Τις ιστορίες του Νάση Αλευρά από το βιβλίο του " Μ' είπιν η Μάνα μ' ", θυμάμαι να μας διαβάζει ο πατέρας μου, Θύμιος Γκούτζιος, όταν ήμαστε μικρά παιδιά, μέρες συνήθως γιορτινές σαν αυτές που διανύουμε, τότε που περίσσευε ελεύθερος χρόνος. Θυμάμαι επίσης ότι μας άρεσε να τις ακούμε και τις θεωρούσαμε διασκεδαστικές, θα έλεγα ότι τις ακούγαμε σαν ένα Κοζανίτικο αστείο παραμύθι:
Ικείνα τα χρόνια κ' άντικρα απ' του παλιό του Δημαρχείου, είχιν ου Βαγγέλς τ' Χάλαζα ένα μαγαζί που πλούσιν μαρκάτ'. Ιέτσ' ιέγραφιν η νταμπέλα "Μαρκατουπουλείουν".
Αμ' ιτούτους πλούσιν κι κρασί κι ρακί, σπίρτου κι νέφτ' κι μπουές κι τσιγκαλίδια, ως κι σουλφάτου ακόμα για τ' θιρμασιά. Μ' όλα ιτούτα τάχιν παραπάν' για τα μάτια τ' κόσμ'. Για να πλάει ιφκουλώτιρα του κρασί τ', να μην τουν γλέπ'ν οι ουχτροί τ' κι τουν λεν απ' τούχιν κρασάθκου.
Κι τα βράδια σαν νύχτουνιν κι άναβαν τα γκατζουφάναρα στα σουκάκια, ίγλιπαν να βγαιν' απ' του μαγαζί τ' οι νοικοκυραίοι κρατώντας στα χέρια τ'ς σουπιέρις μι μαρκάτ' κι τα πουδάρια τ'ς να πααίν' σαν τ' Κότσκα τουν αραμπά. Κι ακούγουνταν κι απού κάναν μιρακλήν κι κάνα τραγούδ': "Κρασί μ' σι πίνου για καλό κι συ μι κρους στουν τοίχου..."
Μια μέρα απιρνούσιν απ' τα μαγαζιά η ιπιτρουπή μι τουν γιατρό για να ιδούν περί την καθαριότης. Απέρασαν κι απ' τ' Βαγγέλ' του μαγαζί. Του βρήκαν νοικουκυριμένου - κατά πώς τουν είπαν - μούνκι που στ'ς αγκουνές κι στου νταβάν' είχιν πουλλές "¨αράχνες"! Κι τουν ιέκαμαν μήνυσ', π' δεν τούχιν φουκαλτσμένου. Τ' στούπαν ιτούτου κι ου Βαγγέλς λιάντζιν του κιφάλ τ', να βρη τι είταν ιτούτις οι "αράχνις".
Είρθιν κι η μέρα να δικαστεί. Πήγιν στου δικαστήριου κι ακαρτιρούσιν ναρθεί η αράδα τ', του "πινάκ" όπους του λεν οι δικηγόρ'.
Κάπουτις κι άλλου. είρθιν η αράδα τ' . Τουν κράζ ου πρόιδρους.
-Χάλαζας!...
-Παρών!...
-Για πλησίασε να σε δούμε καλλίτερα!
Στα σβέλτα ου Βαγγέλς, ιάτους αμπρουστά τ'.
- Ονομάζεσαι.
-Βαγγέλς Χάλαζας!
-Τι κάνεις;
-Καλά ιφχαριστώ! Τσ' αφιντιές σας πώς είστι;
-Σιωπή! Δεν σε ηρώτησα δια την υγείαν σου. Τι δουλιά κάνεις, εννοώ!
-Μαρκάτ' πλω!...
-Γιατί είχες ακάθαρτο το κατάστημά σου;
-Του θκομ' του μαγαζί αφουκάλτου, κυρ Πρόιδρι!...Αλάθουν κάμς!...
-Και όμως η επιτροπή καθαριότητας, που το επισκέφτηκε, το βρήκε να έχει παντού αράχνες!...
-Να μι συμπαθάς, κυρ Πρόιδρι μ', αγράμματους άνθρουπους είμι κι δεν νουγώ τ' είνι ιτούτις οι "αράδις".
-Αράχνες είπα!...
-Συλλουΐσκιν ου Βαγγέλς, ξανασυλλουΐσκιν, δεν ίξιριν τι να πει. Άξαφνα, σκών' του κιφάλ' τ' κατά πάν' κι γλέπ' τ' ν εικόνα πούταν κριμασμέν' ουπάν' απ' τουν Πρόιδρου, νάντιν γιουμάτ' πουγκουφουλιές.
-Τι έχεις να πεις; τουν ξαναρουτάει άγρια ου Πρόιδρους.
-Κι πάλι να μι συμπαθάς, κυρ Πρόιδρι! Μι τχόν κι λες για τ'ς πουγκουφουλιές;
-Τ' είναι αυτές οι "παγοφωλιές"!
-Ιά! Σαν αυτέσια πούνι κριμασμένις στ' ν εικόν' ικεί ουπάν'!...
Κι τουν έδειξιν κατά τουν τοίχου.
Γυρνάει ου Πρόιδρους να ιδεί κι' αντικρίζ' αυτά π' δεν γλέπουνταν. Ξιρουκατάπχιν, ματά ξιρουκατάπχιν κ' είπιν:
-Για πρώτη φορά, σε απαλάσσω! Πρόσεχε να μην ξανάρθεις εδώ, γιατί θα σε τιμωρήσω παραδειγματικώς!...
Κι φεύγοντας ου Βαγγέλς, μουρμούρσιν απού μέσα τ'. "Ισάς να ιδώ ποιος τα σας βάλ' πρόστιμουν..."
ΓΛΩΣΣΑΡΙ (για τους νέους και τους πρωτευουσιάνους) :
πουγκουφουλιές : οι φωλιές των αραχνών, ο ιστός της αράχνης
μαρκάτ' : γιαούρτι
τσιγκαλίδια: τα παιχνιδάκια, τα μικροπράγματα, τα μικροεμπορεύματα
σουλφάτου: το κινίνο
θιρμασιά: ο πυρετός
τ' Κότσκα ο αραμπάς: η χαμάλα, το κάρο για τις μεταφορές του Κότσκα
μούνκι : μόνον
φουκαλτσμένου: σκουπισμένο
λιάντζιν του κιφάλ τ': χτυπούσε το κεφάλι του, σκεφτόταν
ακαρτιρούσιν: περίμενε
δεν νουγώ : δεν γνωρίζω
Συλλουΐσκιν: σκέφτηκε
"φουκαλτσμένου". Στην Κάλιανη το προφέρουμε "φουκαλτζμένου"!
ΑπάντησηΔιαγραφή