Translate

29 Δεκεμβρίου 2015

Καλημέρες, κακομέρες! Τόσο κοντά!


  "Έλα, Κυριάκο, κάθισε. Πίνε άφοβα όσο καφέ σου κάνει κέφι… πολύ σε παίδεψα… μην πίνεις καφέ… μην ανάψεις άλλο τσιγάρο… κάμε το κέφι σου, Κυριάκο, μη τούτο, μη τ’ άλλο, τι βγήκε… πήγε, και πήγε με τον καημό…"
Αυτά λέει η Έλλη Αλεξίου στην "Πέρδικα της Σκύρος" και καλά τα λέει!

  Γιατί τελικά τι πετυχαίνεις με τα πολλά μη! Να φοβίζεις τον άνθρωπο σου ότι η καλή διάθεση είναι τόσο μικρής διάρκειας όσο και η γλύκα μιας καραμέλας! Να σου λέει: "Καλά, σε βλέπω! Έτσι, να πάει όλη η μέρα!" και να διακρίνεις μια αδιόρατη ανησυχία! Να ζει δηλαδή με την αγωνία, το φόβο, σ' ένα ασταθές περιβάλλον, όπου εύκολα μπορεί να προκύψει μια μικρή σύγκρουση δια ασήμαντον αιτίαν!

  Πόσα τέτοια! Ουουουου, να φαν κι οι κότες! Αιτία οι δουλειές και η καθαριότητα συνήθως, αφού, κατά πως τα λέει και "η ενσωματωμένη κασέτα", κανείς δεν συναισθάνεται, πόσο κόπο κρύβουν κλπ γνωστά του γνωστού εξάψαλμου!

  Για παράδειγμα, έχεις μόλις σαπουνίσει και απολυμάνει το μπάνιο του σπιτιού, τα γάντια δεν έχουν ακόμα στεγνώσει, αλλά η επίσκεψη σ' αυτό των αγαπημένων σου το επαναφέρουν σχεδόν στην προ καθαριότητας κατάσταση! Να μην βρίσεις λιγάκι, έστω μόνη, ξαναφορώντας τα γάντια; Να μην μουρμουρίσεις μια κουβέντα για εκτόνωση; Και σε ποιον να την απευθύνεις την κουβέντα; Στο παιδί σου; Ε, αυτό έρχεται κάπως πιο φυσικό να το υπηρετείς, εξάλλου αραδίτσα παπαδίτσα! Άρα ποιος μένει;

20 Δεκεμβρίου 2015

H "γκουγκόσια"

Πίστι, πίστι, μπάλα
τρως ψωμί και γάλα.

Το δίστιχο αυτό επαναλαμβανόταν πολλές φορές από τη γιαγιά μου και εμάς τα εγγόνια, όσο εκείνη έσφιγγε  και πίεζε τα κομματάκια της ψίχας του  ψωμιού με το τριμμένο τυρί μέσα σε μια βαμβακερή καρό πετσέτα, δίνοντας στο περιεχόμενο της κυκλικό σχήμα. Μετά από μερικά λεπτά τα δύο αυτά υλικά, γίνονταν ένα σφιχτοδεμένο, ενιαίο μείγμα που είχε το σχήμα μιας μικρής μπαλίτσας, ενώ γευστικά ήταν πολύ νόστιμο. Ακόμα κι εγώ που υπήρξα ένα κακόφαγο παιδί, θυμάμαι να το τρώω με όρεξη. Θες το τραγουδάκι, θες το σχήμα, το έδεσμα γινόταν πιο δελεαστικό και εύγευστο. 
Στο δίστιχο αντί για τη λέξη τυρί, που είναι το ένα από τα δύο υλικά του εδέσματος, υπάρχει η λέξη γάλα, φαντάζομαι λόγω ρίμας. Εξάλλου το τυρί είναι προϊόν του γάλακτος.
Στο βιβλίο "Γεύσεις από παλιά Κοζάνη" των Μ. Τσικριτζή και Φ. Φτάκα το έδεσμα αυτό αναφέρεται ως " γκουγκόσια", με την εξής περιγραφή από μια παλιά Κοζανίτισσα:  " 'Επιρνάμι  ψουμί μέση, έβανάμι μέσα ούρδα ή και τυρί άμα είχαμι, το 'δινάμι σι μια πιτσέτα κι το 'στριβάμι, το 'στριβάμι όσου να γέν' μια μπάλα όλου αντάμα. Ξέρς τι καλό ήταν;"
Κλείνοντας να συστήσω στις μητέρες να το δοκιμάσουν ως κάτι διαφορετικό  στη διατροφή των παιδιών τους.

