Ένα δοκίμιο του Δημήτρη Νικηφόρου για τις περιπέτειες του ευφάνταστου Δον Κιχώτη με τον πιστό του ακόλουθο, τον Σάντσο Πάνθα, τον άλλο του εαυτό:
Έχω πολλές φορές αναρωτηθεί πόσοι άραγε είναι αυτοί, μέσα σε γενιές και γενιές αναγνωστών, που υποψιάστηκαν αν δεν κατάλαβαν στα σίγουρα ότι ο αφηγητής Θερβάντες, ο ευφάνταστος ιδαλγός της Μάντσας και ο στερούμενος φαντασίας Σάντσο Πάνθα είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο ίδιος άνθρωπος! Τάχατες ο Θερβάντες να το γνώριζε από την αρχή ή το ανακάλυψε και ο ίδιος στην πορεία γράφοντας τον πρώτο τόμο το 1605; Ή μήπως, κατά πως δείχνει πιο πιθανό, στη δική μου ματιά, όταν έγραφε τον δεύτερο τόμο αυτή η διαπίστωση τον έκανε να συνειδητοποιήσει σε τι μετατρεπόταν αναγκαστικά το διήγημα που ξεκίνησε;
Μα είτε γνώριζε είτε διαισθάνθηκε την αλήθεια ''στο δρόμο'', αυτό σε τίποτα δεν αλλάζει την ουσία του έργου. Το οικοδόμημα δεν καταρρέει και οι ανεμόμυλοι μπορούν πράγματι να φαντάζουν για τρομακτικοί γίγαντες. Δεν υπάρχουν διαχωρισμοί και απολυτότητες, ποτέ δεν υπήρχαν καθώς όλοι είμαστε δυνάμει «άλλος» ή και «άλλοι». Ακόμη και αυτοί οι άλλοι που διαφέρουν εντελώς από εμάς, ακόμη και αυτοί που περιφρονούμε και θεωρούμε αδιανόητο να γίνουμε ποτέ και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες σαν κι αυτούς στο ελάχιστο. Όλοι μας, ακόμη και οι πιο «απλοί», οι πιο «μονοκόμματοι» είμαστε σύνθετες και πολυδιάστατες υπάρξεις. Περιέχουμε μέσα μας τον «άλλο» και «άλλους» και μάλιστα χωρίς καθόλου να είμαστε σε θέση να ορίσουμε τις συντεταγμένες τους. Δεν υπάρχει όργανο για τέτοια μέτρηση. Ό,τι θεωρούμε ως «εαυτό» μοιάζει με πυρήνα ατόμου που γύρω του κινούνται αδιάκοπα ο «άλλος» ή οι «άλλοι» σαν υποατομικά σωματίδια.
Είμαστε τελικά, όπως και τα ελαχιστότατα συστατικά μας, «κβαντικές υπάρξεις» κατά κάποιον τρόπο ή ορθότερα κβαντικές σχέσεις. Ούτε εμείς οι ίδιοι - ούτε άλλος κανείς - μπορούμε να γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα τη θέση και την ταχύτητα των «ηλεκτρονίων» μας ταυτοχρόνως. Οι «άλλοι», που μας απαρτίζουν, ποτέ δεν γίνονται απόλυτα γνωστοί. Πιθανολογούμε κατά προσέγγιση και όσο προσεγγίζουμε στην μια κατάσταση τόσο η άλλη μας διαφεύγει. Ναυαγούμε σε απροσδιόριστα κύματα που καταπίνουν τη λογική μας, αυτό τουλάχιστον θεωρούσαμε λογικό με τα κοινά μέτρα του νου και της αισθητήριας αντίληψής μας. Ναυαγούμε όμως πραγματικά ή απλώς τσαλαβουτάμε στα απόνερα μιας σκέψης λιμνάζουσας και οξειδωμένης; Την ίδια στιγμή όλα, από το τελευταίο κουαρκ ως τη σταθερή έλλογη μορφή της ύλης, επαναπροσδιορίζονται διαρκώς πια ως σχέσεις πιθανοτήτων και επιλογών. Παραμένει ίσως ακόμη ερωτηματικό αν υπάρχει ή μπορεί να υπάρχει μια καλά κρυμμένη αιτία, μια αιτιοκρατική αρχή σε αυτήν την απροσδιοριστία. Γιατί έτσι και όχι αλλιώς; Καθαρή τυχαιότητα ή αόρατος ντεντερμινισμός αδιαπέραστος ως τώρα από τις πενιχρές διεισδυτικές ικανότητες της νόησής μας; Ή μήπως αμφότερα δεν είναι παρά οι δυο όψεις του ίδιου νομίσμαστος; Ερωτήματα «εκ των ων ουκ άνευ» για την φυσική και την φιλοσοφία.
