Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορίες από τα παλιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορίες από τα παλιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18 Αυγούστου 2022

Η μαμά τραγουδάει το αηδονάκι. (18 Αυγούστου 2022)

 Είπαμε ότι η μαμά μου θυμάται καλά, ακόμα και σήμερα στα 93 της χρόνια, κάποια από τα τραγούδια που μας έλεγε στα μικράτα μας. Το δεύτερο, μετά "Το Πατρικό Σπίτι" του Ιωάννη Πολέμη, είναι το Αηδονάκι. Το θυμάσαι, μαμά; Τον τίτλο δεν τον θυμόταν, αλλά μόλις της έδωσα το τέμπο, πήρε φόρα, αμέσως λέμε. Περίμενε λίγο, μαμά, να ανοίξω την κάμερα του κινητού, περίμενε. Το είπε, χωρίς να της θυμίσω ούτε ένα στίχο, με χαρά μεγάλη. Λίγη ώρα αργότερα που της πήγα το φαγητό, δεν πρόλαβα να μπω από την πόρτα και άρχισε να μου απαγγέλει: "Εις το βουνό ψηλά εκεί, είναι εκκλησιά ερημική, το σήμαντρο της, δε χτυπά, δεν έχει ψάλτη, ουδέ παπά."  Άλλη φορά αυτό, μαμά, τώρα είναι ώρα φαγητού, κάνε λίγο κράτει. 


Μέσα στὸ δάσος περπατῶ
κι ἀκούω τὰ πουλάκια.
Κάθε κλωνὶ
καὶ μιὰ φωνή,
σὲ κάθε δένδρο μουσικὴ
χαρὲς καὶ τραγουδάκια.

Μὰ ἐκεῖ ποὺ ἄλλα τραγουδοῦν
κι ἄλλα κρατοῦν τὸ ἴσο,
ἕνα πουλί,
μικρὸ λαλεῖ
σὰ νὰ τοὺς λέει: «Σωπᾶστε σεῖς!
Ἐγὼ θὰ τραγουδήσω!»

Σωπάσαν ὅλα... Τὸ μικρὸ
πουλὶ τ᾿ ἀποστομώνει.
Εἶχαν λαλιὰ
τ᾿ ἄλλα πουλιά,
μὰ ἕνα ἦταν μοναχὸ
ἀπ᾿ ὅλα τους τ᾿ ἀηδόνι.

10 Αυγούστου 2022

Oμάδα Osvald, σαμποτέρ επί Γερμανικής κατοχής. Tο μνημείο αφιερωμένο στη δράσης τους. ( Νορβηγία, Όσλο, καλοκαίρι 2018)

Συζυγικές τρυφερότητες: " Ό,τι πεις αυτή η βαριοπούλα για τις νύχτες που δεν κοιμάσαι."😁😄😂
 

Το μνημείο Osvald, κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό του Όσλο, δείχνει ένα σφυρί να συνθλίβει τη σβάστικα, στη μνήμη ενός γεγονότος της αντίστασης ορισμένων Νορβηγών ενάντια στους Ναζί. Στις 20 Απριλίου 1943 από ένα φορτηγό στην οδό Pilestredet στο Όσλο κατέβηκαν πέντε άνδρες της κομμουνιστικής ομάδας Osvald. Σταμάτησαν έξω από το γραφείο Εργασίας και φώναξαν στους ανθρώπους στο δρόμο να φύγουν. Με εμπρηστικές βόμβες (μολότοφ) και χειροβομβίδες κατάφεραν να καταστρέψουν το αρχείο με τα ονόματα των νεαρών Νορβηγών που οι Γερμανοί ήθελαν να στείλουν σε καταναγκαστικά έργα και τα σχέδια τους ανατράπηκαν ή αναβλήθηκαν, δε γνωρίζω.




Οι λουκανόπιτες της Ζακύνθου (αφήγημα γραμμένο το καλοκαίρι του 2022)




Παιδάκι των πρώτων τάξεων του δημοτικού με λογική και σύνεση πόας, απεστάλην σε χριστιανική κατασκήνωση στη Ζάκυνθο, του πατέρα Απόστολου, μητροπολίτη Ζακύνθου (1967-1974), μαζί με τις μεγαλύτερες αδελφές μου, επιφορτισμένες με την ευθύνη να με προσέχουν, κυρίως η Κικούκω, η μεγάλη αδελφή, μόλις πέντε χρόνια μεγαλύτερη, ήτοι μικρή για το βαρύ αυτό έργο. Πώς να προσέχεις ένα απερίσκεπτο στρουθίο που ακόμα φορούσε πούπουλα για πανοπλία στη ζωή; Η δεύτερη αδελφή, η Φωφώ -ήταν της μόδας τα υποκοριτικά, αλλά η μάνα μας δεν είχε χρόνο για τις τρυφερότητες που τα υποκοριστικά δηλώνουν και μας αποκαλούσε όλες με τα βαπτιστικά μας, Κυρακούλα, Φωτεινή, Ματίνα - η δεύτερη, λοιπόν, μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερη μου, λίγο φρονιμότερη ως χαρακτήρας, βάρυνε επίσης την πρώτη και εγώ αμφότερες. Τελικά η Κικούκω δεν τα κατάφερε κι άσχημα, αφού γυρίσαμε σώες στα πάτρια εδάφη, κατόρθωμα σε συνεργασία με τις ομαδάρχισσες, που τα ονόματα τους εντελώς ελησμόνησα. Άσε που η μεγάλη αδελφή κατάφερε να πουλήσει σε άλλες συγκατασκηνώτριες τις λουκανόπιτες, κάπου δύο σακούλες γεμάτες, που θα χαλούσαν μετά την παρέλευση της ημέρας αγοράς τους, καθώς το προϊόν ήτο ευπαθές.

Αλλά ας εξηγηθώ: Άπαξ του διαστήματος της παραμονής μας στην κατασκήνωση η κάθε ομάδα με την ομαδάρχισσα επισκεπτόταν τον Άγιο Διονύσιο στην πόλη της Ζακύνθου, μερικά ακόμα αξιοθέατα  που δε θυμάμαι πια - δεν ξαναπήγα από τότε στο νησί - κι εμείς τα ομαδόπουλα κάναμε και κάποιες αγορές από τα καταστήματα του κέντρου, συνήθως αναμνηστικά για το σπίτι και δώρα για τους γονείς. Όλα τα μικρά ομαδόπουλα, εκτός από ένα. Ως φαίνεται θα μας πήγαν σε κάποιο μαγαζί για πρόχειρο φαγητό στο χέρι κι εκεί πουλούσαν ένα έδεσμα που για πρώτη φορά γευόμουν στη ζωή μου και με ενθουσίασε, ατομική λουκανόπιτα, παρακαλώ. Ήταν τόσο εύγεστη που με όλο μου το χαρτζιλίκι, δεν θα ήταν και ψίχουλα, αγόρασα λουκανόπιτες, να πάω και στις αδελφές μου, και στους γονείς μου, όταν θα επιστρέφαμε στην Κοζάνη, να τρώμε και στην κατασκήνωση, μάλλον δε μας τάιζαν με τέτοιες λιχουδιές, ορθά γιατί είναι βλαπτικές. Τα μαντολάτα δε θα τα είχα πάρει είδηση, ούτε τις κολόνιες με άρωμα από μπουγαρίνι, αυτά τα αγόρασαν οι αδελφές μου στη δικιά τους εξόρμηση στην πόλη.

Και να πεις ότι ήμουν φαγανή; Το αντίθετο, κλαράκι, αδύνατη με τα οστά των γονάτων, των έμπροσθεν και πίσω πλευρών, της λεκάνης να προεξέχουν, καμπούριαζα κιόλας, απ' όσα μου λένε, μάλιστα η Κικούκω με χτυπούσε γροθιές στην πλάτη, κάθε που με έβλεπε να σκύβω για να την ισιάζω. Κακόφαγη, λοιπόν, αλλά οι λουκανόπιτες ήταν το κάτι άλλο! Φαίνεται ότι έφαγα περισσότερο από ότι το στομάχι μου άντεχε και γύρισα κάπως αδιάθετη, έφαγα γερή κατσάδα από την Κικούκω για την αγορά, η Φωφώ περί άλλων ετύρβαζε,  θυμόμουν κι εκείνο το μαύρο σκήνωμα του αγίου Διονυσίου που προσκυνήσαμε, νομίζω ότι με κορόιδευαν και κάποια παιδιά της ομάδας μου σταθερά και εκείνη τη μέρα ειδικά (μπούλινγκ το λέμε σήμερα), σκεφτόμουν ότι έπρεπε και να εξομολογηθώ, πριν φύγω από την κατασκήνωση, για τις αμαρτίες μου στον πατέρα Απόστολο, τι κακό έκανα, αν στεναχωρώ γονείς και τέτοια, και πώς να του έλεγα ότι είμαι άτακτη, αγοροκόριτσο, κατσίκι και τα γόνατά μου μόνιμα καλύπτονται από κακάδια αίματος σαν μεγάλες ντάμκες, ότι δεν ένιωθα και το καλύτερο παιδί ... πολύ ζοριζόμουν το έρμο και αγαθό παιδάκι και η ημερήσια στην πόλη της Ζακύνθου, έξω από τον προστατευτικό κλοιό της κατασκήνωσης, μου βγήκε ξινή. Με όλα αυτά, αδιαθεσία και ταραχή καμπούριαζα περισσότερο, είχα διπλωθεί, ένα δαρμένο κουτάβι. Αυτά τουλάχιστον μου λένε οι αδελφές μου, που ακόμα γελάν με την εικόνα και τις ανοησίες μου, παρελθοντικές και όλων των χρόνων μου. Της ενηλικίωσης μου δεν τους φαίνονται αστείες, τις κατακρίνουν και ες αεί. Διαφέρουμε οι άνθρωποι και οι αδελφές.

Η Κικούκω έτρεχε να πουλήσει τις λουκανόπιτες σε άλλα κοράσια της κατασκήνωσης και τα κατάφερε, άρα σε όλες άρεσε η λουκανόπιτα, άρα δικαίως τις αγόρασα, άρα μήπως έπρεπε και με προσαύξηση, αφού δεν μπορούσαν να πάνε στην πόλη οποιαδήποτε στιγμή; Αλλά αυτά τα σκέφτομαι τώρα που έγινα αετόπουλο μηδενικών πτήσεων στο επιχειρείν. Μπούλινγκ έτρωγα κι από τις αδελφές μου, που γελούσαν όταν έβγαινα από τη θάλασσα με την εμφάνιση μου. Βέβαια τότε το μπούλινγκ το λέγαμε αδελφικό ενδιαφέρον και ήτο. Πρώτη φορά είδα θάλασσα στη ζωή μου τότε και μου άρεσε, δεν ήθελα να βγαίνω απ' το νερό, το χρόνο που δικαιούμασταν να κολυμπάμε σ' αυτήν. Ευτυχώς, όλες οι ομάδες, μεγάλες και μικρές κατασκηνώτριες, κολυμπούσαμε μαζί. Αλλιώς σίγουρα θα πνιγόμουν. Μιμούμουν τις μεγαλύτερες προσπαθώντας μόνη να μάθω να κολυμπώ και κυρίως τη Φωφώ, που είχαν ξαναπάει με την Κική, είχαν μάθει κολύμπι, αλλά η Φωφώ ήταν και είναι το δελφίνι της οικογένειας. "Κοίτα πώς κάνω" μου έλεγε, δεν προλάβαινα να δω και ξεμάκραινε. Κάποτε την ακολούθησα στα "δεν πατάτε", ποια με έσωσε δε θυμάμαι, αλλά πάλι με μάλωσαν. Δεν έμαθα τελικά κολύμπι εκείνη τη χρονιά, ούτε σωσίβια, ούτε μπρατσάκια, ούτε κάποιον να ασχοληθεί, πυρ κατά βούληση, για κάποιες πιο εύκολο για κάποιες πιο δύσκολο. Εμένα εύκολο μου φαινόταν στο μάτι, κουνάς χέρια, πόδια, πίνεις θαλασσινό νερό, τέτοια, αλλά στην πράξη δεν τα κατάφερνα καλά, σκέτο βαριετέ, πώς να μη γελάνε μαζί μου. Έβγαινα, μου λένε, με μελανιασμένα χείλη, έτρεμα από το κρύο, αδύνατη και κοκαλιάρα και φυσικά καμπούριαζα. Γελούσαν τι να έκαναν; Κι αν γελούσαν κι άλλες, εκτός από τις αδελφές μου, δικαίως. Μπούλινγκ το λέμε σήμερα, τότε ήταν η κανονικότητα και μόνες έπρεπε να τα βγάζουμε πέρα. Γροθιά στην πλάτη σταθερά και συνεχίζαμε το πρόγραμμα της κατασκήνωσης.

Αν και χριστιανοπατριωτικού είδους η κατασκήνωση του πατέρα Απόστολου στη Ζάκυνθο  κι αργότερα αυτή που δημιούργησε στο Φτελιό Μαγνησίας πρόσφερε σε πολλά Κοζανιτόπουλα ολιγοήμερες διακοπές, γνωριμία με τη θάλασσα, όνειρο απατηλό για πολλούς από μας του 60, 70, σκληραγώγηση με την καλή έννοια, μακριά από το οικογενειακό περιβάλλον, εμπειρίες πολλές, που τις περισσότερες τις θυμάμαι θετικά. Όχι, δεν ήμασταν τότε μη μου άπτου. Μάλλον κερδισμένες-οι, όλα τα παιδιά που βρεθήκαμε εκεί. μας έψηνε ο ήλιος, η αλμύρα της θάλασσας, χωρίς αντηλιακά, ομπρέλες και ξαπλώστρες, μας ενδυνάμωσαν οι επιπλήξεις και οι κοροϊδίες, ψάλλαμε ύμνους και προσευχόμασταν μπροστά σε έναν Σταυρό επί μικρού  υψώματος με τους φακούς μας αναμμένους το βράδυ για να φτάσουμε ως εκεί - το θυμάμαι μαγικά - κι όταν μεγαλώσαμε κρίναμε κι αποφασίσαμε ο καθένας  με τη δική του λογική και κοσμοθεωρία. Όχι, δεν περιμέναμε οι γονείς μας να μπουν μπροστά και να μας προστατέψουν, υπομέναμε ή αντιμετωπίζαμε ανάλογα και όχι δεν έχουμε ψυχολογικά προβλήματα γι' αυτούς τους λόγους. Για άλλους, ναι.

Όταν γυρίσαμε Κοζάνη - φαντάζεστε πόσες ώρες χρειάζονταν τη δεκαετία του 1970 για να φτάσεις από τη Ζάκυνθο στην Κοζάνη και το αντίστροφο, οι γονείς μας δεν αναγνώρισαν αμέσως τη Φωφώ, αν και μπροστά τους. Είχε μαυρίσει πολύ, είχε αγοράσει κι ένα καφέ τσεμπέρι με φλουριά από το νησί και το φορούσε στο κεφάλι, την έψαχναν. "Εγώ είμαι, μπαμπά" τους είπε.

Αν ήμουνα σαν κλαρί αδύνατη, γύρισα κλαράκι. Κατασκήνωση στη Ζάκυνθο δεν ξαναπήγα. Αργότερα, έφηβη, στο Φτελιό, μόνο μια φορά πάλι, γιατί είχα αρχίσει εγώ να μη δένω με το κλίμα των κατασκηνώσεων. "Λόγω ουρσουζιάς", το μπούλινγκ, όπως το λένε σήμερα, συνεχιζόταν κανονικά. Να μην ξεφύγω άσχημα φοβούνταν, στη μετάφραση. Όμως και από το Φτελιό κρατάω όμορφες εμπειρίες, που πάει να πει ότι αυτή η γνωστή ομάδα των διοργανωτών των κατασκηνώσεων αυτών τα κατάφερναν περίφημα. Άλλου παπά ευαγγέλιο έγινα εγώ, εξαίρεση μέχρι σήμερα, ευτυχώς, ανήκουσα μετά του συζύγου στην κατηγορία των μονόλυκων.

Αργότερα έφτασαν οι λουκανόπιτες και στην Κοζάνη, αλλά ποτέ ξανά δεν είχαν την ίδια γεύση. Γκάφες, επιπολαιότητες, λάθη, ατελείωτα. Είχαν να λένε στα σόγια, ότι τις υποδειγματικές Κικούκω και Φωφούκω, δεν τις έμοιασα. Κι όμως είμαι ακόμα εδώ, αν και μεγάλωσα σαν τις ντάλιες, τα χρυσάνθεμα και τα σκυλάκια που υπήρχαν στα στενόμακρα κηπάκια, τα παρτέρια του πατρικού μου σπιτιού. Ούτε σαν αγριολούλουδο, ούτε σαν πολύτιμο λουλούδι. Είμαι ακόμα εδώ, νιώθω πολύτιμη για μένα και μια δυο ακόμα ψυχές. Δηλαδή αληθινή ευλογία. 

Ματίνα Γκούτζιου

26 Σεπτεμβρίου 2018

Ρήγας Φεραίος και Περιβόλι Γρεβενών



Προτομή του Ρήγα Φεραίου στο Περιβόλι Γρεβενών; Απορήσαμε γιατί δε γνωρίζαμε. Λένε ότι από το Περιβόλι καταγόταν ο παππούς του Κωνσταντίνος Κυριαζής ή Κυρατζής, αλλά μετεγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Βελεστίνο που είχε μεταβληθεί σε Περιβολιώτικη παροικία. 

Και η κυρία που διατηρεί ένα από τα εστιατόρια - καφέ στην πλατεία του χωριού από το Βόλο είναι, μας είπε, και ότι όχι, δεν κατάγεται από τα Γρεβενά. Έρχεται στο Περιβόλι τους καλοκαιρινούς μήνες και δουλεύουν το μαγαζί τους (με τιμές Ύδρας). Έχει πολλούς Βολιώτες εδώ, συνέχισε, και τον Αύγουστο γίνεται χαμός από κόσμο (μην πάτε τότε). 

'Ανοιξε σχέσεις, επομένως, ο παππούς ο Κυρατζής και άλλοι βλάχοι ανάμεσα στο Περιβόλι και στον Βόλο (ευρύτερη περιοχή) από παλιά. Πώς αλλιώς να εξηγήσεις ότι το Περιβόλι βρίσκεται κάτω από τη μύτη μας, είναι ένας επίγειος παράδεισος, αλλά ελάχιστοι από μας, τους κοντινούς στον τόπο, έχουμε πάει, ενώ διατηρούν κατοικία και παραθερίζουν εκεί αρκετοί Βολιώτες και Βελεστινλήδες (ή Βελεστίνιοι;).

19 Ιουνίου 2016

Ο κυρ - Θύμιος και το ακορντεόν του



Καλοκαίρι, να μοσχοβολάει ο κήπος, να κάθεται ο κυρ- Θύμιος στην αυλή με το ακορντεόν του να παίζει και να γίνονται τα καλοκαιρινά βράδια μαγικά, τουλάχιστον στη δική μου μνήμη. Να είναι ο ουρανός γεμάτος αστέρια, να μοσχο-βολάνε οι τριανταφυλλιές, το γιασεμί, οι φλαμουριές....να μυρίζει το χώμα υγρασία μετά το βραδινό πότισμα των φυτών από την κυρα- Αρτεμισία και ο κυρ Θύμιος να παίζει, τανγκό και βαλσάκια, ενδεχομένως και άλλα τραγούδια ή μουσικές που έχουν σβηστεί από τη μνήμη μου. Παιδί του δημοτικού ήμουνα τότε, οι εικόνες όμως εξακολουθούν να είναι μαγικές όταν τις αναλογίζομαι και έντονα χαραγμένες στη μνήμη μου. Με θυμάμαι να χορεύω, όχι βέβαια βαλς και τανγκό, αλλά τους δικούς μου αυτοσχέδιους χορούς, να στροβιλίζομαι και να νιώθω ότι πετάω, ότι τάχα χορεύω υπέροχα....Ο ήχος του ακορντεόν συχνά έφερνε στην αυλή μας επισκέπτες από τη γειτονιά, που έρχονταν να απολαύσουν παρέα τη μουσική βραδιά και να σιγοτραγουδήσουν κάποιο σκοπό ή έφερνε άλλα παιδάκια της γειτονιάς που ήθελαν να χορέψουν.