10 Δεκεμβρίου 2015

Με τη φιλίτσα στο χέρι

Διαβάζοντας κεφάλαια από το εξαιρετικό και ιδιαίτερα διαφωτιστικό για τη Λαογραφία, Ιστορία, Οικονομία, Τοπιογραφία...γενικά για τον πολιτισμό της Κοζάνης βιβλίο " Γεύσεις από παλιά Κοζάνη" των Ματίνας Τσικριτζή-Μόμτσιου και Φανής Φτάκα-Τσικριτζή, στάθηκα στο κεφάλαιο "με τη φιλίτσα στο χέρι", καθώς ανασύρθηκαν μνήμες από την παιδική μου ηλικία και εικόνες του εαυτού μου με μια φέτα ψωμί στο χέρι, αλειμμένη συνήθως με βούτυρο και σπιτική μαρμελάδα να τρέχω στις γειτονιές για να παίξω. Συχνά ακουμπούσα τη φέτα αυτή σε κάποιο περβάζι ή πεζούλι και που και που θυμόμουν να φάω και καμιά μπουκιά, άλλοτε πάλι επέστρεφα μετά από ώρες στο σπίτι μου με ολάκερη τη φέτα στο χέρι ή με ένα μέρος της ή με τη φέτα ξεχασμένη στο πεζούλι και μένα χορτασμένη από παιχνίδι και ξεγνοιασιά, τη μάνα μου όμως στενοχωρημένη για το παιδί της που ήταν κακόφαγο και αδύνατο.
Η φιλίτσα για την οποία γίνεται λόγος στο βιβλίο ανέσυρε μερικές ακόμα μνήμες. Θυμήθηκα που η γιαγιά μου η Φωτεινή, μας έπαιρνε για απογευματινή συνήθως επίσκεψη στη θεία μου τη Βαγγελούδα, για να ξεκουράσει και τη μάνα μου από εμάς. Το σύνηθες κέρασμα της θείας σε μας τα παιδιά ήταν μια φέτα ζυμωτό ψωμί με βούτυρο και ζάχαρη από πάνω.
Θυμήθηκα και τις αυγόφετες που τηγάνιζε πολύ συχνά για απογευματινό η μάνα μου και τις οποίες τρώγαμε κομμένες σε "στρατιωτάκια" (δηλ.  μικρά κομμάτια) πασπαλισμένα με ζάχαρη. Τις αυγόφετες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τις φτιάχνω κι εγώ για τη θυγατέρα μου και πολύ της αρέσουν.

Ας δούμε όμως μερικά αποσπάσματα από το "νόστιμο δρομολόγιο στα περασμένα" όπως λέει στα πρώτα εσώφυλλα του βιβλίου.  Ο αναγνώστης αρχικά μαθαίνει τι εστί φιλίτσα, "ευμεγέθης φέτα ψωμιού, αλειμμένης με οτιδήποτε διέθετε το σπίτι, συνήθως προϊόντα της οικιακής οικονομίας". Στη συνέχεια αναφέρει ότι τα προϊόντα αυτά ήταν ανάλογα της εποχής και της οικονομικής κατάστασης του κάθε νοικοκυριού. Έτσι η φέτα αλείφονταν με λίγδα (χοιρινό λίπος), ζάχαρη, ζάχαρη και καφέ, "μαντζιούν" (πετιμέζι πηχτό), μαρμελάδα, θρεψίνη (σιρόπι από σταφίδες), ελιές, λίγο τυρί ή δερματίσιο (τουλουμοτύρι), βούτυρο, μέλι. Η φιλίτσα λέει και στο βιβλίο ήταν το σήμα κατατεθέν των παιδιών στις γειτονιές. Οι περιγραφές είναι παρόμοιες με τις δικές μου μνήμες από την ανέμελη και γεμάτη παιχνίδι παιδική ηλικία.
"Αν η φιλίτσα κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού έπεφτε σε σχετικά καθαρό έδαφος, ουδέν πρόβλημα. Τη σήκωνες, τη φυσούσες λίγο για να φύγουν τα μπάμπαλα (τα σκουπιδάκια) και την έχαφτες (έτρωγες) χωρίς δεύτερη σκέψη. Αν όμως η ζημιά ήταν ανεπανόρθωτη, σήκωνες το ψωμί, το φιλούσες και το έβαζες σε μια άκρη για να μην το πατήσει κανείς, πράγμα που έδειχνε το σεβασμό των παλιότερων κοινωνιών προς το ψωμί που δύσκολα έβγαινε, καθώς ήταν η βασική τροφή που συντηρούσε με αξιοπρέπεια τις πολυμελείς οικογένειες" 
"Ο Αϊ Θανάσης, ο Αϊ Σαράντης, τ' Ντουζ' η μπιστιρά (πέτρα), τ' Μπαντιαμάκα η μπιστιρά, η Αγία Παρασκευή ήταν μερικά μόνον από τα μέρη που δέχονταν το μικρόκοσμο της πόλης τα απογεύματα της άνοιξης και του καλοκαιριού με το "δειλνό" στο χέρι. Αλλά ο πιο δημοφιλής τόπος συνάντησης ήταν η Αγιάννα, κυρίως λόγω της "γκλίστρας", ενός φυσικού λείου βράχου όπου έκανες τσουλήθρα, με αποτέλασμα να μην απομέν' βρακί για βρακί". 

Από Ματίνα Γκούτζιου

08 Δεκεμβρίου 2015

Μ' έπιασαν κότσο, μπορεί και Κώτσο δηλαδή.



Συχνά χρησιμοποιούμε την έκφραση αυτή στον τόπο μας, καθώς συχνά επίσης πέφτουμε θύματα εξαπάτησης από επιτήδειους που ανθούν στη χώρα της κλεψιάς και της καταπάτησης των νόμων, αλλά και από ανθρώπους του στενού μας περίγυρου.
Όλοι μας, λοιπόν, πιανόμαστε κότσοι ή Κώτσοι! Όμως ποιος τέλος πάντων είναι ο σωστός τύπος και πώς προέκυψε η έκφραση;


1. Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου (εδώ) μαθαίνουμε ότι :


α) Mέχρι πρόσφατα τη λέξη κότσος στη συγκεκριμένη έκφραση όλοι την έγραφαν με ωμέγα, γιατί φαντάζονταν μέσα στο μυαλό τους ότι προέρχεται από τον Κώτσο, τον χωριάτη, τον αγαθιάρη.


Παράδειγμα: Αδερφάκι μου, άμα δεν είσαι άντρας περπατημένος στο μαχαλά, να δεις τι κοροϊδιλίκι πάει πέρα-δώθε, στο σούρτα-φέρτα στην κενωνία, πέφτεις κανονικά και πιάνεσαι κώτσος... [Ν. Τσιφόρος, Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα, σ. 199]


Εξάλλου υπάρχει και η σύγχρονη παραλλαγή (από διαφήμιση) “σε πιάσανε Αλέκο”, που (πέρα από ένα ακόμα καρφί στην απαξίωση των Αλέκων) δείχνει ότι με (κάποιο) όνομα την καταλαβαίνει ο κόσμος την έκφραση.


β) Μια άλλη εξήγηση για την έκφραση που προέρχεται από τον (έτσι κι αλλιώς όχι πολύ έγκυρο) Ζάχο [Λεξικό της πιάτσας], είναι ότι προέρχεται από το παιχνίδι κότσια, όπου ο χαμένος, ο κότσος, τρώει ξύλο με τη λουρίδα.


Μάλλον όμως δεν υπάρχει κότσος στα κότσια, αλλά υπάρχει αγαθιάρης Κώτσος, ωστόσο, όταν δεν έχουμε βεβαιότητα για την προέλευση, όταν τα λεξικά επιλέγουν αυτή την ορθογραφία και όταν στο διαδίκτυο οι περισσότεροι πια επιλέγουν την απλούστερη γραφή, θα προτιμήσουμε κι εμείς το απλοποιημένο κότσος



Οι πηγές: εδώ (όπου μπορεί κανείς να διαβάσει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες και για το πιο διάσημο χωριό του κόσμου και την προέλευση της λέξης: κόουτς, που τελικά σημαίνει τον προγυμναστή, τον καθοδηγητή) και εδώ


2. Στο Slang.gr (εδώ) υπάρχει η παρακάτω ερμηνεία για την προέλευση της λέξης και της έκφρασης:


Κότσος είναι ο αρχηγός κοπαδιού περδικών, ο οποίος καθοδηγεί το κοπάδι και ενίοτε θυσιάζεται, καθότι είναι ο τελευταίος που εγκαταλείπει το χώρο, όταν εμφανιστεί εχθρός.


Παράδειγμα: Πολλοί κυνηγοί το ξέρουν και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή, για να πιάσουν (τουφεκίσουν) τον κότσο...


3. Σε άλλα πάλι ιστολόγια, όχι καθαρά λεξιλογικά, διαδάζω ότι: ο ''κότσος'' είναι ένα είδος χτενίσματος. Στα παλιότερα χρόνια ήταν το κυριότερο γυναικείο χτένισμα. Σήμερα πού και πού γίνεται, αν το απαιτεί η μόδα,ο συρμός...

"Κό τ τ ο ς'', είναι η πρωταρχική λέξη που δημιούργησε τον κότσο και σημαίνει το λειρί του κόκορα. Μάλιστα στην επέκταση ''κ ό τ τ ο ς'' είναι ο αλέκτορας και το θηλυκό του, η ''όρνις'' ,που ονομάστηκε αργότερα '' κότα ''..!
Από αυτόν λοιπόν τον κ ό τ τ ο - το λειρί - βαφτίστηκε και το φουντωτό χτένισμα ''κ ό τ τ ο ς'' και με την σχετική παραφθορά της λέξεως κατέληξε ''κότσος''..!
''Μ'έπιασες κότσο'' λοιπόν σημαίνει ότι, όπως πιάνεις τον κότσο με φουρκέτες ,με λαστιχάκια κλπ, έτσι μ' έπιασες και μένα κότσο,δηλαδή ''με έδεσες,με τύλιξες''..!


Μας πιάνουν, επομένως, Κώτσους ή κότσους; Αν γνωρίζετε κάτι περισσότερο για την προέλευση της έκφρασης, σας παρακαλώ πολύ να σχολιάσετε.


05 Δεκεμβρίου 2015

La famille Belier, μια γλυκιά, ανθρώπινη και συγκινητική ιστορία


"Άι στο καλό σου πια, πάλι δάκρυσες;" μου είπε δακρυσμένος.

Και η αλήθεια είναι πώς δάκρυσα από συγκίνηση σε κάποιες σκηνές μιας γλυκιάς και ζεστής σαν χάδι ταινίας, αλλά όχι μόνον εγώ!

Κάθε φορά όμως αίρω τον σταυρό της συγκίνησης, απαλλάσσοντας τον άντρα του σπιτιού από κάθε ανομολόγητη φευγαλέα ή φανερή έκφραση ευαισθησίας. 

Είναι βέβαια γλυκό σαν πούπουλο το βάρος του ανομήματος να συγκινείσαι στα ανθρώπινα κι είναι εντέλει τόσο οικείο και ευχάριστο να δακρύζω-ουμε εύκολα στις ταινίες!

"La famille bélier" η ταινία.