Εάν τέλος έκπληκτοι «παρατηρούμε» το αδύνατο να διανοηθεί, όπως αυτό του ακριβούς εντοπισμού των ηλεκτρονίων σε σχέση με τη θέση και τη ταχύτητά τους και μας τρελαίνει η απόδειξη της δυνατότητας τους να βρίσκονται ταυτοχρόνως σε δυο διαφορετικές θέσεις, τότε η αντίληψή μας για το χώρο και τον χρόνο, στην δική μας μακροσκοπική ύπαρξη, καταρρέει αυτοστιγμής. Και χωρίς αυτές τις δυνατότητες ανάλυσης στην εποχή του, ο Θερβάντες, όπως όλες οι «περίεργες» ιδιοφυίες, «είδε» ενορατικά αυτήν την απροσδιόριστη συνάρτηση στην ταυτοπροσωπία Δον Κιχώτη - Σάντσο Πάνθα. Αν ο άτολμος, προσγειωμένος στην πεζότητά του Σάντσο είναι ο πυρήνας, τότε ο αιθεροβάμων, υψιπετής ιππότης της Μάντσας είναι το απροσδιόριστο ηλεκτρόνιο και τανάπαλιν. Και οι δυο τους αποτελούν το «άτομο». Αλλά ακόμη και οι στέρεοι πυρήνες διασπώνται και διόλου απίθανο ο ψοφοδεής ακόλουθος να έχει μέσα του, έστω σε λανθάνουσα μορφή, κάτι απο την «έκρηξη» του κυρίου του. Σίγουρα όμως είναι μαζί ένα πρόσωπο ταυτόχρονα σε δυο θέσεις. Μέσα από την μίζερη στατικότητα του Σάντσο Πάνθα αναδεικνύεται στα μάτια μας η «αχαλίνωτη» ορμή του παράλογου Δον Κιχώτη και ταυτόχρονα το αντίθετο. Σε μία σχέση θέσεων και κίνησης μεταξύ τους, που ενώ φαίνεται εξ αρχής συγκεκριμένη και ξεκάθαρη, είναι στο βάθος θαμπή και απροσδιόριστη.
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν κάτι απλό: Γιατί ο πρακτικός, προσγειωμένος και δειλός χωριάτης, ο στερούμενος κάθε ονειροφαντασίας και δίχως μεγαλόπνοα οράματα, ακολουθεί τον τρελό ιππότη στην χιμαιρική του καταδίωξη; Από δουλικότητα; Από κουτοπόνηρο, ιδιοτελή υπολογισμό αρχικά, όταν ο ευγενής Κιχώτης του τάζει ένα ολόκληρο νησί; Από εξαναγκασμό, αφοσίωση ή μήπως από κάποια αδιόρατη, ασυνείδητη ανάγκη που τον ωθεί στο τρελό όνειρο του ''άλλου'' μέσα του, καθώς η εμφάνιση του ονειροπαρμένου ευπατρίδη τον έχει αφυπνίσει ασυναίσθητα; Μήπως επιθυμεί κι αυτός, ο φουκαράς χωρικός, έστω για μια φορά να «πετάξει» πάνω από τα σύννεφα με τον γάιδαρό του; Πετάει ο γάιδαρος αγαπητέ, αβέβαιε δόκτορα Heisenberg; Μα ναι, πιθανόν πετάει! Και από την άλλη γιατί ο ιδαλγός ευγενής, ο νοσταλγός της Ιπποσύνης και κυνηγός της περιπέτειας, ο ρομαντικός ερωτιδέας της ιδανικής κυράς των παλιών καιρών, ο «φευγάτος» και αλαφροΐσκιωτος Δον Κιχώτης παίρνει στην υπηρεσία του, σύντροφο και ακόλουθο των άσκοπων περιπλανήσεών του, ένα άξεστο ανθρωπάκι, χοντρόπετσο και ανίδεο κάθε μεγάλου ιδανικού, φοβισμένο και ανίκανο να «ταξιδέψει» σε κάποιο όνειρο όπως ο κωμικοτραγικός αφέντης του;