02 Μαΐου 2016

Πρωτομαγιά των χρόνων της αθωότητας

Λουκάς Γεραλής - Πρωτομαγιά

Τον πιάναμε το Μάη στις γύρω εξοχές της πόλης μου, όταν ήμουν παιδί, με γονείς, θείους-ες και ξαδέρφια. Στρώναμε κάτω κουβέρτες ή κουρελούδες, πάνω στις οποίες τρώγαμε κιόλας. Δεν παίρναμε μαζί μας ψησταριές, γιατί δεν είχαμε αυτοκίνητο, εξάλλου οι εξοχές βρίσκονταν πολύ κοντά κι όλοι κουβαλούσαμε κάτι. Σε καλάθια τα τρόφιμα, στο χέρι τα στρωσίδια κλπ. Τα φαγητά ήταν μαγειρεμένα από το σπίτι και την τιμητική τους είχαν οι κεφτέδες (στην Κοζάνη είναι θηλυκού γένους), οι πίτες, τα κιχιά, σαλάτες της εποχής, τυρί και φυσικά το παραδοσιακό ρυζόγαλο. 

Τρελαινόμασταν στο παιχνίδι, δέναμε σχοινιά σε δυο αντικριστά δέντρα και κατασκευάζαμε αιώρες με στρωσίδι κουβέρτες ή κιλίμια, ή δέναμε τις κούνιες κατακόρυφα από κάποιο κλαδί, βάζαμε πάνω μια διπλωμένη κουρελού για να μην μας κόβει τον πισινό μας το σχοινί και φτάναμε όσο πιο ψηλά γινόταν, πιάναμε χελώνες και τις βάζαμε να κατουρήσουν (κακό αυτό), κυλιόμασταν στα χώματα, ματώναμε τα γόνατα μας, μαζεύαμε λουλούδια και μας έπλεκαν στεφάνια χωρίς να απαθανατίζουμε τις στιγμές με φωτογραφικές μηχανές που δεν υπήρχαν. Συνήθως, γυρνούσαμε τα παιδιά ξεθεωμένα από το παιχνίδι και ξεραινόμασταν στον ύπνο πριν προλάβουμε να πλυθούμε. 

Μετά μπήκε στη ζωή μας η πρόοδος και η τεχνολογία, κι όλα αυτά έγιναν αναμνήσεις. Πρέπει να ρωτήσω το παιδί μου πώς θυμάται εκείνη τις Πρωτομαγιές των παιδικών της χρόνων για να βρούμε τις διαφορές.

18 Απριλίου 2016

Οrnella Vanoni που ομοιοκαταληκτεί με το κανόνι, ως προς τη φωνή δηλαδή!


Την άκουγα συχνά και ήταν μια από τις αγαπημένες τραγουδίστριες της περιόδου, στην οποία ταξιδεύω νοερά, ακούγοντας την σήμερα, περίπου 30 χρόνια μετά. Έχουν αλλάξει πολλά! Το βασικότερο, ήμουνα νια και γέρασα, πίστευα ακόμα ότι τα όνειρα μου θα πραγματοποιηθούν κι έγινα πιο ρεαλίστρια ή προσαρμόστηκα κάπως στην πραγματικότητα της ζωής (και ζωής μου), αν και η ελπίδα πεθαίνει τελευταία σαν το χούι.


20 Δεκεμβρίου 2015

H "γκουγκόσια"

Πίστι, πίστι, μπάλα
τρως ψωμί και γάλα.

Το δίστιχο αυτό επαναλαμβανόταν πολλές φορές από τη γιαγιά μου και εμάς τα εγγόνια, όσο εκείνη έσφιγγε  και πίεζε τα κομματάκια της ψίχας του  ψωμιού με το τριμμένο τυρί μέσα σε μια βαμβακερή καρό πετσέτα, δίνοντας στο περιεχόμενο της κυκλικό σχήμα. Μετά από μερικά λεπτά τα δύο αυτά υλικά, γίνονταν ένα σφιχτοδεμένο, ενιαίο μείγμα που είχε το σχήμα μιας μικρής μπαλίτσας, ενώ γευστικά ήταν πολύ νόστιμο. Ακόμα κι εγώ που υπήρξα ένα κακόφαγο παιδί, θυμάμαι να το τρώω με όρεξη. Θες το τραγουδάκι, θες το σχήμα, το έδεσμα γινόταν πιο δελεαστικό και εύγευστο. 
Στο δίστιχο αντί για τη λέξη τυρί, που είναι το ένα από τα δύο υλικά του εδέσματος, υπάρχει η λέξη γάλα, φαντάζομαι λόγω ρίμας. Εξάλλου το τυρί είναι προϊόν του γάλακτος.
Στο βιβλίο "Γεύσεις από παλιά Κοζάνη" των Μ. Τσικριτζή και Φ. Φτάκα το έδεσμα αυτό αναφέρεται ως " γκουγκόσια", με την εξής περιγραφή από μια παλιά Κοζανίτισσα:  " 'Επιρνάμι  ψουμί μέση, έβανάμι μέσα ούρδα ή και τυρί άμα είχαμι, το 'δινάμι σι μια πιτσέτα κι το 'στριβάμι, το 'στριβάμι όσου να γέν' μια μπάλα όλου αντάμα. Ξέρς τι καλό ήταν;"
Κλείνοντας να συστήσω στις μητέρες να το δοκιμάσουν ως κάτι διαφορετικό  στη διατροφή των παιδιών τους.

10 Δεκεμβρίου 2015

Με τη φιλίτσα στο χέρι

Διαβάζοντας κεφάλαια από το εξαιρετικό και ιδιαίτερα διαφωτιστικό για τη Λαογραφία, Ιστορία, Οικονομία, Τοπιογραφία...γενικά για τον πολιτισμό της Κοζάνης βιβλίο " Γεύσεις από παλιά Κοζάνη" των Ματίνας Τσικριτζή-Μόμτσιου και Φανής Φτάκα-Τσικριτζή, στάθηκα στο κεφάλαιο "με τη φιλίτσα στο χέρι", καθώς ανασύρθηκαν μνήμες από την παιδική μου ηλικία και εικόνες του εαυτού μου με μια φέτα ψωμί στο χέρι, αλειμμένη συνήθως με βούτυρο και σπιτική μαρμελάδα να τρέχω στις γειτονιές για να παίξω. Συχνά ακουμπούσα τη φέτα αυτή σε κάποιο περβάζι ή πεζούλι και που και που θυμόμουν να φάω και καμιά μπουκιά, άλλοτε πάλι επέστρεφα μετά από ώρες στο σπίτι μου με ολάκερη τη φέτα στο χέρι ή με ένα μέρος της ή με τη φέτα ξεχασμένη στο πεζούλι και μένα χορτασμένη από παιχνίδι και ξεγνοιασιά, τη μάνα μου όμως στενοχωρημένη για το παιδί της που ήταν κακόφαγο και αδύνατο.
Η φιλίτσα για την οποία γίνεται λόγος στο βιβλίο ανέσυρε μερικές ακόμα μνήμες. Θυμήθηκα που η γιαγιά μου η Φωτεινή, μας έπαιρνε για απογευματινή συνήθως επίσκεψη στη θεία μου τη Βαγγελούδα, για να ξεκουράσει και τη μάνα μου από εμάς. Το σύνηθες κέρασμα της θείας σε μας τα παιδιά ήταν μια φέτα ζυμωτό ψωμί με βούτυρο και ζάχαρη από πάνω.
Θυμήθηκα και τις αυγόφετες που τηγάνιζε πολύ συχνά για απογευματινό η μάνα μου και τις οποίες τρώγαμε κομμένες σε "στρατιωτάκια" (δηλ.  μικρά κομμάτια) πασπαλισμένα με ζάχαρη. Τις αυγόφετες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τις φτιάχνω κι εγώ για τη θυγατέρα μου και πολύ της αρέσουν.

Ας δούμε όμως μερικά αποσπάσματα από το "νόστιμο δρομολόγιο στα περασμένα" όπως λέει στα πρώτα εσώφυλλα του βιβλίου.  Ο αναγνώστης αρχικά μαθαίνει τι εστί φιλίτσα, "ευμεγέθης φέτα ψωμιού, αλειμμένης με οτιδήποτε διέθετε το σπίτι, συνήθως προϊόντα της οικιακής οικονομίας". Στη συνέχεια αναφέρει ότι τα προϊόντα αυτά ήταν ανάλογα της εποχής και της οικονομικής κατάστασης του κάθε νοικοκυριού. Έτσι η φέτα αλείφονταν με λίγδα (χοιρινό λίπος), ζάχαρη, ζάχαρη και καφέ, "μαντζιούν" (πετιμέζι πηχτό), μαρμελάδα, θρεψίνη (σιρόπι από σταφίδες), ελιές, λίγο τυρί ή δερματίσιο (τουλουμοτύρι), βούτυρο, μέλι. Η φιλίτσα λέει και στο βιβλίο ήταν το σήμα κατατεθέν των παιδιών στις γειτονιές. Οι περιγραφές είναι παρόμοιες με τις δικές μου μνήμες από την ανέμελη και γεμάτη παιχνίδι παιδική ηλικία.
"Αν η φιλίτσα κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού έπεφτε σε σχετικά καθαρό έδαφος, ουδέν πρόβλημα. Τη σήκωνες, τη φυσούσες λίγο για να φύγουν τα μπάμπαλα (τα σκουπιδάκια) και την έχαφτες (έτρωγες) χωρίς δεύτερη σκέψη. Αν όμως η ζημιά ήταν ανεπανόρθωτη, σήκωνες το ψωμί, το φιλούσες και το έβαζες σε μια άκρη για να μην το πατήσει κανείς, πράγμα που έδειχνε το σεβασμό των παλιότερων κοινωνιών προς το ψωμί που δύσκολα έβγαινε, καθώς ήταν η βασική τροφή που συντηρούσε με αξιοπρέπεια τις πολυμελείς οικογένειες" 
"Ο Αϊ Θανάσης, ο Αϊ Σαράντης, τ' Ντουζ' η μπιστιρά (πέτρα), τ' Μπαντιαμάκα η μπιστιρά, η Αγία Παρασκευή ήταν μερικά μόνον από τα μέρη που δέχονταν το μικρόκοσμο της πόλης τα απογεύματα της άνοιξης και του καλοκαιριού με το "δειλνό" στο χέρι. Αλλά ο πιο δημοφιλής τόπος συνάντησης ήταν η Αγιάννα, κυρίως λόγω της "γκλίστρας", ενός φυσικού λείου βράχου όπου έκανες τσουλήθρα, με αποτέλασμα να μην απομέν' βρακί για βρακί". 

Από Ματίνα Γκούτζιου

19 Οκτωβρίου 2015

Πόσα να φορτωθεί ο γάιδαρος του Χότζα;


Διδακτική ιστορία:

Κάποτε ο Ναστραντίν αγόρασε ένα γάιδαρο. Ο πωλητής έδωσε στο Χότζα διάφορες οδηγίες για το ζώο. Του είπε λοιπόν ότι ο γάιδαρος πρέπει να τρώει τρεις οκάδες κριθάρι κάθε μέρα. Το πρώτο διάστημα ο Χότζας ακολούθησε τις οδηγίες, κάποια στιγμή όμως σκέφτηκε «Και τι θα πάθει αν του μειώσω λίγο την τροφή;».
Έτσι άρχισε να του δίνει δυο οκάδες κριθάρι την ημέρα. Καθώς φαινόταν ότι ο γάιδαρος δεν είχε πρόβλημα, ο Χότζας συνέχισε να μειώνει σταδιακά την τροφή. Ο γάιδαρος αδυνάτισε και εξαντλήθηκε. Αυτό όμως δεν πτόησε το Χότζα που, όσο ο γάιδαρος στεκόταν στα πόδια του, τόσο του μείωνε την τροφή. Στο τέλος, κατέληξε να αφήσει το ζώο εντελώς νηστικό. Καθώς ο γάιδαρος επιβίωνε ακόμη, ο Χότζας ήταν ενθουσιασμένος γιατί είχε κατορθώσει να εκπαιδεύσει το γάιδαρο να ζει χωρίς τροφή.
Το ζώο άντεξε την απόλυτη πείνα για λίγες μέρες και στο τέλος ψόφησε. Ο Χότζας ήταν απαρηγόρητος για το χαμό του ζώου. Στους φίλους και συγγενείς που προσπάθησαν να μάθουν την αιτία της τόσης θλίψης απαντούσε: «Δε με νοιάζει τόσο που τον έχασα. Αυτό που με στενοχωρεί περισσότερο απ” όλα είναι ότι μόλις συνήθισε να μην τρώει, ψόφησε».


Ο Νασρεντίν Χότζα ή γνωστότερος ελληνικά ως Ναστραντίν Χότζας (το όνομα σημαίνει «Η δόξα της Πίστης» στα Αραβικά) ήταν ένας δημοφιλής κεντρικός ήρωας μύθων, παροιμιών, ανεκδότων που κυκλοφορούσαν ευρύτατα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις της Μέσης Ανατολής, συμπεριλαμβανόμενης και της Τουρκίας.

03 Οκτωβρίου 2015

Ούτε για "σκλιντζαράκια" τα πορτοκάλια της λαϊκής!



Συφοριασμένα τα καλύτερα πορτοκάλια που βρήκαμε στη λαϊκή αγορά! Μισοκίτρινα, μισοπράσινα, γεμάτα μαύρα στίγματα, ούτε για ξύσμα η φλούδα τους και μάλλον μόνον για χυμό κι όχι για φαγητό! Τιμή κιλού από 1.25 - 1.50 € για να πάρεις σκάρτο πράμα! Σκέφτομαι ότι οι τιμές στις λαϊκές είναι για Α' ποιότητα, αλλά τα προϊόντα τελευταίας διαλογής. Πού πήγαν τα πορτοκάλια που ανοίγαμε τη φλούδα τους με τα δάχτυλα και κάναμε "σκλιντζαράκια"; 

Τι ήταν το σκλιντζαράκι; Ένα βραχιολάκι από φλούδες πορτοκαλιού. Κόβαμε τη φλούδα του πορτοκαλιού σε μικρά ανώμαλα αλλά ισομεγέθη κομμάτια, τα περνούσαμε με ένα βελόνι σε κλωστή, όπως τις χάντρες του κολιέ, τα δέναμε, τ' αφήναμε να ξεραθούν πάνω στη σόμπα για να είναι ελαφριά και να μην κόβονται με το χτύπημα και μετά παίζαμε μ' αυτό το βραχιολάκι, το σκλιντζαράκι, πετώντας το στον αέρα και ξαναπιάνοντας το σαν ένα τόπι. Υπήρχαν κι άλλες παραλλαγές του παιχνιδιού. Για παράδειγμα στην ομαδική του εκδοχή, ο ένας παίχτης προσπαθούσε να περάσει το σκλιντζαράκι σ' ένα τέρμα, ενώ ο "τερματοφύλακας" προσπαθούσε να το αποκρούσει. Το παιχνίδι μου το έμαθε η γιαγιά μου (γεννημένη την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα), πράγμα που σημαίνει ότι υπήρχε από την εποχή της, τότε που δεν παράγονταν βιομηχανοποιημένα παιχνίδια. 

Τα πορτοκάλια των εικόνων στο διαδίκτυο σε ποια λαϊκή τα πουλάνε; Ή μόνον εξάγονται κι εμείς τρώμε τη σκαρταδούρα;

17 Σεπτεμβρίου 2015

Πάρτι θηλέων!

Κι όμως τα δικά μας πάρτι στη δεκαετία του '70 ήταν θηλέων! Με τα αγόρια που φοιτούσαν σε σχολεία αρρένων δεν είχαμε πολλά πάρε δώσε για να μη μας παρεξηγήσουν και σχολιάζουν και μας και τις οικογένειες μας, επιπλέον για να μη μας "ξεγελάσουν" και σχετιστούμε, πράγμα απαγορευμένο και μη συμβατό με την ηθική της εποχής!

Ακόμα και το να μιλάς με ένα αγόρι στο δρόμο, μπορούσε να σου δημιουργήσει προβλήματα, αν σε έβλεπε κάποιος καθηγητής σου ή ο κουτσομπόλης γείτονας που έσπευδε να σε καρφώσει στους γονείς, αφήνοντας κάποιο πονηρό υπονοούμενο! Ο καθένας ερμήνευε αυτό που έβλεπε κατά το δοκούν ή μάλλον συνήθως καχύποπτα. Καταπιεσμένες λοιπόν οι νεαρές κοπέλες από θηλέων σχολεία, με αυστηρούς γονείς και καθηγητές και ζώντας σε μια άκρως συντηρητική κοινωνία, τουλάχιστον στην ελληνική επαρχία, κάναμε και τα πάρτι μας θηλέων! Χορεύαμε σέικ και μπλούζ μεταξύ μας ακούγοντας Bee Gees, Boney M, Rolling Stones, Beatles, Joe Dassin, Adamo, Albano-Romina, Abba κ.α.

16 Σεπτεμβρίου 2015

Κατανάλωση καρπουζιού αλά Κοζανίτικα ή Μακριδακικά


Το κύριο μέρος του καρπού, το εσωτερικό του, καταναλώνεται ως δροσερό, ζουμερό και εύγευστο φρούτο, τα σπόρια ως υπερτροφή, όπως λέει και ο διαδικτυακός "φίλος", συγγραφέας και φυσικός καλλιεργητής Γιάννης Μακριδάκης, - οπότε δεν χρειάζεται να τσιμπάμε και να ξοδευόμαστε με τα διαφημιζόμενα συμπληρώματα διατροφής - το άσπρο της φλούδας ως γλυκό του κουταλιού και το υπόλοιπο, η πράσινη φλούδα που περισσεύει, στον κάδο κομποστοποίησης!
Οικολογική συνείδηση και πνεύμα οικιακής οικονομίας στην πράξη, που μου θύμισε το "μπέντι" για τον Εβραίο που πέρασε από τον τόπο μας και δεν στέριωσε φοβούμενος την ευστροφία (χα!) ή την πρώιμη οικολογική ευαισθησία του Κοζανίτη πανδοχέα!
Για τη σχετική ιστορία: εδώ

20 Αυγούστου 2015

Κοζανίτικα αινίγματα


Και πάλι από το βιβλίο "Γεύσεις από παλιά Κοζάνη" των Ματίνας  Τσικριτζή Μόμτσιου και Φανής Φτάκα Τσικριτζή που αποτελεί πηγή γνώσης για τον πολιτισμό της Κοζάνης, παραθέτω μερικά από τα πολλά αινίγματα σε τοπική διάλεκτο που σχετίζονται με τροφές, καρπούς και τη μαγειρική γενικότερα.

1. Αβγό
Έχου ένα βαριλάκι πό 'χι δυο λουιές κρασάκι. (λουιές = είδη)

2. Αρμιά (λάχανο τουρσί)
Μια παρτάλου, μια τζιρτζέλου στου καδί μέσα γκυλιέτι. (α)παρτάλου, τζιρτζέλου = αυτή που φοράει ράκη β) γκυλιέτι = κυλιέται)

3. Ελιά
Ένας καλόιρους μι του τσάκνου στουν κώλου. (τσάκνου = το κλαράκι)

4. Καρπούζι
Πράσινος πύργους, κόκκινους κάμπους, κι μέσα αράπδις χουρεύν.

5. Κουτάλα
Στιγνή τ' βάνου χλουρή τ' βγάνου. (χλουρή = φρέσκια, νωπή)

6. Κλήμα - σταφύλι - κρασί
Άσχημους πατέρας, όμουρφου πιδί κι ζουρλό αγγόν'. (ζουρλό = τρελό)

7. Ρεπάνι
Είμι άσπρου σαν τυρί κι τυρί δεν είμι, έχου πουντικού νουρά κι ποντικός δεν είμι.

8. Καλίγκα (το ρόδι)
Χίλια αδέλφια μαζουμένα σι μια κάπα τυλιγμένα.

9. Κάστανο
Απ΄όξου πιτσί, απού μέσα μαλλί κι μέσα μια χαψιά καλή (πιτσί = το πετσί)

10. Κεράσι
Τίρι - τίρι κρέμιτι, να του 'χα να του χάψου. (να του χάψου = να το φάω)


16 Αυγούστου 2015

Εικόνες και μυρωδιές από τα αραδιασμένα ξύλα της αυλής μου

Και τι δεν έχω ψήσει ανάμεσα στα κενά που δημιουργούσαν τα αραδιασμένα ξύλα της αυλής μου. Ήταν ένα από τα αγα-πημένα μου παιχνίδια και αφιέρωσα πολλές ώρες παιχνι-διού κάνοντας τη φουρνάρισσα, αλλά και τη μαγείρισσα, αφού οι δυο ρόλοι ήταν αλληλένδετοι. Μ' αυτό τον τρόπο εξασφάλιζα το φαγητό της κουκλοοικογένειας που περίμενε αραδιασμένη σε κάποιο ντουβάρι ή και στο χώμα της αυλής να φάει. Τα υλικά για τη μαγειρική τα προμηθευόμουν από τον κήπο μας. Φύλλα δέντρων, λουλούδια, καρποί...ανακατεύονταν με νεράκι στα κουζινικά και φουρνίζονταν στα κενά ανάμεσα στα ξύλα, στον υποτιθέμενο φούρνο. Μέχρι να ψηθούν με περίμεναν ένα σωρό άλλα παιχνίδια, καθώς η φαντασία κάλπαζε. Από την ανοιχτή πόρτα του εργαστηρίου του ο πατέρας μου με παρακολουθούσε και ποτέ δε μου χάλασε χατίρι όταν τον κερνούσα κάτι απ' αυτά που μόλις είχα ψήσει, προσποιούνταν ότι το τρώει και μάλιστα με επιφωνήματα που απέδιδαν τα εύσημα στη μαγείρισσα.

Οι γλυκές αυτές μνήμες με κάνουν να συνειδητοποιώ πόσο τυχεροί υπήρξαμε όσοι ήμαστε παιδιά τις δεκαετίες  '60, '70 και παίξαμε ώρες πολλές στις γειτονιές και τις αυλές. Χορτάσαμε παιχνίδι. Το δικό μου παιδί μεγάλωσε σε διαμέρισμα, δεν κυλίστηκε στο χώμα, δεν μάτωσαν τα γόνατα της, δεν εξαφανίστηκε σε γειτονιές, δεν έτρεξε άφοβα με το ποδήλατο στους δρόμους της πόλης, δεν έμειναν στη μνήμη της οι μυρωδιές της φύσης, των λουλουδιών, των ανθισμένων δέντρων και φυτών, των ξύλων, της βρεγμένης γης, του ποτισμένου κήπου το βράδυ, δεν άκουσε τους ήχους των πουλιών, της γειτονιάς που κουβέντιαζε τα βράδια στους χωρατάδες....δεν είχε σκυλάκι, γατούλες, κοτούλες....δεν έδεσε σχοινιά ανάμεσα σε δυο δέντρα για να ξαπλώσει στην αυτοσχέδια αιώρα από κουρελού....δεν έπαιξε κυνηγητό, κρυφτό, κλέφτες κι αστυνόμους, τα καπάκια....στις γειτονιές κι είναι κρίμα! Βέβαια η κάθε γενιά έχει τα δικά της παιχνίδια, αυτά που επιβάλλουν οι συνθήκες και πάντα η παιδική φαντασία βρίσκει τρόπους. Τα παιχνίδια αφθονούν, αγοράζονται με τέτοια υπερβολή από τους γονείς που ακόμα και τα παιδιά έχουν μπουχτίσει και δεν τους δίνουν σημασία, ενώ πολλά απ' αυτά έχουν κάτι από τη διαστροφή των μεγάλων, κούκλες μακιγιαρισμένες που ακολουθούν πιστά τη μόδα ή κατασκευάζονται καθ' ομοίωση κινηματογραφικών ηρώων ή των star της βιομηχανίας του θεάματος, ηλεκτρονικά παιχνίδια και παιδικές σειρές που εθίζουν στη βία, στον πόλεμο...ή αποτελούν μέρος της προπαγάνδας της καθεστηκυίας τάξης. Χρειάζεται πολύ προσεκτική επιλογή, αν και συχνά δε γίνεται να αρνηθείς στο παιδί σου το παιχνίδι που η διαφήμιση έχει επιβάλει, όσο κι αν διαφωνείς.

20 Ιουλίου 2015

Δροσιστικά ποτά και αναψυκτικά προπολεμικά και μεταπολεμικά στην Κοζάνη



Το καλοκαίρι τα παγωμένα αναψυκτικά και οι χυμοί φρούτων καταναλώνονται περισσότερο σε σχέση με το χειμώνα. Εννοείται ότι πρέπει να προτιμάμε τους φυσικούς χυμούς και βέβαια όχι αυτούς του εμπορίου που μόνο φυσικοί δεν είναι. Τους χυμούς μπορούμε να τους παρασκευάζουμε στύβοντας ή βάζοντας στο μπλέντερ τα φρούτα της εποχής που αγοράσαμε από το μανάβη και τη λαϊκή αγορά. Τώρα πόσο υγιεινά είναι τα φρούτα του εμπορίου εξαιτίας των λιπασμάτων, ραντισμάτων κλπ, είναι ένα ζήτημα που δεν θα μας απασχολήσει στην παρούσα ανάρτηση, το θέμα της οποίας είναι τι είδους αναψυκτικά ή δροσιστικά ποτά κατανάλωναν προπολεμικά και μεταπολεμικά οι κάτοικοι της περιοχής μας.

Τις πληροφορίες αντλώ από το βιβλίο "Γεύσεις από παλιά Κοζάνη" των Μ. Τσικριτζή και Φ. Φτάκα, καθώς και από προσωπικές μνήμες. Διαβάζω στο βιβλίο ότι η Κοζάνη ήταν μια περιοχή με 7-8 μήνες χειμώνα και δροσερά καλοκαίρια και επομένως τα δροσιστικά ποτά δεν ήταν απαραίτητα. Συγχρόνως τα περιορισμένα οικονομικά των πολλών κατοίκων δεν επέτρεπαν την αγορά φρούτων για παρασκευή χυμών παρά μόνον αν ήσουν άρρωστος, Τότε εξασφαλίζονταν κάποια πορτοκάλια ή λεμόνια για να σου στύψουν χυμούς που βοηθούσαν στην ανάρρωση. Για να βοηθήσουν τα παιδιά που είχαν πυρετό ή κάποιες εξανθηματικές νόσους οι γυναίκες παρασκεύαζαν κι ένα άλλο ποτό από τα μαύρα μούρα που αφθονούσαν στην περιοχή. Έβραζαν τον καρπό με ζάχαρη και νερό και στη συνέχεια έπαιρναν το σιρόπι το οποίο αραίωναν με δροσερό νερό. Το ίδιο έκαναν και με το ξινό πετιμέζι, δηλ. το βρασμένο μούστο, που τον αραίωναν με νερό και ανακούφιζε από την κάψα της "θερμασιάς" (τον πυρετό). Για τον ίδιο λόγο παρασκεύαζαν και βυσσινάδα.

16 Ιουλίου 2015

Τα πρώτα μπάνια του λαού (σε Κοζανίτικη διάλεκτο, από τον Νάση Αλευρά)


Μια που έφτασε ο καιρός των διακοπών και της θάλασσας, αντιγράφω από το βιβλίο του Νάση Αλευρά  "μ' είπιν η μάνα μ' " (έκδοση 1964) μια ακόμα σατιρική ιστορία που σκιαγραφεί την εποχή, τους ανθρώπους, τις συνήθειες, την άγνοια για όσα συνέβαιναν έξω από τη μικρή, κλειστή τους κοινωνία, την προσπάθεια εκμοντερνισμού κλπ. Η ιστορία έχει τον τίτλο "Οι Γουργόνις" (μετά το κείμενο υπάρχει γλωσσάρι).

