήκωσε και άκουσε στην άκρη του ακουστικού:
" Άνεμος", και το έκλεισαν.

Ήδη είχε κινήσει η ιστορία της ανεμοθύελλας στης πόλεως το κέντρο, της οποίας ήταν αυτός το επίκεντρο και έρμαιο φυσούμενο. Θα ακολουθούσαν συνεχή, εξακολουθητικά τα μονολεκτικά τηλεφωνήματα. Άρχισε να τρομάζει σε κάθε χτύπημά του. Ο καφκικός κλοιός έσφιγγε. Αν το σήκωνε ο υπάλληλος, που διακριτικά επιστρατεύτηκε από τον κ. δ/ντή προς τούτο, ζητούσαν  στα σοβαρά τον κύριο "Άνεμο" και φυσικά αυτός - που συμμετείχε από μέσα του, στην αρχή τουλάχιστον, αλλά με μεγαλύτερη πάντων άλλη ηδονή, καθότι αφορούσε χλεύη προϊσταμένου, άρα αυτό γινόταν εκ ταξικού καθήκοντος - ρωτούσε ουδέτερα:
-Ζητάνε τον κύριο Άνεμο ((άνω τελεία) ποιος είναι αυτός, μάλλον λάθος θα έκαναν. Εδώ, μόνον ο αέρας  μας φυσάει....

Άργησε  να παραδεχτεί πως ήταν το αποκλειστικό επίκεντρο μιας πόλης. Ξεκίνησαν οι χασάπηδες με τα βαριά ανέκδοτα, τα λόγια και τα γέλια (άνω τελεία) πήραν τη σκυτάλη οι μανάβηδες με τα λιγνά τους, οι ψιλικατζήδες με τα πεταχτά, ... σε λίγο  οι χασομέρηδες των κεντρικών καφενείων και ζαχαροπλαστείων, οι φίλαθλοι, που προς στιγμήν εγκατέλειπαν τους διαπληκτισμούς και αμολούσε ο ένας στον άλλο τη λέξη σαν αδέσποτο βόλι  (άνω τελεία) οι μικροί μαθητές χυμούσαν πάνω του σαν απόερας και χύνονταν στον άνεμο με μανία αδυσώπητη, οι εν γένει τσογλανόπαιδες, ανεμίζοντας τα μαντίλια του χωρισμού από κάθε λογικό μέτρο. Έγινε τραγούδι και σύνθημα στα σχολεία, στις γειτονιές, στα μαγαζιά (άνω τελεία) ακόμα και στην εκκλησία ένιωθε ο κύριος διευθυντής τον αέρα του ανέμου σαν αύρα χλεύης να τον περιβάλλει. Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο το πράγμα που έτερος χριστιανός, πηγαίνοντας ν' ανάψει το κερί στον καθεδρικό σε λειτουργία, πέρασε δίπλα του - κι αυτός χαμένος στα δικά του - και του σφύριξε: "Άνεμος " (άνω τελεία) κάτι σαν το συριστικό φίδι που αποπλάνησε τον Αδάμ σύρθηκε σαν διαίσθηση, λες και το περίμεναν, σε όλους  που μόλις συγκράτησαν το χάχανο, την ώρα μάλιστα που ο ιερέας διάβαζε "και ον έκαστος κατά διάνοιαν έχει". Ναι, αυτόν είχαν στη διάνοιά τους (άνω τελεία) και συνέχισαν τα εντός του ναού συνήθη χριστιανικά καθήκοντα (άνω τελεία) την ένυλη, αγία ανία. Στις  αποκριές με του φανούς του βγήκε δίστιχο (άνω τελεία) αυτό έλειπε!

Άνεμος φύσηξε σιαπέρα
και πήραν τα μ... αέρα
πήρε κι από τον ταχυδρόμο
το καπέλο μες στο δρόμο
το παρέσυρε σιακάτ'
και τον άφησε σακάτ'
Μπρε, μπρε, μπρε κλπ ...


" Άνεμος..."

Πήγε προς δικαιοσύνη μεριά, μήπως και ησυχάσει. Ανέφερε πως βρίσκεται στο επίκεντρο μιας γενικευμένης ανεμο-ειρωνίας, πράγμα που δεν επιτρέπεται να συμβαίνει σε πολίτες με αξιώματα...
Ο εισαγγελέας εφημερίας τον κοιτούσε με αδιευκρίνιστη διάθεση και ατσαλάκωτη την προσωπική του μορφολογία. Του ήρθε κι αυτού του ίδιου να πει, έστω για μια φορά, το λυτρωτικό φετίχ της πόλης "άνεμος", αλλά... Το αίτημα είχε μεν υποκειμενική, ενοχλητική βάση, αλλά η αντικειμενική διωκτική του αοριστία το άφηνε προσώρας αδίωκτο...

Ο ψυχίατρος γνωμάτευσε ότι η πόλη είναι που χρήζει επιμελείας, αλλά δεν μπορεί να επιληφθεί ο ίδιος, ελλείψει ικανής ποσότητας συρματοπλέγματος, για να την περιφράξει προς θεραπεία κατά συνοικίας και φανούς ή ν' αποτρέψει τυχόν υποτροπιασμό της...

Ο εξομολόγος - τι ήθελε σ' αυτόν, αλλά κάποιος έπρεπε να τον ακούσει - εντός θέματος, αλλά εκτός πνεύματος. Τα γνωστά, δηλονότι. " Οι αμαρτίες μας, τέκνον, εβάρυναν τους οφθαλμούς μας και το σώμα από το φορτίο στενάζει. Ας έχουμε πίστη και υπομονή. Τι είναι την σήμερον ο άνθρωπος, η ψυχή του, η υπόστασή του; Φτερό στον άνεμο!'

Πουθενά δεν βρήκε το ποθούμενο έλεος.

Άλλη λύση δεν υπήρχε. Μετάθεση. Μετάβαση. Διάβαση. Αγχιβασίη!
Τρίπολη, πόλη της ορεινότητος ... Εδώ δεν τον γνώριζε άλλωστε κανείς. Κανείς; Υπάρχει κι ο κανονικός ελληνικός στρατός.
Έτσι ησύχαζε, όταν απόγευμα πάλι στην κεντρική οδό της νέας πόλεώς του, ώρα εξόδου των απογευματινών αδειούχων από το στρατόπεδο εκπαιδεύσεως νεοσύλλεκτων, " Άνεμος..."  ακούστηκε, και σαν μαστίγιο τον χτύπησε ο λόγος από το φρεσκο-χρω-κουρεμένο φανταρίδιο, κι ο απόηχός του τον έριξε  στα προηγούμενα και πάλι βόρεια ρεύματα....

Δεν θα τελείωνε  ποτέ... Ει μη μόνον εκεί που όλα είναι ήσυχα και αδιατάρακτα (άνω τελεία) στον προθάλαμο της αιώνιας μεταθέσεως.

Εκεί και κατέληξε.



Σημείωση: Δεν χορταίνω να το διαβάζω

2 σχόλια:

  1. Ευχαριστώ, Σούλα! Δυστυχώς, η ιστορία είναι αληθινή και πράγματι εξαιρετικά την αποδίδει ο Βασίλης Καραγιάννης! Αξίζει να διαβαστεί ως διήγημα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή