Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

08 Δεκεμβρίου 2015

Μ' έπιασαν κότσο, μπορεί και Κώτσο δηλαδή.



Συχνά χρησιμοποιούμε την έκφραση αυτή στον τόπο μας, καθώς συχνά επίσης πέφτουμε θύματα εξαπάτησης από επιτήδειους που ανθούν στη χώρα της κλεψιάς και της καταπάτησης των νόμων, αλλά και από ανθρώπους του στενού μας περίγυρου.
Όλοι μας, λοιπόν, πιανόμαστε κότσοι ή Κώτσοι! Όμως ποιος τέλος πάντων είναι ο σωστός τύπος και πώς προέκυψε η έκφραση;


1. Από το ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου (εδώ) μαθαίνουμε ότι :


α) Mέχρι πρόσφατα τη λέξη κότσος στη συγκεκριμένη έκφραση όλοι την έγραφαν με ωμέγα, γιατί φαντάζονταν μέσα στο μυαλό τους ότι προέρχεται από τον Κώτσο, τον χωριάτη, τον αγαθιάρη.


Παράδειγμα: Αδερφάκι μου, άμα δεν είσαι άντρας περπατημένος στο μαχαλά, να δεις τι κοροϊδιλίκι πάει πέρα-δώθε, στο σούρτα-φέρτα στην κενωνία, πέφτεις κανονικά και πιάνεσαι κώτσος... [Ν. Τσιφόρος, Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα, σ. 199]


Εξάλλου υπάρχει και η σύγχρονη παραλλαγή (από διαφήμιση) “σε πιάσανε Αλέκο”, που (πέρα από ένα ακόμα καρφί στην απαξίωση των Αλέκων) δείχνει ότι με (κάποιο) όνομα την καταλαβαίνει ο κόσμος την έκφραση.


β) Μια άλλη εξήγηση για την έκφραση που προέρχεται από τον (έτσι κι αλλιώς όχι πολύ έγκυρο) Ζάχο [Λεξικό της πιάτσας], είναι ότι προέρχεται από το παιχνίδι κότσια, όπου ο χαμένος, ο κότσος, τρώει ξύλο με τη λουρίδα.


Μάλλον όμως δεν υπάρχει κότσος στα κότσια, αλλά υπάρχει αγαθιάρης Κώτσος, ωστόσο, όταν δεν έχουμε βεβαιότητα για την προέλευση, όταν τα λεξικά επιλέγουν αυτή την ορθογραφία και όταν στο διαδίκτυο οι περισσότεροι πια επιλέγουν την απλούστερη γραφή, θα προτιμήσουμε κι εμείς το απλοποιημένο κότσος



Οι πηγές: εδώ (όπου μπορεί κανείς να διαβάσει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες και για το πιο διάσημο χωριό του κόσμου και την προέλευση της λέξης: κόουτς, που τελικά σημαίνει τον προγυμναστή, τον καθοδηγητή) και εδώ


2. Στο Slang.gr (εδώ) υπάρχει η παρακάτω ερμηνεία για την προέλευση της λέξης και της έκφρασης:


Κότσος είναι ο αρχηγός κοπαδιού περδικών, ο οποίος καθοδηγεί το κοπάδι και ενίοτε θυσιάζεται, καθότι είναι ο τελευταίος που εγκαταλείπει το χώρο, όταν εμφανιστεί εχθρός.


Παράδειγμα: Πολλοί κυνηγοί το ξέρουν και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή, για να πιάσουν (τουφεκίσουν) τον κότσο...


3. Σε άλλα πάλι ιστολόγια, όχι καθαρά λεξιλογικά, διαδάζω ότι: ο ''κότσος'' είναι ένα είδος χτενίσματος. Στα παλιότερα χρόνια ήταν το κυριότερο γυναικείο χτένισμα. Σήμερα πού και πού γίνεται, αν το απαιτεί η μόδα,ο συρμός...

"Κό τ τ ο ς'', είναι η πρωταρχική λέξη που δημιούργησε τον κότσο και σημαίνει το λειρί του κόκορα. Μάλιστα στην επέκταση ''κ ό τ τ ο ς'' είναι ο αλέκτορας και το θηλυκό του, η ''όρνις'' ,που ονομάστηκε αργότερα '' κότα ''..!
Από αυτόν λοιπόν τον κ ό τ τ ο - το λειρί - βαφτίστηκε και το φουντωτό χτένισμα ''κ ό τ τ ο ς'' και με την σχετική παραφθορά της λέξεως κατέληξε ''κότσος''..!
''Μ'έπιασες κότσο'' λοιπόν σημαίνει ότι, όπως πιάνεις τον κότσο με φουρκέτες ,με λαστιχάκια κλπ, έτσι μ' έπιασες και μένα κότσο,δηλαδή ''με έδεσες,με τύλιξες''..!


Μας πιάνουν, επομένως, Κώτσους ή κότσους; Αν γνωρίζετε κάτι περισσότερο για την προέλευση της έκφρασης, σας παρακαλώ πολύ να σχολιάσετε.


20 Οκτωβρίου 2015

Μια εκλειπούσα παρομοίωση


" Ήταν ντροπαλός και ένοχος σαν το παιδί που έκλεψε γλυκό απ' το βάζο" διαβάζω σε λογοτεχνικό βιβλίο. Θυμάμαι ότι στα μικράτα μου η παρομοίωση αυτή χρησιμοποιούνταν ακόμα, αφού ενίοτε τα γλυκά κρύβονταν από τη μητέρα για να "ξεντροπιαστεί", αν κάποιος μουσαφίρης χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού. Από τα γλυκά του κουταλιού, σιροπιαστά, κουραμπιέδες κλπ ένα μεγάλο μέρος, το καλύτερο, φυλάγονταν για τους επισκέπτες, ενώ τα κομμάτια που δεν έβγαιναν πολύ καλά στο μέγεθος ή στο σχήμα, τρώγονταν από τους οικείους. Το αντίθετο δηλ. απ' ότι συμβαίνει σήμερα. Πήγαζε η συμπεριφορά αυτή στο παρελθόν από το σεβασμό στον ξένο, από το φόβο του σχολιασμού για την α-νοικοκυροσύνη της οικοδέσποινας ή από την φτώχεια των ανθρώπων.
Σήμερα οι μουσαφιραίοι είναι σπάνιοι, οι άνθρωποι πνιγμένοι σε ποικίλες υποχρεώσεις δεν προλαβαίνουν ή δεν τους απομένει η διάθεση για να χαρούν την ανθρώπινη συντροφιά και επικοινωνία, αλλά τα γλυκά - συνήθως αγορασμένα από τα ζαχαροπλαστεία - αφθονούν για να τα τρώμε μόνοι μας ή σε πιο κλειστό οικογενειακό κύκλο. 

11 Ιουλίου 2015

Μυδρίαση και μύδροι

Πρόσφατα χρειάστηκε να κάνω διάφορες οφθαλμολογικές εξετάσεις κατά τη διάρκεια των οποίων οι οφθαλμίατροι κ. Μόσχου και Κανιούρας, προκάλεσαν τεχνητή διαστολή της κόρης του οφθαλμού μου, πράγμα που λέγεται μυδρίαση. Στα ιατρικά, δηλ. τους λόγους για τους οποίους διαστέλλουν την κόρη, δεν θα υπεισέλθω, διότι γνωρίζω μόνον έναν απ' αυτούς, ότι είναι απαραίτητη η διαστολή για να καταστεί δυνατή η εξέταση του βυθού, και κανέναν άλλο που πιθανόν να υπάρχει.

Εκείνο που μας απασχόλησε με τον άντρα μου, μεταξύ των άλλων, φεύγοντας από το ιατρείο ήταν η ετυμολογία της λέξης "μυδρίαση" και η σχέση της λέξης αυτής με τη λέξη "μύδρος", ιδιαίτερα μάλιστα στον πληθυντικό αριθμό και στη γνωστή έκφραση "εξαπολύω μύδρους".

Αποφάσισα λοιπόν να το ψάξω και παραθέτω όσα βρήκα:

1.α) Η αρχ. ελλ. λέξη μυδρίασις δημιουργήθηκε από το μύδρος + -ίασις < μυδρ-ιάω <μύδρος = κομμάτια κόκκινης και καυτής μάζας ή πυρακτωμένης πέτρας που εκσφενδονίζεται από τον κρατήρα ηφαιστείου. Η λέξη μυδρίασις χρησιμοποιήθηκε από τον Γαληνό, ενώ η λέξη μύδρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Ιπποκράτη ο οποίος χρησιμοποιούσε πυρακτωμένο μέταλλο το οποίο έφερνε κοντά στο μάτι του ασθενούς προκαλώντας τη διαστολή της κόρης από φόβο. (ΠΗΓΗ: http://biolexikon2.blogspot.gr/2012/02/mydriasis.html)
β) Αβέβαιης ετυμολoγίας. Πρόκειται πιθανά για παράγωγο του μυδάω ( = είμαι υγρός, λειώνω)  που εμφανίζει επίθημα -ρος, οπότε η λέξη μύδρος θα είχε αρχικά τη σημασία «λειωμένη, ρέουσα μεταλλική μάζα».

2. Η λέξη μύδρος έχει τις εξής σημασίες:
  • πυρακτωμένος όγκος σιδήρου
  • πέτρωμα σε τήξη που τινάζεται από ηφαίστειο 
  • αμόνι από πέτρα ή από μέταλλο
  • πυρακτωμένος διάπυρος όγκος από πέτρα ή από μέταλλο (η κόρη του οφθαλμού κατά τη διαστολή της φαίνεται τρόπον τινά διάπυρη)
  • κάθε όγκος μετάλλου («μύδρον σιδήρεον κατεπόντωσαν», Ηρόδ.)
  • φρ. «μύδρους αἴρειν χεροῑν» — κρατώ πυρακτωμένο σίδηρο στα χέρια σε πράξη θεοδικίας για να αποδείξω την αθωότητά μου.
  • βλήμα πυροβόλου όπλου
  • (ειδικότερα) οβίδα κανονιού
  • (μεταφορικά) έντονη κριτική, επιθετικός λόγος, λόγος που αποτελείται από συντριπτικά επιχειρήματα εναντίον κάποιου π.χ. ο λυκειάρχης εξαπέλυσε μύδρους εναντίον των μαθητών ή η αντιπολίτευση εξαπέλυσε μύδρους κατά της κυβέρνησης (λόγια σαν τα πετρώματα που τινάζονται από το ηφαίστειο, που καίνε, που πληγώνουν ή σαν βλήματα πυροβόλου όπλου κλπ) 
  • (μεταφορικά) σκληρός

05 Ιουλίου 2015

Καύμα, καύσωνας, κάψα (του Ν. Σαραντάκου)


Πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες μας δίνει ο κ. Σαραντάκος για την προέλευση, τη σημασία, αλλά και το ταξίδι στο χρόνο και στις διάφορες χώρες της αρχαιοελληνικής λέξης καύμα που σημαίνει μεγάλη ζέστη. Θα μεταφέρω μερικές απ' αυτές τις χρήσιμες πληροφορίες για τους μαθητές μου και για όσους δεν θα ανατρέξουν στο σύνδεσμο, τον οποίο παραθέτω: http://sarantakos.wordpress.com/2010/08/02/kauma/ 

  • Μας λέει λοιπόν ο κ. Σαραντάκος ότι το αρχαίο ελληνικό καύμα, το παίρνουν οι Λατίνοι και γίνεται cauma που σημαίνει επίσης μεγάλη ζέστη κι ότι απ' αυτό προέρχεται η λέξη caumare που σήμαινε τον κάματο και την κούραση των αγροτών. 
  • Μας λέει επίσης ότι το λατινικό cauma περνάει στη ναυτική ορολογία και σημαίνει όχι μόνο τη μεγάλη ζέστη αλλά και τη νηνεμία, την άπνοια που επικρατεί στους καύσωνες.
  • Ότι το καύμα στα βυζαντινά χρόνια έγινε κάημα με τη σημασία του ψυχικού πόνου και ότι από τον αόριστο «εκάην» του ρήματος καίω βγήκε και ο καημός.
  • Ότι η λέξη «καύσων» είναι ελληνιστική και στα μεσαιωνικά χρόνια έγινε «καύσωνας» και «κάψωνας» και πήρε και μεταφορικές σημασίες, πέρα από τη μεγάλη ζέστη, σημαίνοντας και τον πόνο ή τον πόθο, σημασίες που τις έχει σήμερα η λέξη «κάψα», που σημαίνει βέβαια τη μεγάλη ζέστη αλλά επίσης, ίσως και κατεξοχήν, τον ερωτικό πόθο.
  • Τέλος η έκφραση "κυνικά καύματα" δεν έχει σχέση με το σκύλο (κύων = σκύλος), αλλά με τον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός και πιο συγκεκριμένα με τον Σείριο που ανατέλλει και δύει περίπου ταυτόχρονα με τον Ήλιο τις μέρες που παρατηρούνται οι πιο μεγάλες ζέστες, αυτές που οι αρχαίοι είχαν ονομάσει «κυνάδες ημέρες».
Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε στον παραπάνω σύνδεσμο.

12 Ιουνίου 2015

Η ετυμολογία της λέξης αιγιαλός (Νίκος Σαραντάκος)


Με αφορμή το γεγονός ότι οι αιγιαλοί της χώρας μας ξεπουλιούνται, ο κ. Νίκος Σαραντάκος στην ιστοσελίδα του: http://sarantakos.wordpress.com/ μας δίνει την ετυμολογία της λέξης, και άλλες χρήσιμες και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για λέξεις - φράσεις που περιέχουν τον όρο "αιγιαλός" ή παράγονται απ΄αυτόν, καθώς και την εξέλιξη της λέξης στο χρόνο. 

Μας λέει λοιπόν ότι "η λέξη αιγιαλός είναι αρχαία, μάλιστα πανάρχαιη αφού αναγνωρίστηκε στις μυκηναϊκές πινακίδες της Γραμμικής Β. Στην Ιλιάδα (4.422) ο Όμηρος μιλάει για τον πολυθόρυβο γιαλό (αιγιαλώ πολυηχέι). Είχαν μάλιστα και μια παροιμία οι αρχαίοι, «αιγιαλώ λαλείς», μιλάς στον βρόντο θα λέγαμε σήμερα. Φαίνεται περίεργο, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ο αιγιαλός ετυμολογείται από ένα κατοικίδιο ζώο, αφού, σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία προέρχεται από συγχώνευση σε μία λέξη της αρχαίας φράσης «εν αιγί αλός» (στην ακροθαλασσιά, αλς είναι η θάλασσα), όπου «αίγες», δηλαδή κατσίκες λέγονταν τα ορμητικά κύματα."

Για περισσότερες πληροφορίες:


07 Ιουνίου 2015

Γκόγκανα, νηστικόπιτες, μια μερίδα τίποτα με μπόλικο καθόλου κ.α. μασκαρεμένες εκφράσεις


Πολλές φορές αποφεύγει κανείς να δώσει μια αρνητική απάντηση άμεσα. Μάλιστα με περιπαικτική διάθεση απαντά με τέτοιο τρόπο, ώστε η αρνητική απάντηση να φαίνεται καταφατική. Εκτός από τη λέξη Αρίνταγας (βλ.http://matinaal.blogspot.gr/2014/07/auf-balkonien.html) που δηλώνει έναν ανύπαρκτο τόπο διακοπών, το πουθενά γενικότερα, οι Κοζανίτες, όταν θέλουν να δηλώσουν το απόλυτο τίποτα χρησιμοποιούν και τη λέξη γκόγκανα. Τα γκόγκανα (ή γκάγκανα στην Κάλιανη) στην πραγματικότητα είναι ο καρπός ενός άγριου θάμνου (οι άγριοι θάμνοι στο τοπικό ιδίωμα ονομάζονται και γκαγκτζιές) που φύεται στις εξοχές γύρω από την πόλη. Φαίνεται λοιπόν ότι σε περιόδους πείνας και φτώχειας, οι Κοζανίτες για να διασκεδάσουν τον πόνο τους έλεγαν "θα φάμε γκόγκανα" που υπήρχαν εν αφθονία αλλά δεν τρώγονταν - κατά μαρτυρία της μάνας μου ήταν στυφά - σε αντίθεση με τους φαγώσιμους καρπούς που δεν υπήρχαν ή δεν περίσσευαν. Πολλές φορές ακόμη και σήμερα όταν δεν υπάρχει φαγητό στο σπίτι, ακούμε τους Κοζανίτες να απαντούν στην ερώτηση "Τι θα φάμε σήμερα;" με τη λέξη " Γκόγκανα!" Στη συνέχεια με τη μεταφορική της σημασία η λέξη γκόγκανα χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα και μέχρι σήμερα στην τοπική διάλεκτο σημαίνει το απόλυτο τίποτα.

29 Μαΐου 2015

Η ετυμολογία της λέξης «άνθρωπος»

1.Σύμφωνα με τη γνώμη όλων των σοβαρών μελετητών, η ετυμολογία της λέξης άνθρωπος είναι αβέβαιη. Ίσως προέρχεται από το "ανδρ-ωπος" (άνδρας+ωψ-ωπός) και δηλώνει "αυτόν που έχει όψη ανδρός" (βλέπε και λεξικά: Liddell Scott, Στ. Βασδέκη κ.α.). Στην αρχαιότητα ο "άνδρας" (ανήρ) υποδήλωνε και τα δύο φύλα, δηλαδή τον άνθρωπο, όπως εξηγεί κι ο κ.Δημήτρης Λιαντίνης:


03 Μαΐου 2015

ΠΑΡΑΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ-ΑΣΥΝΔΕΤΟ ΣΧΗΜΑ (ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ)

Σύνδεσμοι (παρατακτικοί και υποτακτικοί), Αναφορικές αντωνυμίες και επιρρήματα, ερωτηματικές αντωνυμίες και επιρρήματα. Λέξεις που εισάγουν δευτερεύουσες προτάσεις.

Σύνδεσμοι

Είδη
Σύνδεσμοι
Παρατακτικοί
1. Συμπλεκτικοί
και/κι, ούτε, μήτε (και ουδέ, μηδέ σε παλαιότερα κείμενα)
2. Διαχωριστικοί
ή, είτε
3. Αντιθετικοί
αν και, αλλά, μα, παρά, όμως,
ωστόσο, ενώ, μολονότι, μόνο (που)
4. Συμπερασματικοί
λοιπόν, ώστε, άρα, επομένως, οπότε
5. Επεξηγηματικός
δηλαδή
Υποτακτικοί
Χρησιμοποιούνται στις ονοματικές
προτάσεις
6. Ειδικοί
πως, που, ότι
7. Ενδοιαστικοί (ή διστακτικοί)
μη(ν), μήπως
8. Βουλητικός
να
Χρησιμοποιούνται στιςεπιρρηματικές
προτάσεις
9. Χρονικοί
όταν, ενώ, καθώς, αφού, αφότου, πριν (πριν να), μόλις, προτού, ώσπου, ωσότου
10. Αιτιολογικοί
γιατί, επειδή, αφού, τι (ποιητικό)
11. Υποθετικοί
αν/εάν, άμα
12. Τελικοί
να, για να
13. Αποτελεσματικοί
ώστε (να), που
14. Εναντιωματικοί / παραχωρητικοί
αν και, ενώ, μολονότι
15. Συγκριτικός
παρά

Αναφορικές αντωνυμίες

Αναφορικές λέγονται οι αντωνυμίες με τις οποίες ολόκληρη η πρόταση αναφέρεται σε μια λέξη. 

Αυτές είναι: τα άκλιτα που, ό,τι (π.χ. πού είναι τα παιδιά; (κοίταζε σαν παιδί που τα καταλαβαίνει όλα, μάζευε ό,τι έβρισκε, κ.λ.π.)

1. ο οποίος, η οποία, το οποίο (π.χ. το σχολείο στο οποίο έμαθε τα πρώτα του γράμματα, ο γιατρός του χωριού).

2. όποιος, όποια, όποιο (π.χ. όποιος έρθει πρώτος, θα πάρει το κύπελλο, όποια γράψει καλύτερα, θα κερδίσει ένα ταξίδι, κ.λ.π.

3. όσος, όση, όσο (π.χ. φάε όσο θέλεις, τράβα με όση δύναμη μπορείς, ας είναι όσοι θέλουν, κ.λ.π.).

Αναφορικά επιρρήματα

Τοπικά: εκεί που, όπου, οπουδήποτε 
Χρονικά: τότε που, όποτε, οποτεδήποτε 
Τροπικά: όπως, καθώς, ως, σαν 
Ποσοτικά: όσο, οσοδήποτε


Ερωτηματικές Αντωνυμίες
τι,   ποιος -α -ο,  πόσος -η -ο


Ερωτηματικά επιρρήματα

Τοπικά: πού; (πούθε; )
Χρονικά: πότε;
Τροπικά: πώς;
Ποσοτικά: πόσος




Παρατακτική σύνδεση
Σύνδεσμοι 

Συμπλεκτικοί: και, ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ.   π.χ. Είμαστε καλά και βαδίζουμε 

Διαζευκτικοί: ή, είτε.   π.χ. ή μου το φέρνεις ή φεύγω

Αντιθετικοί: αλλά, όμως, μα, παρά.    π.χ. Δε θα χιονίσει, αλλά θα βρέξει. 

Συμπερασματικοί: λοιπόν, ώστε.  π.χ. Όπως φαίνεται ήρθαν όλοι. Λοιπόν, τι περιμένουμε;


Υποτακτική σύνδεση

Σύνδεσμοι 

Ειδικοί: ότι, πως   π.χ. Μου είπε ότι αύριο θα ταξιδέψει

Βουλητικοί: να      π.χ. Ήθελε να πάω στο μαγαζί του. 

Αποτελεσματικοί ή συμπερασματικοί: ώστε (να), που (να), να, για να  
π.χ.Μιλά πολύ σιγά, ώστε μόλις ακούγεται.

Υποθετικοί: αν, εάν  π.χ. Αν με ρωτήσει, θα του απαντήσω.

Εναντιωματικοί ή παραχωρητικοί: αν και, ενώ, μολονότι, και ας, ας, μόλο που, ή και αν, και να, που να... 
π.χ. Και να μη μου το ΄λεγες, εγώ θα περνούσα.

Χρονικοί: όταν, όποτε, πριν , ώσπου να, καθώς, αφού, αφότου, μόλις, προτού, ώσπου, ωσότου, όσο που, άμα ή με λέξεις και εκφράσεις: την ώρα που, όσο που να, έως ότου... 
π.χ.Όταν γίνεις καλά θα βγούμε έξω.

Αιτιολογικοί: γιατί, επειδή…  π.χ.  Δε θα ‘ρθω, γιατί είμαι άρρωστος.

Τελικοί: να, για να   π.χ. Να πάμε, για να τον δούμε

Πλάγιοι ερωτηματικοί: ποιος, που, αν, τι…  π.χ. Ρωτούσε τι θέλουμε.

Ενδοιαστικοί: μη, μήπως  π.χ. Φοβάμαι μην αρρωστήσω.

Αναφορικοί: που, ο οποίος,α,ο, όσος,η,ο, ό,τι  π.χ. Θέλω, αυτόν που θα ψηφίσω


Ασύνδετο σχήμα

Έχουμε όταν συνδέονται πολλές προτάσεις μεταξύ τους με κόμμα.
π.χ. Χόρευαν, έτρεχαν, περνούσαν καλά.



ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

1.  Σχήμα ασύνδετο

Συνδέονται  χωρίς σύνδεσμο .  Μπαίνουν η μια πρόταση δίπλα στην άλλη με κόμματα.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
     Χόρευαν, πηδούσαν, τάραζαν τον κόσμο από τις φωνές.


2.  Παρατακτική σύνδεση

Η σύνδεση αυτή των προτάσεων λέγεται  παρατακτική  ( ή  κατά παράταξη ), γιατί μ’ αυτήν παρατάσσονται, δηλαδή τοποθετούνται ισοδύναμες προτάσεις
η μια δίπλα στην άλλη.

● Όταν λέμε ότι συνδέονται ισοδύναμες προτάσεις, εννοούμε ότι συνδέονται
    κύριες με κύριες ή δευτερεύουσες με δευτερεύουσες.


3.  Υποτακτική σύνδεση

Η σύνδεση αυτή των προτάσεων λέγεται υποτακτική, γιατί μ’ αυτήν υποτάσ-
σονται η μία στην άλλη, δηλαδή οι δευτερεύουσες προτάσεις εξαρτώνται από
τις κύριες.

● Στην υποτακτική σύνδεση οι προτάσεις είναι ανόμοιες ,  δηλαδή η μία είναι
    κύρια και η άλλη δευτερεύουσα.

● Στην υποτακτική σύνδεση από μία ή περισσότερες κύριες, εξαρτώνται μία ή
    περισσότερες  δευτερεύουσες .  Μερικές φορές όμως υπάρχει  περίπτωση μια
    δευτερεύουσα  πρόταση  να εξαρτάται από μια άλλη δευτερεύουσα ,  η οποία
    συνδέεται υποτακτικά με την κύρια.

   Παράδειγμα:  Έφτασε νύχτα,   γιατί ήταν πολύ αργά,   όταν ξεκίνησε .
                                κύρια                   δευτερεύουσα            δευτερεύουσα


Στο παραπάνω παράδειγμα η δευτερεύουσα πρόταση όταν ξεκίνησε εξαρτάται από τη δευτερεύουσα πρόταση γιατί ήταν πολύ αργά και όχι από την κύρια.
  


Παρατακτική σύνδεση

Στην παρατακτική σύνδεση χρησιμοποιούνται για τη σύνδεση των προτάσεων
παρατακτικοί σύνδεσμοι.  Παρατακτικοί σύνδεσμοι είναι οι εξής:

1. Συμπλεκτικοί                  π.χ. :  Ούτε μιλούσε ούτε έγραφε.

2. Αντιθετικοί                     π.χ. :  Πονούσε πολύ, αλλά δεν έλεγε τίποτα.

3. Διαχωριστικοί                 π.χ. :  Όλη μέρα έγραφε ή διάβαζε ολομόναχος.

4. Συμπερασματικοί           π.χ. :  Του το είπα πολλές φορές· επομένως είναι
                                                        αδικαιολόγητος. (εδώ χρησιμοποιείται συ-
                                                                                     νήθως η άνω τελεία)

                                             Παρατηρήσεις

1.  Η πιο συχνή χρήση αυτής της σύνδεσης γίνεται με τους συμπλεκτικούς
     συνδέσμους και η πιο σπάνια με τους συμπερασματικούς.

2.  Οι παρατακτικοί σύνδεσμοι συνδέουν όμοιες προτάσεις.

     α. Κύριες με κύριες.

    ☺ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

    Του έκανε διάφορες ερωτήσεις          και          αυτός απάντησε.
                        κύρια                            σύνδεσμος                κύρια

     β. Δευτερεύουσες με δευτερεύουσες.

    ☺ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

     Όταν έβλεπε                ή                   όταν άκουγε ανθρώπους, κρυβόταν.
    δευτερεύουσα           σύνδεσμος                                  δευτερεύουσα

3.  Οι αντιθετικοί σύνδεσμοι αν και, ενώ, μολονότι είναι υποτακτικοί και
     όχι παρατακτικοί σύνδεσμοι.

4.  Ο σύνδεσμος ώστε είναι συμπερασματικός ( παρατακτικός ) μόνο όταν
     βρίσκεται μετά από τελεία ή μετά από άνω τελεία στην αρχή της δεύτε-
     ρης  πρότασης και την συνδέει παρατακτικά με την πρώτη .  Και οι δύο
     προτάσεις σ’ αυτή την περίπτωση είναι κύριες.
     ( π.χ.  Θα παίξουν μαζί; Ώστε είναι φίλοι πάλι; )

     Όταν το ώστε βρίσκεται μετά από κόμμα, είναι αποτελεσματικός (υπο-
     τακτικός ) σύνδεσμος και συνδέει κύρια με δευτερεύουσα πρόταση.
     ( π.χ.  Είναι τόσο καλός άνθρωπος, ώστε τον αγαπούν όλοι. )





Υποτακτική σύνδεση

Υποτακτική σύνδεση προτάσεων έχουμε με τους υποτακτικούς συνδέσμους
με το  να ,  με αναφορικές  ή  ερωτηματικές αντωνυμίες  και  με  αναφορικά  ή
ερωτηματικά επιρρήματα, που εισάγουν δευτερεύουσες προτάσεις.

Οι δευτερεύουσες προτάσεις διακρίνονται σε :


1. Ειδικές

Ειδικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται (αρχίζουν) με
τους ειδικούς συνδέσμους     ότι ,   πως ,   που    .

►  Στις ειδικές προτάσεις δε βάζουμε κόμμα.

π.χ.   Ο Γιώργος είπε          ότι θα διαβάσει το απόγευμα.
                κύρια                        δευτερεύουσα αιτιολογική


2. Αιτιολογικές

Αιτιολογικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους
αιτιολογικούς συνδέσμους    γιατί ,   επειδή ,   αφού ,   που    .  

►  Στις αιτιολογικές προτάσεις βάζουμε κόμμα.

π.χ.   Ο Νίκος λυπήθηκε ,         γιατί δεν ήρθαν οι φίλοι του.
                 κύρια                            δευτερεύουσα αιτιολογική    


3. Τελικές

Τελικές٭ (ή του σκοπού) λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγο-
νται με τους τελικούς συνδέσμους     να ,   για να    .

٭ Από το τέλος που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει σκοπός.

►  Στις τελικές προτάσεις ,  όταν αρχίζουν με το  για να  βάζουμε κόμμα ,
      όταν όμως αρχίζουν με το  να  δε βάζουμε κόμμα.

π.χ.   Έτρεχε γρήγορα ,         για να μη χάσει το τρένο.
                κύρια                         δευτερεύουσα τελική

         Η Δήμητρα πήγε         να φέρει το βιβλίο της.   (= για να φέρει)
                κύρια                        δευτερεύουσα τελική

Σημείωση:  Δεν πρέπει να μπερδεύουμε τις τελικές προτάσεις που αρχίζουν με το να με τις βουλητικές προτάσεις που επίσης αρχίζουν με το να. Οι τελικές προτάσεις εισάγονται κυρίως με το σύνδεσμο για να  και, όταν εισάγονται με το σύνδεσμο να, αυτός μπορεί να αντικατασταθεί με το για να .

π.χ.       Τελική :   Ήρθα να δουλέψω    ή    Ήρθα, για να δουλέψω

             Βουλητική :   Θέλω να δουλέψω    ( δε λέγεται όμως:  θέλω για να δουλέψω )
   
     
 4. Διστακτικές

Διστακτικές ( ή ενδοιαστικές )  λέγονται οι  δευτερεύουσες  προτάσεις  που
εισάγονται με τους διστακτικούς συνδέσμους     μη(ν) ,   μήπως    .

►  Στις διστακτικές προτάσεις δε βάζουμε κόμμα.

π.χ.    Ανησυχώ           μήπως το ξεχάσεις.
            κύρια           δευτερεύουσα διστακτική


5. Χρονικές

Χρονικές  λέγονται  οι  δευτερεύουσες  προτάσεις  που  εισάγονται  με τους
χρονικούς συνδέσμους  όταν ,  σαν ,  ενώ ,  αφού,  μόλις ,  πριν ,  πριν να ,
προτού ,  καθώς ,  όποτε ,  αφότου ,  ώσπου ,  όσο που ,  ωσότου ,  άμα  .

►  Στις χρονικές προτάσεις βάζουμε κόμμα.

π.χ.    Έκαναν ησυχία ,       όταν μπήκε ο δάσκαλος στην τάξη.
                 κύρια                              δευτερεύουσα χρονική


6. Αποτελεσματικές  (ή συμπερασματικές)

Αποτελεσματικές  (ή  συμπερασματικές)  λέγονται οι δευτερεύουσες προ-
τάσεις που εισάγονται με τους αποτελεσματικούς συνδέσμους  ώστε,  που,
με το σύνδεσμο να ή με εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως αποτελεσμα-
τικοί σύνδεσμοι  (ώστε να ,  που να ,  για να  κτλ.)

►  Στις αποτελεσματικές προτάσεις βάζουμε κόμμα.

π.χ.    Μιλά πολύ σιγά ,                  ώστε μόλις ακούγεται.
                  κύρια                        δευτερεύουσα αποτελεσματική

          Δεν είναι ανόητος ,                    να τα πει όλα.    (=  ώστε να τα πει όλα)
                  κύρια                        δευτερεύουσα αποτελεσματική

          Δεν είναι τόσο ψηλός ,            για να το φτάσει.    (= ώστε να το φτάσει)
                 Κύρια                        δευτερεύουσα αποτελεσματική


Σημείωση :  Ο σύνδεσμος  ώστε  χρησιμοποιείται και ως παρατακτικός σύνδεσμος (συμπερασματικός) , στην αρχή μιας περιόδου ή μιας ημιπεριόδου  (μετά δηλ. από τελεία ή άνω τελεία), και εισάγει τότε κύρια πρόταση.


 7. Υποθετικές

Υποθετικές  λέγονται  οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους
υποθετικούς συνδέσμους    αν ,   εάν ,   σαν ,   άμα    .

►  Στις υποθετικές προτάσεις βάζουμε κόμμα.

π.χ.    Θα προλάβαινες ,            αν ξεκινούσες πιο νωρίς.
                  κύρια                           δευτερεύουσα υποθετική


8. Εναντιωματικές

Εναντιωματικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με
τους αντιθετικούς συνδέσμους     αν και ,   ενώ ,   μολονότι    .

►  Στις εναντιωματικές προτάσεις βάζουμε κόμμα.

π.χ.    Αποφάσισα να πάω ,           αν και δεν είχα καθόλου όρεξη.
                    κύρια                              δευτερεύουσα εναντιωματική


9. Βουλητικές

Βουλητικές٭ λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με το
να και συμπληρώνουν την έννοια ενός ρήματος , το οποίο σημαίνει  θέλω,
μπορώ, παρακαλώ, εύχομαι, δέχομαι, αναγκάζομαι  κ.ά.

٭ Από το ρήμα βούλομαι που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει θέλω.

►  Στις βουλητικές προτάσεις δε βάζουμε κόμμα.

π.χ.    Θέλω                     να έρχεσαι στην ώρα σου.
          κύρια                          δευτερεύουσα βουλητική

Βουλητική πρόταση  ως υποκείμενο παίρνουν απρόσωπα ρήματα  ή απρόσωπες εκφράσεις που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των προηγούμενων ρημάτων (θέλω, μπορώ κτλ.), όπως :  πρέπει, χρειάζεται, απαγορεύεται, συμβαίνει, είναι ανάγκη, είναι ντροπή, είναι φυσικό, είναι δυνατό, είναι καλύτερα κτλ.

π.χ.     Πρέπει                   να είσαι πιο προσεκτικός.
            κύρια                         δευτερεύουσα βουλητική

Σημείωση:  Δεν πρέπει να μπερδεύουμε τις τελικές προτάσεις που αρχίζουν με το να με τις βουλητικές προτάσεις που επίσης αρχίζουν με το να. Οι τελικές προτάσεις εισάγονται κυρίως με το σύνδεσμο για να  και, όταν εισάγονται με το σύνδεσμο να, αυτός μπορεί να αντικατασταθεί με το για να .

π.χ.       Τελική :   Ήρθα να δουλέψω    ή    Ήρθα, για να δουλέψω

             Βουλητική :   Θέλω να δουλέψω    ( δε λέγεται όμως:  θέλω για να δουλέψω )


10. Αναφορικές προτάσεις  

Αναφορικές  λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με :

1)  Κάποια αναφορική αντωνυμία :      που ,    ό,τι
                                                              ο οποίος ,   η οποία ,   το οποίο
                                                              όποιος ,   όποια ,   όποιο
                                                              όσος ,   όση ,   όσο

π.χ.    Έχασα το βιβλίο,              που μου χάρισες.   (= το οποίο μου χάρισες)
                 κύρια                     δευτερεύουσα αναφορική

2)  α. Κάποιο αναφορικό επίρρημα :     όπου ,   όπως ,    όσο ,    που ,
                                                               καθώς ,    σαν να

π.χ.    Πήγαινε  όπου σε στείλουν.

          Μπήκα κρυφά στο σαλόνι,  που έπαιζε πιάνο η νονά(=όπου έπαιζε…)

          Θα γίνουν όλα  καθώς τα συμφωνήσαμε.   (= όπως τα συμφωνήσαμε)

           Πετάχτηκε  σαν να τον τσίμπησε μύγα(= όπως θα πεταγόταν, αν τον
                                                                                     τσιμπούσε μύγα)

     β. Σπάνια (κυρίως στα δημοτικά τραγούδια) με κάποιο από τα αναφορικά
         επιρρήματα :     πως ,    σαν ,    ωσάν να   .

►   Στις αναφορικές προτάσεις άλλοτε βάζουμε κόμμα και άλλοτε όχι.

  ☺ Η αναφορική πρόταση που είναι υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο, ή εκφράζει κάποια επιρρηματική σχέση (τόπου, χρόνου, τρόπου, ποσού) δε χωρίζεται με κόμμα.

       Γενικά, όταν η αναφορική πρόταση είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της κύριας πρότασης (ή κάποιου άλλου όρου της) δε χωρίζεται με κόμμα.
                                   
       Π.χ.  Να ρωτήσεις όποιον βρεις μπροστά σου.

               Ο αστροναύτης που πάτησε πρώτος στο φεγγάρι ήταν Αμερικανός.

       Στο α΄ παράδειγμα  η αναφορική πρόταση όποιον βρεις μπροστά σου είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της κύριας Να ρωτήσεις, γιατί είναι αντικείμενό της. Άρα δεν πρέπει να χωριστεί με κόμμα από αυτήν.

       Στο  β΄ παράδειγμα  η  αναφορική  πρόταση   που πάτησε πρώτος στο φεγγάρι είναι  απαραίτητο συμπλήρωμα του υποκειμένου  Ο αστροναύτης  της  κύριας πρότασης  Ο αστροναύτης . . . ήταν Αμερικανός  όρο τον οποίο και προσδιορίζει. Άρα δεν πρέπει να χωριστεί με κόμμα από αυτόν. 
      
         
☺ Η αναφορική πρόταση που δεν είναι απαραίτητο συμπλήρωμα κάποιας άλλης πρότασης ,  δηλ. μπορεί και να παραλειφθεί χωρίς να επηρεαστεί η ορθότητα ή η πληρότητα του νοήματος της πρότασης στην οποία αναφέρεται, χωρίζεται με κόμμα από αυτήν.

     π.χ.  Θα δω το ματς μαζί με το Νίκο, που είναι ο καλύτερός μου φίλος.

             Ο Μάνος, που είναι μαθητής της Ε΄ Δημοτικού , πήρε άριστα σε όλα
             τα μαθήματα.

     Στα παραπάνω παραδείγματα οι κύριες προτάσεις Θα δω το ματς μαζί με το Νίκο και Ο Μάνος…πήρε άριστα σε όλα τα μαθήματα έχουν ολοκληρωμένο νόημα και επομένως οι αναφορικές προτάσεις δεν αποτελούν απαραίτητο συμπλήρωμά τους. Δηλαδή, ακόμα και αν οι αναφορικές προτάσεις παραλειφθούν, οι κύριες προτάσεις εξακολουθούν να έχουν ολοκληρωμένο νόημα. Άρα πρέπει να χωριστούν με κόμμα από αυτές. 



11. Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις

Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις  λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που περιέχουν ερώτηση και εισάγονται με :

      -  ερωτηματικές αντωνυμίες   ( ποιος, πόσος, τι   κτλ. )
      -  ερωτηματικά επιρρήματα   ( πού, πότε, πώς  κτλ. )
      -  συνδέσμους    ( αν, γιατί, μήπως  κτλ. )

►  Στις πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις δε βάζουμε κόμμα.

π.χ.    Με ρώτησε               ποιοι θα είναι στο πάρτι.
             κύρια                           πλάγια ερωτηματική

          Δεν ξέρω            πού θα βρισκόμουν τώρα χωρίς τη βοήθειά σου.
             κύρια                               πλάγια ερωτηματική πρόταση

          Απορώ               γιατί δεν πήγε κι αυτός στο θέατρο.
           κύρια                       πλάγια ερωτηματική πρόταση


Σημείωση :   Οι ειδικές, οι διστακτικές, οι βουλητικές και οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις κανονικά δεν παίρνουν κόμμα. Όταν όμως είναι επεξήγηση, τότε χωρίζονται με κόμμα από την κύρια.

π.χ.  Πήραμε μια ευχάριστη είδηση , ότι έγινε καλά.    (= δηλ. ότι έγινε καλά)

        Κάθε μέρα είχε την ίδια αγωνία , μήπως τον απολύσουν. (= δηλ. μήπως τον απολύσουν)

        Σπάνια το ήθελε αυτό , να μένει μόνος στο σπίτι.   (= δηλ. να μένει μόνος στο σπίτι)

        Αυτό δεν καταλαβαίνω , ποια είναι η διαφορά μας.   (= δηλ. ποια είναι η διαφορά μας)