Κίντσαν ουόλ' οι θαλασσόλυκ' απ' τ' Σκί'ρκα, τα διλφίνια απ' τού Κυραμαργειό κ' οι γουργόνις απ' τ' Ζαμάρα, να πααίν' στ' θάλασσα να κουλυμπήσ'ν. Κίτσιν κ' η Τιάτιου μι τ' θυγατέρα τ'ς τ' Λίλυ (Κουκούλα τ' λιέν' αμ' είνι τ'ς μόδας να γιένιτι Λίλυ) απ' σπουδάζ' μαμή σ'ν Ανθήνα.
Σιέφκαν στ' θάλασσα οι άντρις μι τα κουντουβράκια. Σιέφκαν κ' οι γυναίκις μι τα κουντά τα πκάμσα, ουόξου πουδάρια, ουόξου χέρια κι λιμόν κι πλάτις. Κι τα λιανά τα πιδιά μου στου τσιτσί.
Πήριν κ' η Τιάτιου του σαπούν' κ' ιένα πισκίρ' ιέμασιν τα πουδουνάρια τ'ς κι σιέφκιν στ' θάλασσα να πλύν' τα πουδάρια τ'ς. Σαπούντζιν, σαπούντζιν κι αφρά δεν ιέβγινιν. Τ' λιέει η Λίλυ.

22 Ιουνίου 2015

Αρίνταγας - Μπουρντάκιοϊ - κατσεδό - Auf Balkonien, δηλ. ο λαός αδυνατεί να πάει διακοπές


Δυστυχώς και φέτος πολλοί πολίτες της άτυχης χώρας μας (η ατυχία έγκειται στους πολιτικούς που την κυβέρνησαν και την κυβερνούν) δεν θα καταφέρουν  να κάνουν διακοπές, γιατί δεν τους περισσεύουν χρήματα, καθώς τους απομυζούν ποικιλοτρόπως και χωρίς έλεος οι κυβερνήσεις που εκλέγονται από τους ίδιους τους παθόντες. Ο λαός βέβαια πάντα έβρισκε τρόπους να διακωμωδεί την κατάσταση, τη  δυστυχία και τα παθήματά του για να ανταπεξέρχεται στις δυσκολίες. Έτσι την αδυναμία του να πάει διακοπές την απέδωσε με λέξεις και φράσεις, διαφορετικές από τόπο σε τόπο, αλλά με την ίδια σημασία και αστεία διάθεση.
Όσοι καταγόμαστε από την Κοζάνη γνωρίζουμε ότι ο Αρίνταγας είναι ένας φανταστικός τόπος διακοπών, η φανταστική παραλία της ορεινής Κοζάνης. Η λέξη χρησιμοποιείται γενικότερα για να δηλώσει τον ανύπαρκτο τόπο, το πουθενά, αλλά κυρίως για να σχολιάσει σκωπτικά την αδυναμία των Κοζανιτών παλαιότερων εποχών να κάνουν διακοπές λόγω της φτώχειας τους και της απομόνωσης της περιοχής τους, όταν τα συγκοινωνιακά μέσα δεν υπήρχαν ή ήταν λιγοστά. Έτσι λοιπόν οι κάτοικοι για να διασκεδάσουν τον πόνο τους και αυτοσαρκαζόμενοι συγχρόνως επινόησαν τον Αρίνταγα. Υπάρχει μάλιστα και ένα σκωπτικό σχετικό τραγουδάκι (μάλλον σύγχρονο ευφυολόγημα αφού κάνει λόγο για μετρό) το οποίο και παραθέτω:

07 Ιουνίου 2015

Γκόγκανα, νηστικόπιτες, μια μερίδα τίποτα με μπόλικο καθόλου κ.α. μασκαρεμένες εκφράσεις


Πολλές φορές αποφεύγει κανείς να δώσει μια αρνητική απάντηση άμεσα. Μάλιστα με περιπαικτική διάθεση απαντά με τέτοιο τρόπο, ώστε η αρνητική απάντηση να φαίνεται καταφατική. Εκτός από τη λέξη Αρίνταγας (βλ.http://matinaal.blogspot.gr/2014/07/auf-balkonien.html) που δηλώνει έναν ανύπαρκτο τόπο διακοπών, το πουθενά γενικότερα, οι Κοζανίτες, όταν θέλουν να δηλώσουν το απόλυτο τίποτα χρησιμοποιούν και τη λέξη γκόγκανα. Τα γκόγκανα (ή γκάγκανα στην Κάλιανη) στην πραγματικότητα είναι ο καρπός ενός άγριου θάμνου (οι άγριοι θάμνοι στο τοπικό ιδίωμα ονομάζονται και γκαγκτζιές) που φύεται στις εξοχές γύρω από την πόλη. Φαίνεται λοιπόν ότι σε περιόδους πείνας και φτώχειας, οι Κοζανίτες για να διασκεδάσουν τον πόνο τους έλεγαν "θα φάμε γκόγκανα" που υπήρχαν εν αφθονία αλλά δεν τρώγονταν - κατά μαρτυρία της μάνας μου ήταν στυφά - σε αντίθεση με τους φαγώσιμους καρπούς που δεν υπήρχαν ή δεν περίσσευαν. Πολλές φορές ακόμη και σήμερα όταν δεν υπάρχει φαγητό στο σπίτι, ακούμε τους Κοζανίτες να απαντούν στην ερώτηση "Τι θα φάμε σήμερα;" με τη λέξη " Γκόγκανα!" Στη συνέχεια με τη μεταφορική της σημασία η λέξη γκόγκανα χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα και μέχρι σήμερα στην τοπική διάλεκτο σημαίνει το απόλυτο τίποτα.

31 Μαΐου 2015

Το ελληνικό σχολείο προπολεμικά και μεταπολεμικά μέσα από το φωτογραφικό φακό και μνήμες


"Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο" λέει ο πατέρας του μικρού ήρωα και μαθητή στην "Αναφορά στο Γκρέκο". Το κείμενο είναι αυτοβιογραφικό, έτσι ο μικρός που παραδίνεται στα χέρια του δασκάλου δεν είναι άλλος από τον Νίκο Καζαντζάκη, που υπήρξε κι αυτός θύμα των αυταρχικών μεθόδων που εφαρμόζονταν στα ελληνικά σχολεία από συστάσεως νεοελληνικού κράτους, μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Οι δάσκαλοι αυστηροί, αυταρχικοί, αγέλαστοι με υπερεξουσίες οι οποίες ανάλογα με τις ευαισθησίες και την παιδαγωγική κατάρτιση του καθενός χρησιμοποιούνταν είτε για το καλό, είτε για το κακό των μαθητών. Οι μαθητές φτωχοί, ανυπόδητοι, πεινασμένοι, φοβισμένοι, χωρίς μέσα και ευκολίες.