Νομίζω πως ο φυσικός και φιλόσοφος της αβεβαιότητας Βέρνερ Χάιζενμπερκ, θα απαντούσε κάπως έτσι :« Μα φίλοι μου είναι απλό... Πώς θα μπορούσε κανείς να ''ταξιδέψει'' οπουδήποτε και καθ' οιονδήποτε τρόπο δίχως τις απροσδιόριστες συντεταγμένες του εαυτού του, τον "άλλο" ή τους "άλλους συνταξιδιώ-κ-τες" του να ακολουθούν; Έστω κι αν αυτός ο ίσκιος του "άλλου" μοιάζει να κινείται αντίθετα, σε διαφορετικό χώρο από σένα στην πραγματικότητα είναι κοινός. Όσο και να χωρίζεται από σένα, μέσα σε μια απροσδιοριστία πιθανοτήτων και αλληλεπιδράσεων, παραμένει στην ουσία πάντα ΕΣΥ! Τρελός ή λογικός, φαντασιοκόπος ή σώφρων, άλλος, ξένος, αδιανόητος, αβέβαιος, διαφορετικός, ενοχλητικός ίσως, μα πάντα Εσύ.»
(Πηγή για το δοκίμιο του Δ.Ν. : το προφίλ του στο f/b).
Ο Δημήτρης Νικηφόρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην πρώην ΑΣΟΕΕ. Έφυγε στο εξωτερικό πριν αποκτήσει το πτυχίο του. Ζώντας σε μια διαρκή σχεδόν περιπλάνηση, Γερμανία (Αμβούργο, 1985 - τέλη του '89), Αμερική (Νόρφολκ, Βιρτζίνια και Πασαντίνα, Καλιφόρνια (τέλη του 1990 - '95) και Καναδά (Κεμπέκ, 1995 - '97), με διακοπή ενός έτους, όταν επέστρεψε από την Γερμανία στην Ελλάδα για να φύγει μετέπειτα στις Η.Π.Α., έκανε πολλά περιστασιακά αλλά και μονιμότερα επαγγέλματα με την ποίηση να είναι πάντα το ... άμισθο έργο στο οποίο ήταν δοσμένος ολοκληρωτικά.
Ο Δημήτρης Νικηφόρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην πρώην ΑΣΟΕΕ. Έφυγε στο εξωτερικό πριν αποκτήσει το πτυχίο του. Ζώντας σε μια διαρκή σχεδόν περιπλάνηση, Γερμανία (Αμβούργο, 1985 - τέλη του '89), Αμερική (Νόρφολκ, Βιρτζίνια και Πασαντίνα, Καλιφόρνια (τέλη του 1990 - '95) και Καναδά (Κεμπέκ, 1995 - '97), με διακοπή ενός έτους, όταν επέστρεψε από την Γερμανία στην Ελλάδα για να φύγει μετέπειτα στις Η.Π.Α., έκανε πολλά περιστασιακά αλλά και μονιμότερα επαγγέλματα με την ποίηση να είναι πάντα το ... άμισθο έργο στο οποίο ήταν δοσμένος ολοκληρωτικά.
Γύρισε στην Ελλάδα στα μέσα του 1997 και, εκτός από ένα διάλειμμα τριών χρόνων, που βρέθηκε στην Αγγλία, ζει στην Αθήνα παρέα με την μοναδική ερωμένη που της έμεινε πιστός. Την ποίηση. (Πηγή του βιογραφικού σημειώματος: http://kirithres.blogspot.gr/2014/03/blog-post_26.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου