Μια ακόμα ιστορία από τα παλιά και το βιβλίο του Νάση Αλευρά "Μ' είπιν η μάνα μ'". Οι άντρες, "οι άντρηδις ή άντροι" μετά το πέρας της εργασίας τους (εργάτες, τεχνίτες, καταστηματάρχες-έμποροι, γεωργοί-αμπελουργοί, ζωέμποροι- κτηνοτρόφοι οι περισσότεροι) έβγαιναν τη βολτίτσα τους ως είθιστο για να κουβεντιάσουν για τα τρέχοντα με φίλους. Στέκια της εποχής ήταν τα καταστήματα ή εργαστήρια φίλων που δούλευαν μέχρι αργά, κρασάθκα, καφενεία, αργότερα τα εστιατόρια. Εκεί έπιναν το κρασάκι ή ρακί, ξεροσφύρι ή με μεζεδάκι ανάλογα με τη δυνατότητα, το βαλάντιο και τις συνήθειες. Κάποιοι έπιναν λίγο παραπάνω, κοινώς το έτσουζαν, όπως γίνεται και στην παρακάτω ιστορία με τις ανάλογες συνέπειες στην υγεία του πότη:
-Καλουσώρσις, Νιανιάτσιου!
-Καλουσιβρήκα!
-Πήγις;
-Πήγα.
-Τουν βρήκις;
-Τουν βρήκα.
-Τουν είδις;
-Τουν είδα.
-Σίειδιν;
-Μίειδιν.
-Σι τήρσιν;
-Μι τήρσιν.
-Τι σ' είπιν;
-Τα σι πω.
-Σιακούου.
-Ακ'σι: Ανιβαίνου τ'ς σκάλις, κουνζ'γώνου στ' θύρα κι βαραίνου του τσιουλκαστάρ'. Τακ-τακ-τακ. "Αμπρός" ακούου. Αμπώχνου τ' θύρα κι σιβαίνου μέσα. Γλιέπου τουν Αργύρ' να χ' πάει σιένα σιδηρένιου κ'τί κι να γράφ' σι μιαν ακόλλα. "Καλημέρα γιατρέ, τουν λιέου. Ασκών' τα μάτια κι μι τηράει ουπάν' απ' τα γιαλιά. "Ορίστε..." μι λιέει. "Είρθα να μ' ιξιτάισ'ς του γ' αίμα!", τουν λιέου. "Καθήστε, αγαπητέ μοι!", μι λιέει.
-Σ' είπιν ου Αργύρ'ς;
-Μ' ε'ιπιν ου Αργύρ'ς.
-Κι συ τι τουν είπις;
-Ιέκατσα σ'ην καρέκλα.
- Καλά ιέκαμις. Ύστιρας;
-Είμι ου Νιανιάτσιους απού 'ν Κόζιαν' τουν λιέου. "Σας εγνώρισα, κύριε!", μι λιέει.
-Σ' είπιν ου Αργύρ'ς!
-Μ' είπιν ου Αργύρ'ς.
-Κι τι τουν είπις ισύ;
-Τούπα μι τουν νουμ'.
-Απείκασα τι είπις. Καλά ιέκαμις. Ύστιρας;
-Μι τρύπσιν του χιέρ' μι τ'ν βιλόνα, μι πήριν γ' αίμα απ' τ' φλέβα κι μ' είπιν να πιράσου τ'ν άλλ' την λ' μέρα, να πάρου 'ν ιξέτασ'.
-Κι πήγις;
-Κι πήγα.
-Κι τι σ' είπιν;
-Κι μ' είπιν: " Άκουσε, κύριε Νιανιάτσε..."
-Σ' είπιν ιέτσια;
-Μ' είπιν ιέτσα.
-Κύργιϊ Νιανιάτσι;
-Κύργιϊ Νιανιάτσι.
-Ύστιρας;
"...φαίνεται ότι το τσούζεις λιγάκι", μι λιέει. "Ουόταν του βρίσκου!", τουν λιέου. "Να το κόψεις", μι λιέει. "Είνι ανάγκ';" τουν λιέου. "Οπωσδήποτε", μι λιέει. "Τι μι βρήκις;" τουν λιέου. "Αντί αίματος, αλκοόλ!" μι λιέει. "Τ' είνι ιτούτου του μαραφέτ';", τουν λιέου. "Κρασί", μι λιέει. "Τ' χρόν' κατάλαβις!", τουν λιέου. "Διατί, κύριε Νιανιάτσιε;", μι λιέει. "Μούνκι ματιούκου ρίχνου...", τουν λιέου. "Τι είδους ποτού είν' αυτό;", μι λιέει.
-Δεν ήξιριν;
-Καμώθκιν απ' δεν ήξιριν.
-Κι τι τουν είπις;
-"Ρακότις, γιατρέ", τουν λιέου.
-"Α! δια τούτο εμύριζε γλυκάνισον το αίμα σου! Επαναλαμβάνω, να το κόψης. Άλλως θα έχη βαρυτάτας συνεπείας δια τον οργανισμόν σου!", μι λιέει.
-Σ' είπιν αυτός;
-Μ' είπιν αυτός.
-Κι συ, τι τουν είπις;
-Τ' χρόν' τ' Άη-Λιακού' τα του κόψου. Μάν' είμι Μπούρινους κι τα ζήσου χίλια χρόνια!...
-Καλά τουν είπις.
-Ουόχ' χα να τουν αφήκου!...Βάλι μας απού μιαν ρακί ακόμα, Στέργιου...
ΓΛΩΣΣΑΡΙ (για τους νέους και τους πρωτευουσιάνους):
Νιανιάτσιους = Θανάσης;
Σίειδιν, σι τήρσιν; = σε είδε, σε εξέτασε;
Μίειδιν, μι τήρσιν = με είδε, με εξέτασε
Σιακούου = σ' ακούω
κουνζ'γώνου στ' θύρα = πλησιάζω στην πόρτα
βαραίνου του τσιουλκαστάρ' = χτυπώ το ρόπτρο;
Αμπώχνου = σπρώχνω
σιβαίνου = μπαίνω
σιδηρένιου κ'τί = η γραφομηχανή;
Ασκών' τα μάτια = σηκώνει τα μάτια
Τούπα μι τουν νουμ' = το σκέφτηκα
Απείκασα τι είπις = κατάλαβα τι είπες;
ιέτσια = έτσι
ότι το τσούζεις = ότι πίνεις
του μαραφέτ' = το πράγμα
Μούνκι ματιούκου ρίχνου... = μόνο ρακί πίνω...
Καμώθκιν απ' δεν ήξιριν = έκανε τάχα ότι δεν ήξερε
Τ' χρόν' τ' Άη-Λιακού... = του χρόνου του Αη -Λιά..., δηλ. ποτέ
Μπούρινους = βουνό στην περιοχή του Βοΐου
Σημείωση: Στο γλωσσάρι κάποιες λέξεις - φράσεις δίνονται με ερωτηματικό. Θα ήταν χρήσιμο και ευχάριστο, αν κάποιος γνωρίζει καλύτερα τη σημασία τους, να σχολιάσει δίνοντας τη σωστή απάντηση, διορθώνοντας κλπ.
Από: Ματίνα Γκούτζιου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου